All posts by ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΟΣ

ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ (ΜΕΡΟΣ ΙΙ)

spartiatis

ΔΗΜΑΡΑΤΟΣ

 ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΤΟΥ ΕΙΠΕ ΟΤΙ Ο ΟΡΟΝΤΗΣ ΤΟΥ ΜΙΛΑΕΙ ΣΚΛΗΡΑ ΤΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕ ΟΤΙ ΚΑΚΟ ΚΑΝΟΥΝ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΜΙΛΟΥΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΥΣΤΗΡΑ.

ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΙΔΑΣ

 ΟΤΑΝ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΗΤΑΝ ΣΙΓΟΥΡΟΣ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΕ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΤΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕ: “ΧΡΕΟΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΩ ΤΟΝ ΝΟΜΟ, ΝΑ ΝΙΚΗΣΩ Η΄ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ. ΠΕΘΑΙΝΟΝΤΑΣ Η ΣΠΑΡΤΗ ΔΕΝ ΘΑ ΖΗΜΙΩΘΕΙ ΕΝΩ ΑΝ ΥΠΟΧΩΡΗΣΩ ΘΑ ΤΑΠΕΙΝΩΘΕΙ.” ΑΦΟΥ ΟΡΙΣΕ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΤΗ ΤΟΝ ΚΛΕΑΝΔΡΟ ΣΚΟΤΩΘΗΚΕ ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ.

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ

 ΣΤΟΥΣ ΠΡΕΣΒΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΑΜΟ ΠΟΥ ΜΑΚΡΟΛΟΓΟΥΣΑΝ ΤΟΥΣ ΕΙΠΕ: “ΑΠΟ ‘ΣΑ ΕΙΠΑΤΕ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΤΑ’ΧΩ ΞΕΧΑΣΕΙ ΚΑΙ ΓΙ’ΑΥΤΟ ΤΑ ΕΝΔΙΑΜΕΣΑ ΔΕΝ ΤΑ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ, ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΕΝ ΤΑ ΕΓΚΡΙΝΩ.”

ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΣΟΦΙΣΤΗΣ ΜΙΛΟΥΣΕ ΓΙΑ ΑΝΔΡΕΙΑ ΓΕΛΑΣΕ ΕΝΟΧΛΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΣΟΦΙΣΤΗ. ΤΟΤΕ ΤΟΥ ΕΙΠΕ: “ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΣΑΙ ,ΤΟ ΙΔΙΟ ΘΑ ΕΚΑΝΑ ΚΑΙ ΑΝ ΕΝΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙ ΜΙΛΟΥΣΕ ΓΙ’ΑΥΤΗΝ. ΑΝ ΜΙΛΟΥΣΕ ΟΜΩΣ Ο ΑΕΤΟΣ ΘΑ ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΣΕ ΑΠΟΛΥΤΗ ΣΙΩΠΗ.”

ΕΠΕΙΔΗ ΟΙ ΑΡΓΕΙΟΙ ΕΛΕΓΑΝ ΠΩΣ ΤΗΝ ΗΤΤΑ ΤΟΥΣ ΘΑ ΤΗΝ ΞΕΠΛΕΝΑΝ ΜΕ -ΝΕΑ ΜΑΧΗ-,ΤΟΥΣ ΕΙΠΕ: “ΑΠΟΡΩ, ΜΕ ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΔΥΟ ΛΕΞΕΩΝ ΓΙΝΑΤΕ ΠΙΟ ΓΕΝΝΑΙΟΙ ΑΠΟ ΠΡΙΝ..?”

ΛΑΒΩΤΑΣ

 Ο ΛΑΒΩΤΑΣ ΕΙΠΕ ΣΕ ΕΝΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΝΕΙ ΜΕΓΑΛΟ ΠΡΟΛΟΓΟ, ΑΛΛΑ ΟΣΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΕΧΕΙ ΤΟ ΘΕΜΑ, ΤΟΣΗ ΕΚΤΑΣΗ ΝΑ ΧΕΙ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ.

ΛΕΩΤΥΧΙΔΗΣ

 ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΡΩΤΗΣΕ ΓΙΑ ΠΙΟ ΛΟΓΟ ΟΙ ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ ΠΙΝΟΥΝ ΛΙΓΟ ΚΡΑΣΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕ “ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΝ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΓΙΑ ΜΑΣ.”

ΛΕΟΝΤΑΣ

 ΟΤΑΝ ΡΩΤΗΘΗΚΕ ΣΕ ΠΟΙΑ ΠΟΛΗ ΚΑΠΟΙΟΣ ΘΑ ΖΟΥΣΕ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕ: “ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΗΣ ΔΕΝ ΘΑ ΕΧΟΥΝ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ ΟΥΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΟΥΤΕ ΛΙΓΟΤΕΡΑ, ΚΑΙ ΟΠΟΥ ΤΟ ΑΔΙΚΟ ΕΙΝΑΙ ΑΣΘΕΝΙΚΟ.”

ΛΕΩΝΙΔΑΣ

•ΟΤΑΝ ΟΙ ΕΦΟΡΟΙ ΤΟΥ ΕΛΕΓΑΝ ΟΤΙ ΕΚΣΤΡΑΤΕΥΕΙ ΜΕ ΛΙΓΟΥΣ ΑΝΔΡΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ ΤΟΥΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕ: “ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΧΗ ΠΟΥ ΠΑΜΕ.”

ΚΑΘΩΣ ΠΑΛΙ ΕΚΕΙΝΟΙ ΤΟΥ ΕΙΠΑΝ: “ΜΗΠΩΣ ΕΧΕΙΣ ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑ ΑΠΟΚΛΕΙΣΕΙΣ ΤΑ ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ?” ΕΚΕΙΝΟΣ ΤΟΥΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕ: “ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΑ, ΑΛΛΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΠΑΩ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ!”

ΟΤΑΝ ΕΝΑΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΕΙΠΕ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΕΚΕΙΝΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΚΡΙΘΗΚΕ: “ΕΠΟΜΕΝΩΣ ΚΑΙ ‘ΜΕΙΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΟΝΤΑ ΤΟΥΣ”

ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΤΟΥ ΕΙΠΕ “ΛΕΩΝΙΔΑ, ΠΗΓΑΙΝΕΙΣ ΜΕ ΤΟΣΟΥΣ ΛΙΓΟΥΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΣΩΝ ΠΟΛΛΩΝ?”ΤΟΥ ΕΙΠΕ: “ΑΝ ΝΟΜΙΖΕΤΕ ΟΤΙ ΕΓΩ ΘΑ ΠΟΛΕΜΗΣΩ ΣΤΗΡΙΖΟΜΕΝΟΣ ΣΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΑΡΙΘΜΟ ΔΕΝ ΕΠΑΡΚΕΙ ΟΛΗ Η ΕΛΛΑΔΑ, ΕΠΕΙΔΗ ΟΜΩΣ ΣΤΗΡΙΖΟΜΑΙ ΣΤΙΣ ΑΡΕΤΕΣ, ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΡΚΕΤΟΣ ΚΑΙ ΜΑΛΙΣΤΑ ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΝ!”

ΚΑΙ ΟΤΑΝ Ο ΞΕΡΞΗΣ ΤΟΥ ΕΣΤΕΙΛΕ ΕΠΙΣΤΟΛΗ, ΠΩΣ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΜΗΝ ΜΑΤΑΙΟΠΟΝΕΙ ΑΛΛΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΜΟΝΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΝ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΩΣΕΙ ΤΑ ΟΠΛΑ° ΕΚΕΙΝΟΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕ: “ΑΝ ΓΝΩΡΙΖΕΣ ΤΑ ΚΑΛΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ, ΘΑ ΑΠΕΦΕΥΓΕΣ ΝΑ ΕΠΙΒΟΥΛΕΥΕΣΑΙ ΤΑ ΑΓΑΘΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ. ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΑΝΩΤΕΡΟΣ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑ ΓΙΝΩ ΜΟΝΑΡΧΗΣ ΣΤΟΥΣ ΟΜΟΦΥΛΟΥΣ ΜΟΥ.”

ΕΝΩ ΛΟΙΠΟΝ ΗΤΑΝ ΕΤΟΙΜΟΣ ΝΑ ΕΠΙΤΕΘΕΙ, ΟΙ ΠΟΛΕΜΑΡΧΟΙ ΤΟΥ ΕΙΠΑΝ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΣΥΜΜΑΧΟΥΣ. ΤΟΤΕ ΤΟΥΣ ΡΩΤΗΣΕ: “ΔΕΝ ΗΛΘΑΝ ΑΚΟΜΗ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΝ ; ..”ΥΣΤΕΡΑ ΑΜΕΣΩΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕ..

ΣΤΗΝ ΕΡΩΤΗΣΗ, ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΑΡΙΣΤΟΙ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΤΟΝ ΕΝΔΟΞΟ ΘΑΝΑΤΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΔΟΞΗ ΖΩΗ ΑΠΑΝΤΗΣΕ: “ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΟ ΘΕΩΡΟΥΝ ΦΥΣΙΚΟ, ΕΝΩ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΟΥΣ.”

ΛΟΧΑΓΟΣ

  • ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕ ΟΤΙ ΕΙΧΕ ΠΕΘΑΝΕΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ, ΑΠΑΝΤΗΣΕ “ΤΟ ΓΝΩΡΙΖΑ ΠΑΝΤΑ ΟΤΙ ΗΤΑΝ ΘΝΗΤΟΣ..”

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ

  • ΣΤΗΝ ΕΡΩΤΗΣΗ ΠΟΙΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟ ΑΠΑΝΤΗΣΕ: “ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΑΝΤΑΜΕΙΒΕΙ ΤΟΥΣ ΓΕΝΝΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΕΙΛΟΥΣ ΟΠΩΣ ΤΟΥΣ ΑΞΙΖΕΙ.”

ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ

•ΠΡΟΣ ΕΝΑΝ ΚΟΡΙΝΘΙΟ, ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΚΑΧΕΚΤΙΚΟ ΚΑΙ ΜΑΛΘΑΚΟ ΣΩΜΑ, ΠΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΕ ΝΑ ΑΝΑΛΑΒΟΥΝ ΠΟΛΕΜΟ ΕΝΑΝΤΙΩΝ ΚΑΠΟΙΩΝ ΕΧΘΡΩΝ ΕΙΠΕ: “ΘΕΛΕΙΣ ΛΟΙΠΟΝ ΝΑ ΒΓΑΛΕΙΣ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΣΟΥ ΝΑ ΜΑΣ ΔΕΙΞΕΙΣ ΜΕ ΠΟΙΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΜΑΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΕΙΣ?”

ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΙ ΘΑΥΜΑΖΑΝ ΤΑ ΠΟΛΥΤΕΛΗ ΕΝΔΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ ΕΙΠΕ: “ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΗΤΑΝ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΞΙΑΣ ΠΑΡΑ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΞΙΑΣ.”

ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ ΠΛΕΙΣΤΟΑΝΑΚΤΟΣ

  • ΣΤΗΝ ΕΡΩΤΗΣΗ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΚΑΝΕΝΑΝ ΝΟΜΟ ΑΠΑΝΤΗΣΕ: “ΓΙΑΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΟΙ ΝΟΜΟΙ ΝΑ ΕΠΙΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ.”

ΠΕΔΑΡΙΤΟΣ

•ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΤΟΥ ΕΙΠΕ ΟΤΙ ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΛΟΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕ: “ΩΡΑΙΑ ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΕΝΔΟΞΟΤΕΡΟΙ ΣΚΟΤΩΝΟΝΤΑΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΥΣ.”

ΟΤΑΝ ΕΙΔΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΜΑΛΘΑΚΟΣ ΕΙΠΕ: “ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΠΑΙΝΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΟΥΤΕ ΑΝΤΡΕΣ ΠΟΥ ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΜΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΟΥΤΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΟΥ ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΜΕ ΑΝΤΡΕΣ, ΕΚΤΟΣ ΚΙ ΑΝ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΒΡΕΘΕΙ ΣΕ ΑΝΑΓΚΗ..”

ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ

  • ΟΤΑΝ ΡΩΤΗΘΗΚΕ ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥΝ ΓΕΝΝΑΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕ “ΓΙΑΤΙ ΕΜΑΘΑΝ ΝΑ ΣΕΒΟΝΤΑΙ ΠΑΡΑ ΝΑ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ ΤΟΥΣ ΑΡΧΗΓΟΥΣ ΤΟΥΣ.”

ΧΑΡΙΛΛΟΣ

  • ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΡΩΤΗΣΕ ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΕΙΠΕ:   ‘’ΑΡΙΣΤΟ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΖΟΥΝ ΕΝΑΡΕΤΑ ΚΑΙ ΠΑΛΕΥΟΥΝ ΧΩΡΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΝΑΣΤΑΤΩΣΕΙΣ.”

(3338)

3,748 total views, no views today

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ: ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ

858944

Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ’ ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.


Σκέψεις

Ο Καβάφης αξιοποιώντας το ιστορικό γεγονός της μάχης των Θερμοπυλών, (της μάχης ανάμεσα στους Έλληνες και τον πολυάριθμο στρατό του Ξέρξη Α΄, τον Αύγουστο του 480 π.Χ., κατά την οποία οι Σπαρτιάτες έδειξαν υπέρτατη γενναιότητα με την αυτοθυσία τους), συνθέτει ένα ποίημα για να επαινέσει όσους θέτουν στη ζωή τους «Θερμοπύλες», όσους θέτουν δηλαδή κάποιον σημαντικό για εκείνους σκοπό και τον υπερασπίζονται μέχρι τέλους.

Ο ποιητής θεωρεί πως θα πρέπει να τιμούμε τους ανθρώπους που έχουν καθορίσει στη ζωή τους κάποιες σημαντικές αρχές, κάποιους πολύτιμους σκοπούς και φροντίζουν να τους υπερασπιστούν με κάθε τρόπο. Τονίζει πως ακόμη μεγαλύτερη τιμή αξίζει στους ανθρώπους αυτούς όταν ξέρουν πως ο σκοπός για τον οποίο παλεύουν είναι καταδικασμένος. Όταν γνωρίζουν, δηλαδή, ότι παρά τις δικές τους προσπάθειες και θυσίες, στο τέλος θα ηττηθούν και θα επικρατήσει η ανηθικότητα ή οποιαδήποτε άλλη αρνητική έκφανση της ανθρώπινης δράσης.

Όπως συνέβη δηλαδή με τους Σπαρτιάτες που προδόθηκαν από τον Εφιάλτη, έτσι και οι γενναίοι αυτοί άνθρωποι που υπερασπίζονται τις δικές τους Θερμοπύλες, γνωρίζουν συχνά, το προβλέπουν, πως ο αγώνας τους δεν θα ευτυχήσει, εντούτοις παραμένουν ακλόνητοι στις πεποιθήσεις τους και παλεύουν για ό,τι θεωρούν σημαντικό μέχρι τέλους.

Οι Θερμοπύλες, παραμένουν ένα σύμβολο ανοιχτό σε ερμηνείες και μπορούν να εκπροσωπούν οτιδήποτε αξίζει για κάθε άνθρωπο να αγωνιστεί για την υπεράσπισή του. Οι Σπαρτιάτες, φωτεινό παράδειγμα στην αιωνιότητα, με την πράξη τους έδειξαν τι σημαίνει να πιστεύεις σε ιδανικά και στην ίδεα της Ελευθερίας. (2262)

2,507 total views, no views today

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ: ΑΓΕ, Ω ΒΑΣΙΛΕΥ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ

9

Δεν καταδέχονταν η Κρατησίκλεια
ο κόσμος να την δει να κλαίει και να θρηνεί·
και μεγαλοπρεπής εβάδιζε και σιωπηλή.
Τίποτε δεν απόδειχνε η ατάραχη μορφή της
απ’ τον καϋμό και τα τυράννια της.
Μα όσο και νάναι μια στιγμή δεν βάσταξε·
και πριν στο άθλιο πλοίο μπει να πάει στην Aλεξάνδρεια,
πήρε τον υιό της στον ναό του Ποσειδώνος,
και μόνοι σαν βρεθήκαν τον αγκάλιασε
και τον ασπάζονταν, «διαλγούντα», λέγει
ο Πλούταρχος, «και συντεταραγμένον».
Όμως ο δυνατός της χαρακτήρ επάσχισε·
και συνελθούσα η θαυμασία γυναίκα
είπε στον Κλεομένη «Άγε, ω βασιλεύ
Λακεδαιμονίων, όπως, επάν έξω
γενώμεθα, μηδείς ίδη δακρύοντας
ημάς μηδέ ανάξιόν τι της Σπάρτης
ποιούντας. Τούτο γαρ εφ’ ημίν μόνον·
αι τύχαι δε, όπως αν ο δαίμων διδώ, πάρεισι.»

Και μες στο πλοίο μπήκε, πηαίνοντας προς το «διδώ».

[1929]


 

 

Ιστορικό πλαίσιο

Στην πόλη των Λακεδαιμονίων, ο βασιλιάς Κλεομένης Γ΄ είχε ανακινήσει και πάλι -όπως παλαιότερα ο Άγις- το πρόβλημα του αναδασμού της γης. Στην πραγματικότητα μια βαθιά κοινωνική μεταρρύθμιση είχε γίνει πια αναπόφευκτη για τη Σπάρτη. Οι σοβαρές απώλειες σε γόνιμα εδάφη  και η έντονη μείωση των ελεύθερων πολιτών της λακωνικής πολιτείας- στα 479 π.Χ. ο αριθμός τους έφτανε τις 8000, ενώ στα μέσα του 3ου αιώνα δεν ξεπερνούσε τους 700, και από αυτούς περίπου μόνο εκατό διέθεταν έγγειο ιδιοκτησία και είχαν κατά συνέπεια τη δυνατότητα να ασκούν τα πολιτικά τους δικαιώματα- οπότε μια γενναία μεταρρύθμιση των πραγμάτων κρινόταν ως αναγκαία. Ο βασιλιάς Κλεομένης είχε σαφή συνείδηση, ότι τα μεταρρυθμιστικά του σχέδια θα προσέκρουαν στη σφοδρή αντίθεση των εφόρων. Έτσι δεν του απέμενε παρά μόνο το πραξικόπημα. Το 227 π.Χ. έβαλε και σκότωσαν όλους τους εφόρους, κατήργησε την αρχή τους, η οποία δεν περιλαμβανόταν στη λυκούργειο νομοθεσία και εξόρισε 80 από τους πιο διακεκριμένους Σπαρτιάτες μεγαλογαιοκτήμονες. Η επαναφορά του παλαιού καθεστώτος που αντιπροσωπευόταν από τους νόμους του Λυκούργου και η αναβίωση της σπαρτιάτικης πολεμικής ζωής είχαν απώτερο σκοπό την αύξηση της μαχητικής δυνάμεως του κράτους∙ η εφαρμογή δε του εσω-πολιτικού προγράμματος ήταν η προϋπόθεση για τη δραστηριοποίηση της εξωτερικής σπαρτιατικής πολιτικής.

Για να ανακόψει την νικηφόρα πορεία του Κλεομένη Γ’, ο Σικυώνιος Άρατος -στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας από το 245 π.Χ.- έκανε, μια μεγάλη στροφή στην εξωτερική πολιτική του. Με τίμημα την επιστροφή της Κορίνθου, που είχε καταληφθεί εν τω μεταξύ από τον Κλεομένη, στους Μακεδόνες, έκλεισε, μιαν επίσημη συνθήκη με τον Αντίγονο Δώσωνα (225 π.Χ.).

Κατά τον αγώνα του εναντίον του Κλεομένους Γ΄, ο Αντίγονος Δώσων σημείωσε επιτυχίες. Η Τεγέα, ο Ορχομενός, η Μαντίνεια περιήλθαν σε αυτόν (223 π.Χ.). Ο αγώνας για την ηγεμονία στην Πελοπόννησο κρίθηκε με τη μάχη της Σελλασίας (καλοκαίρι του 222). Κατ’ αυτήν νικήθηκαν οι υπό τον Κλεομένη Σπαρτιάτες από τους Μακεδόνες και τους συμμάχους τους. Ο βασιλιάς Αντίγονος μπήκε σαν νικητής στην Σπάρτη, της οποίας το έδαφος πατήθηκε για πρώτη φορά στην μακραίωνη ιστορία της από έναν κατακτητή. Ο Κλεομένης διεφυγε στην Αίγυπτο και οι μεταρρυθμίσεις του παραμερίστηκαν.

CLEOM

Σκέψεις

Ο Καβάφης δίνει ένα εξαίρετο ποίημα πολιτικής, επανερχόμενος στην ιστορία της Κρατησίκλειας, της μητέρας του Σπαρτιάτη βασιλιά Κλεομένη Γ΄. Το ποίημα είναι ιστοριογενές -βασίζεται δηλαδή σε πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα- και αναδεικνύει την αξιοπρέπεια με την οποία η Κρατησίκλεια υπομένει για χάρη της πατρίδας της, την προοπτική της οικειοθελούς ομηρίας της στην Αίγυπτο.

Η Κρατησίκλεια γνωρίζει πως η πατρίδα της χρειάζεται στρατιωτική βοήθεια, κι εφόσον ο Πτολεμαίος Γ΄ της Αιγύπτου θέτει ως όρο για την παροχή της, να μεταβούν εκείνη και τα εγγόνια της ως όμηροι στην Αίγυπτο, δεν διστάζει να το αποδεχτεί, όσο κι αν συναισθάνεται τον κίνδυνο που ελλοχεύει. Η προθυμία της «θαυμάσιας» αυτής γυναίκας να θέσει τον εαυτό της στην υπηρεσία της πατρίδας της, αλλά και η αξιοπρέπεια με την οποία αντιμετωπίζει τον πόνο του αποχωρισμού απ’ το γιο της, όπως και το φόβο για τη ζωή τη δική της και των εγγονιών της, αναγνωρίζονται από τον Καβάφη ως ιδανικά στοιχεία συμπεριφοράς ενός άξιου ηγετικού προσώπου.

Ο Καβάφης θέλοντας να παρουσιάσει το επιθυμητό πρότυπο συμπεριφοράς και αντίληψης ενός ηγέτη, επιλέγει -όχι τυχαία- την Κρατησίκλεια, μιας κι η αγέρωχη αυτή Σπαρτιάτισσα συγκεντρώνει όλα τα άριστα στοιχεία ενός πολιτικού προσώπου. Γνωρίζει πως πρέπει πάντοτε να θέτει το καλό της πατρίδας πάνω απ’ τις δικές της ανάγκες ή επιθυμίες, κι είναι γι’ αυτό έτοιμη ν’ αποχωριστεί για πάντα το γιο της, και ίσως να συνοδεύσει τα εγγόνια της στον τόπο του θανάτου τους (όπως και έγινε τελικά). Γνωρίζει πως το όφελος των συμπατριωτών της είναι σημαντικότερο απ’ τους δικούς της πόνους και τις δικές της στεναχώριες, γιατί εκείνη δεν είναι ένας απλός πολίτης, αλλά η μητέρα του βασιλιά. Γνωρίζει, συνάμα, πως ένας ηγέτης δεν μπορεί να απαιτεί από τους πολίτες θυσίες και γενναιότητα, όταν ο ίδιος δεν είναι πρόθυμος να δείξει με το παράδειγμά του πως είναι έτοιμος να θυσιαστεί και να αγωνιστεί για την πατρίδα του. Γνωρίζει πως το να είσαι ηγέτης σημαίνει πρώτα απ’ όλα πως έχεις περισσότερες ευθύνες από τους άλλους και όχι περισσότερα προνόμια.

Η Κρατησίκλεια αποχωρεί από τη Σπάρτη πηγαίνοντας στη χώρα, όπου λίγο καιρό μετά θα εκτελεστεί μαζί με τα εγγόνια της. Αποχωρεί  όμως, χωρίς να επιτρέψει σε κανέναν να αμφισβητήσει την αφοσίωσή της στην πατρίδα της και τη δύναμη του χαρακτήρα της. Αποχωρεί έχοντας διατηρήσει ακέραια την υπερηφάνεια της κι έχοντας θέσει ένα άριστο παράδειγμα ήθους στους συμπατριώτες της. (2458)

2,937 total views, no views today

ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ (ΜΕΡΟΣ Ι)

dioskouroi

ΑΓΗΣΙΚΛΗΣ

• ΣΕ ΚΕΙΝΟΝ ΠΟΥ ΡΩΤΗΣΕ, ΠΩΣ ΚΑΠΟΙΟΣ ΧΩΡΙΣ ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΕΣ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΑΣΚΕΙ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ? ΑΠΑΝΤΗΣΕ: “ΑΝ ΣΥΜΠΕΡΙΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΛΑΟ ΟΠΩΣ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ.”

ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ

• ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΠΟΥ ΡΩΤΗΣΕ, ΠΟΣΟ ΚΡΑΣΙ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΣΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕ: “ΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΟΛΥ ΚΡΑΣΙ ΔΩΣΕ ΟΣΟ ΖΗΤΟΥΝ, ΑΝ ΟΜΩΣ ΕΙΝΑΙ ΛΙΓΟ ΜΟΙΡΑΣΕ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟ ΙΔΙΟ.”

ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΑΚΟΥΓΕ ΚΑΠΟΙΟΥΣ ΝΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΝ Ή ΝΑ ΕΠΑΙΝΟΥΝ ΑΛΛΟΥΣ ΡΩΤΟΥΣΕ ΝΑ ΜΑΘΕΙ ΤΟ ΠΟΙΟΝ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΕΚΑΝΑΝ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΚΡΙΣΕΙΣ ΠΑΡΑ ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΜΙΛΟΥΣΑΝ.

ΟΙ ΑΝΔΡΕΣ ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΟΥΝ ΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΝΔΡΕΣ.

ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΤΟΝ ΡΩΤΗΣΕ, ΤΙ ΩΦΕΛΗΣΑΝ ΤΗ ΣΠΑΡΤΗ ΟΙ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕ: “ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗ ΤΩΝ ΗΔΟΝΩΝ…”

ΣΕ ‘ΚΕΙΝΟΝ ΠΑΛΙ ΠΟΥ ΑΠΟΡΟΥΣΕ ΜΕ ΤΟΝ ΛΙΤΟ ΤΡΟΠΟ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΟΦΥΓΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕ, “ΑΝΤΙ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΖΩΗΣ, ΘΕΡΙΖΟΥΜΕ(ΧΑΙΡΟΜΑΣΤΕ) ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!

ΕΛΕΓΕ ΟΤΙ ΟΣΟΙ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΡΕΙΟΣΥΝΗ ΔΕΝ ΑΡΜΟΖΕΙ ΝΑ ΓΕΥΟΝΤΑΙ ΛΙΧΟΥΔΙΕΣ ΚΑΙ ΟΣΑ ΔΕΛΕΑΖΟΥΝ ΤΟΥΣ ΔΟΥΛΟΥΣ, ΔΙΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΑ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.

ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΡΩΤΗΘΗΚΕ ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ ΦΤΑΝΟΥΝ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΗΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ , ΑΦΟΥ ΣΗΚΩΣΕ ΤΟ ΔΟΡΥ ΤΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕ “ΜΕΧΡΙ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΦΤΑΝΕΙ ΑΥΤΟ.

ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΡΩΤΗΣΕ ΓΙΑΤΙ Η ΣΠΑΡΤΗ ΕΙΝΑΙ ΑΤΕΙΧΙΣΤΗ, ΔΕΙΧΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ ΑΠΑΝΤΗΣΕ “ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΩΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ!”ΔΙΟΤΙ ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΠΕΡΙΤΕΙΧΙΣΤΕΙ ΑΠΟ ΠΕΤΡΕΣ ΚΑΙ ΞΥΛΑ ΑΛΛΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΡΕΤΕΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΦΡΟΝΤΙΖΟΥΝ ΝΑ ΠΛΟΥΤΙΣΟΥΝ ΜΕ ΧΡΗΜΑΤΑ ΑΛΛΑ ΜΕ ΑΝΔΡΕΙΑ ΚΑΙ ΑΡΕΤΗ.

ΣΤΗΝ ΕΡΩΤΗΣΗ ΠΩΣ ΑΠΕΚΤΗΣΕ ΤΟΣΗ ΔΟΞΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕ “ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ!”

ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΡΩΤΗΘΗΚΕ ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ ΒΑΔΙΖΟΥΝ ΜΕ ΣΥΝΟΔΕΙΑ ΑΥΛΩΝ ΑΠΑΝΤΗΣΕ: “ΓΙΑ ΝΑ ΦΑΝΟΥΝ ΟΙ ΑΝΔΡΕΙΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΔΕΙΛΟΙ ΟΤΑΝ ΒΑΔΙΖΟΥΜΕ ΜΕ ΡΥΘΜΟ.”

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΕΙΠΕ “ΑΛΙΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΧΑΣΕΙ ΤΟΣΟΥΣ ΣΕ ΕΜΦΥΛΙΟ ΠΟΛΕΜΟ, ΤΟΣΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΡΚΕΤΟΙ ΝΑ ΝΙΚΗΣΟΥΝ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ.”

ΣΤΗΝ ΕΡΩΤΗΣΗ ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ ΔΙΑΚΡΙΝΟΝΤΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΑΝΤΗΣΕ: “ΓΙΑΤΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΝΑ ΑΡΧΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΑΡΧΟΝΤΑΙ.”

ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΜΙΛΟΥΣΕ ΜΕ ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΕΙΠΕ “ΜΙΚΡΕ, ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΣΟΥ ΑΠΑΙΤΟΥΝ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΣΤΡΑΤΟ.”

ΟΤΑΝ ΤΟΝ ΚΑΛΕΣΑΝ ΝΑ ΑΚΟΥΣΕΙ ΚΑΠΟΙΟΝ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΑ ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕ “ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΕΧΩ ΑΚΟΥΣΕΙ ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ..”

ΕΛΕΓΕ ΠΩΣ ΑΝ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΗΤΑΝ ΔΙΚΑΙΟΙ ΔΕΝ ΘΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ Η ΑΝΔΡΕΙΑ.

ΕΛΕΓΕ ΠΩΣ ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟΙ ΩΣ ΔΟΥΛΟΙ ΚΑΙ ΚΑΚΟΙ ΩΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ.

ΣΤΗΝ ΕΡΩΤΗΣΗ, ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΝΕΟΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕ: ΟΤΙ ΘΑ ΚΑΝΟΥΝ ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΓΙΝΟΥΝ ΑΝΔΡΕΣ.

ΑΓΗΣ ΑΡΧΙΔΑΜΟΥ

• ΕΛΕΓΕ ΟΤΙ ΟΙ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΟΙ ΔΕΝ ΡΩΤΟΥΣΑΝ ΠΟΣΟΙ ΗΤΑΝ ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΑΛΛΑ ΠΟΥ ΗΤΑΝ.

ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΙ ΕΠΑΙΝΟΥΣΑΝ ΤΟΥΣ ΗΛΙΟΥΣ ΟΤΙ ΗΤΑΝ ΔΙΚΑΙΟΙ ΚΡΙΤΕΣ ΣΤΟΥΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΕΚΕΙΝΟΣ ΡΩΤΗΣΕ ΤΙ ΤΟ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΚΑΝΟΥΝ ΑΝ ΑΝΑ ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΕΒΟΝΤΑΙ ΤΗΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ?

ΟΤΑΝ ΡΩΤΗΘΗΚΕ ΠΩΣ ΚΑΠΟΙΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΖΗΣΕΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕ: “ΠΕΡΙΦΡΟΝΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ.”

ΑΛΚΑΜΕΝΗΣ

• ΕΛΕΓΕ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΣΩΣΤΟ ΚΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΟΛΛΑ, ΝΑ ΖΕΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΕ ΤΙΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ(ΠΑΘΗ) ΤΟΥ.

ΑΝΑΞΑΝΔΡΙΔΗΣ

• ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΤΟΝ ΡΩΤΗΣΕ ΠΩΣ ΟΙ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΓΕΝΝΑΙΟΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕ “ΓΙΑΤΙ ΦΡΟΝΤΙΖΟΥΜΕ ΝΑ ΣΕΒΟΜΑΣΤΕ ΤΗΝ ΖΩΗ ΑΝΤΙ ΝΑ ΤΗΝ ΦΟΒΟΜΑΣΤΕ..”

ΑΝΤΑΛΚΙΔΑΣ

• ΟΤΑΝ Ο ΑΝΤΑΛΚΙΔΑΣ ΡΩΤΗΘΗΚΕ ΣΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΙΕΡΕΑ ΤΙ ΗΤΑΝ ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΙ ΤΟΥ ΕΙΠΕ ΠΩΣ ΑΝ ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΙ ΚΑΤΙ ,ΘΑ ΤΟ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΟΙ ΘΕΟΙ!

ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΡΩΤΗΣΕ ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ ΕΧΟΥΝ ΤΟΣΟ ΚΟΝΤΑ ΞΙΦΗ ΑΠΑΝΤΗΣΕ “ΓΙΑΤΙ ΠΟΛΕΜΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΠΟ ΠΟΛΥ ΚΟΝΤΑ.”

ΑΝΤΙΟΧΟΣ

• ΟΤΑΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΘΗΚΕ ΟΤΙ Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΥΠΑΙΘΡΟ ΣΤΟΥΣ ΜΕΣΣΗΝΙΟΥΣ ΡΩΤΗΣΕ ΑΝ ΤΟΥΣ ΕΔΩΣΕ ΚΑΙ ΔΥΝΑΜΗ ΝΑ ΤΗΝ ΚΡΑΤΗΣΟΥΝ.

ΑΡΧΙΔΑΜΙΔΑΣ

• ΕΛΕΓΕ ΠΩΣ ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΝΑ ΜΙΛΑ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΤΕ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙ.

ΑΡΧΙΔΑΜΟΣ

• ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΡΩΤΗΣΕ ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕ: “ΟΙ ΝΟΜΟΙ ΤΗΣ ΚΑΙ ΟΣΟΙ ΑΡΧΟΥΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΑΥΤΟΥΣ.”

ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΚΑΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΝ ΡΩΤΗΣΕ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΣΠΑΡΤΙΑΤΗΣ ΤΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕ: ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΟΥ ΜΟΙΑΖΕΙ ΚΑΘΟΛΟΥ.

ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΤΟΥ ΕΔΙΝΕ ΚΡΑΣΙ ΓΛΥΚΟ ΕΛΕΓΕ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΩΦΕΛΟ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΣΠΑΡΤΙΑΤΗ, ΑΦΟΥ ΚΑΙ ΘΑ ΠΙΕΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΚΑΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΑΣΘΕΝΙΚΟΤΕΡΟΣ.

ΟΤΑΝ ΕΒΛΕΠΕ ΤΟΝ ΓΙΟ ΤΟΥ ΝΑ ΠΟΛΕΜΑ ΟΡΜΗΤΙΚΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΤΟΥ ΕΙΠΕ Η΄ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΣΕΙ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ Η΄ ΝΑ ΜΕΤΡΙΑΣΕΙ ΤΟ ΦΡΟΝΗΜΑ ΤΟΥ.

ΑΡΧΙΔΑΜΟΣ ΑΓΗΣΙΛΑΟΥ

• ΟΤΑΝ Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΑΧΗ ΕΣΤΕΙΛΕ ΑΛΑΖΟΝΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕ ΟΤΙ ΑΝ ΜΕΤΡΗΣΕΙ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΝΙΚΗ ΔΕΝ ΘΑ ΤΗΝ ΒΡΕΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΠΟ ΠΡΙΝ.

ΟΤΑΝ ΕΙΣΕΒΑΛΕ ΣΤΗΝ ΑΡΚΑΔΙΑ ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΕ ΟΤΙ ΘΑ ΒΟΗΘΟΥΣΑΝ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΟΙ ΗΛΙΟΙ ΤΟΥΣ ΕΓΡΑΨΕ “ΚΑΛΟ ΠΡΑΓΜΑ Η ΗΣΥΧΙΑ.”

ΟΤΑΝ ΕΙΔΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΗ ΣΙΚΕΛΙΑ ΚΑΤΑΠΕΛΤΗ H ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΜΗΧΑΝΗΜΑ ΑΝΑΦΩΝΗΣΕ “Ω ΗΡΑΚΛΗ, ΧΑΘΗΚΕ Η ΑΝΔΡΕΙΑ ΤΟΥ ΟΠΛΙΤΗ!”

ΒΡΑΣΙΔΑΣ

• ΠΡΙΝ ΦΥΓΕΙ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΠΟΛΕΜΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΕΓΡΑΨΕ ΣΤΟΥΣ ΕΦΟΡΟΥΣ “ΟΣΑ ΣΑΣ ΔΗΛΩΝΩ ΘΑ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΩ Η΄ ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ’ ΧΩ ΠΕΘΑΝΕΙ.”

ΔΑΜΗΣ

• ΟΤΑΝ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΕΣΤΕΙΛΕ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΝΑ ΤΟΝ ΑΠΟΚΑΛΟΥΝ ΘΕΟ ΑΠΑΝΤΗΣΕ: ”ΑΝ ΤΟ ΘΕΛΕΙ… ΑΣ ΟΝΟΜΑΖΕΤΑΙ ΕΤΣΙ..”

ΔΑΜΙΝΔΑΣ

• ΟΤΑΝ Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΕΙΣΕΒΑΛΕ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΙΠΕ ΟΤΙ ΘΑ ΔΕΙΝΟΠΑΘΗΣΟΥΝ ΟΙ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΟΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕ: “ΘΗΛΥΠΡΕΠΗ, ΚΑΙ ΤΙ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΦΟΒΕΡΟΤΕΡΟ ΘΑ ΠΑΘΟΥΜΕ ΑΦΟΥ ΠΕΡΙΦΡΟΝΟΥΜΕ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ?” (4685)

5,733 total views, no views today

ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ 480 π.ν.χ. – BATTLE OF THERMOPYLAE

spar5

 Διαβάστε τα γεγονότα της μάχης των Θερμοπυλών, έτσι όπως τα παρουσιάζουν οι αρχαίες πηγές

header-background

ΣΑΣ ΠΑΡΑΘΕΤΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΥΟ ΠΗΓΕΣ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΔΟΞΟΤΕΡΗ ΜΑΧΗ ΠΕΖΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ.

ΜΙΑ ΜΑΧΗ ΠΟΥ ΔΙΕΠΡΕΨΕ ΤΟ ΗΘΟΣ,Η ΑΝΔΡΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΙΣΤΕΥΩ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ.

“ΘΝΗΣΚΕΥΠΕΡΠΑΤΡΙΣ”

Τα γεγονότα σύμφωνα με τον Ηρόδοτο

Ηροδότου Ιστορία, Βιβλίο Ζ – Πολύμνια

201 βασιλεὺς μὲν δὴ Ξέρξης ἐστρατοπεδεύετο τῆς Μηλίδος ἐν τῇ Τρηχινίῃ, οἱ δὲ δὴ Ἕλληνες ἐν τῇ διόδῳ. καλέεται δὲ ὁ χῶρος οὗτος ὑπὸ μὲν τῶν πλεόνων Ἑλλήνων Θερμοπύλαι, ὑπὸ δὲ τῶν ἐπιχωρίων καὶ περιοίκων Πύλαι. ἐστρατοπεδεύοντο μέν νυν ἑκάτεροι ἐν τούτοισι τοῖσι χωρίοισι, ἐπεκράτεε δὲ ὃ μὲν τῶν πρὸς βορέην ἄνεμον ἐχόντων πάντων μέχρι Τρηχῖνος, οἳ δὲ τῶν πρὸς νότον καὶ μεσαμβρίην φερόντων τὸ ἐπὶ ταύτης τῆς ἠπείρου.
  1. 201. Αυτή, λοιπόν, ήταν η θέση του Ξέρξη και του στρατού του στην Τραχινία της Μηλίδας, ενώ οι Έλληνες είχαν καταλάβει τα στενά που είναι γνωστά στους ντόπιους ως Πύλες, αυτά που οι υπόλοιποι Έλληνες ονομάζουν Θερμοπύλες. Εκεί βρίσκονταν τα δύο αντίπαλα στρατεύματα, από τα οποία το ένα είχε τον έλεγχο όλης της περιοχής βόρεια από την Τραχίνα και το άλλο όλων των εκτάσεων προς το νότο.
202 ἦσαν δὲ οἵδε Ἑλλήνων οἱ ὑπομένοντες τὸν Πέρσην ἐν τούτῳ τῷ χώρῳ, Σπαρτιητέων τε τριηκόσιοι ὁπλῖται καὶ Τεγεητέων καὶ Μαντινέων χίλιοι, ἡμίσεες ἑκατέρων, ἐξ Ὀρχομενοῦ τε τῆς Ἀρκαδίης εἴκοσι καὶ ἑκατόν, καὶ ἐκ τῆς λοιπῆς Ἀρκαδίης χίλιοι· τοσοῦτοι μὲν Ἀρκάδων, ἀπὸ δὲ Κορίνθου τετρακόσιοι καὶ ἀπὸ Φλειοῦντος διηκόσιοι καὶ Μυκηναίων ὀγδώκοντα. οὗτοι μὲν ἀπὸ Πελοποννήσου παρῆσαν, ἀπὸ δὲ Βοιωτῶν Θεσπιέων τε ἑπτακόσιοι καὶ Θηβαίων τετρακόσιοι.
  1. Η ελληνική δύναμη που περίμενε την άφιξη του Ξέρξη απαρτιζόταν από τα εξής τμήματα: τριακόσιους πεζούς με βαρύ οπλισμό από τη Σπάρτη, πεντακόσιους από την Τεγέα κι άλλους τόσους από τη Μαντίνεια, εκατόν είκοσι από τον Ορχομενό της Αρκαδίας και χίλιους από την υπόλοιπη Αρκαδία· από την Κόρινθο υπήρχαν τετρακόσιοι άνδρες, από τον Φλειούντα άλλοι διακόσιοι και από τις Μυκήνες οδόντα. Εκτός απ’ αυτά τα στρατεύματα από την Πελοπόννησο, υπήρχαν ακόμα τμήματα από τη Βοιωτία, με επτακόσιους άνδρες από τις Θεσπιές κι άλλους τετρακόσιους από τη Θήβα.
7,203 πρὸς τούτοισι ἐπίκλητοι ἐγένοντο Λοκροί τε οἱ Ὀπούντιοι πανστρατιῇ καὶ Φωκέων χίλιοι. αὐτοὶ γὰρ σφέας οἱ Ἕλληνες ἐπεκαλέσαντο, λέγοντες δι᾽ ἀγγέλων ὡς αὐτοὶ μὲν ἥκοιεν πρόδρομοι τῶν ἄλλων, οἱ δὲ λοιποὶ τῶν συμμάχων προσδόκιμοι πᾶσαν εἶεν ἡμέρην, ἡ θάλασσά τέ σφι εἴη ἐν φυλακῇ ὑπ᾽ Ἀθηναίων τε φρουρεομένη καὶ Αἰγινητέων καὶ τῶν ἐς τὸν ναυτικὸν στρατὸν ταχθέντων, καί σφι εἴη δεινὸν οὐδέν· (2) οὐ γὰρ θεὸν εἶναι τὸν ἐπιόντα ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα ἀλλ᾽ ἄνθρωπον, εἶναι δὲ θνητὸν οὐδένα οὐδὲ ἔσεσθαι τῷ κακὸν ἐξ ἀρχῆς γινομένῳ οὐ συνεμίχθη, τοῖσι δὲ μεγίστοισι αὐτῶν μέγιστα. ὀφείλειν ὦν καὶ τὸν ἐπελαύνοντα, ὡς ἐόντα θνητόν, ἀπὸ τῆς δόξης πεσεῖν ἄν. οἳ δὲ ταῦτα πυνθανόμενοι ἐβοήθεον ἐς τὴν Τρηχῖνα.
  1. Οι Οπούντιοι Λοκροί και Οι Φωκείς υπάκουσαν επίσης στο πολεμικό κάλεσμα· οι πρώτοι έστειλαν όλους τους μάχιμους άνδρες που είχαν και οι τελευταίοι χίλιους. Οι Έλληνες είχαν πείσει τις δυο αυτές πόλεις να συμμετάσχουν στην επιχείρηση στέλνοντας μήνυμα ότι αυτοί ήταν απλώς η εμπροσθοφυλακή κι ότι το κύριο σώμα του συμμαχικού στρατού αναμενόταν από μέρα σε μέρα. Η θάλασσα, από την άλλη μεριά, φυλασσόταν καλά από τον στόλο των Αθηναίων, των Αιγινητών και άλλων ναυτικών δυνάμεων. Έτσι, δεν υπήρχε λόγος να φοβούνται, γιατί δεν ήταν θεός αυτός που απειλούσε την Ελλάδα αλλά θνητός και δεν υπάρχει ούτε θα υπάρξει άνθρωπος που να έχει γεννηθεί απαλλαγμένος από την πιθανότητα να αντιμετωπίσει κακοτυχίες στη ζωή του· και μάλιστα, όσο σπουδαιότερος ο άνδρας, τόσο μεγαλύτερη η κακοτυχία. Ο τωρινός εχθρός τους δεν αποτελούσε εξαίρεση· ήταν κι αυτός θνητός και, αργά ή γρήγορα, οι προσδοκίες του θα διαψεύδονταν. Η έκκληση έφερε αποτέλεσμα και Οπούντιοι Λοκροί και οι Φωκείς έστειλαν τα στρατεύματά τους στην Τραχίνα.
  2. 204. τούτοισι ἦσαν μέν νυν καὶ ἄλλοι στρατηγοὶ κατὰ πόλιας ἑκάστων, ὁ δὲ θωμαζόμενος μάλιστα καὶ παντὸς τοῦ στρατεύματος ἡγεόμενος Λακεδαιμόνιος ἦν Λεωνίδης […]
  3. ὃς τότε ἤιε ἐς Θερμοπύλας ἐπιλεξάμενος ἄνδρας τε τοὺς κατεστεῶτας τριηκοσίους καὶ τοῖσι ἐτύγχανον παῖδες ἐόντες· παραλαβὼν δὲ ἀπίκετο καὶ Θηβαίων τοὺς ἐς τὸν ἀριθμὸν λογισάμενος εἶπον, τῶν ἐστρατήγεε Λεοντιάδης ὁ Εὐρυμάχου. (3) τοῦδε δὲ εἵνεκα τούτους σπουδὴν ἐποιήσατο Λεωνίδης μούνους Ἑλλήνωι παραλαβεῖν, ὅτι σφέων μεγάλως κατηγόρητο μηδίζειν· παρεκάλεε ὦν ἐς τὸν πόλεμον, θέλων εἰδέναι εἴτε συμπέμψουσι εἴτε καὶ ἀπερέουσι ἐκ τοῦ ἐμφανέος τὴν Ἑλλήνων συμμαχίην. οἳ δὲ ἀλλοφρονέοντες ἔπεμπον.
  4. Τα τμήματα των διάφορων εθνών διοικούνταν το καθένα από δικούς του αξιωματικούς, αλλά γενικός διοικητής του στρατού ήταν ο Σπαρτιάτης Λεωνίδας που απέλαυε και του θαυμασμού όλων. […] 205. Οι τριακόσιοι άνδρες που οδήγησε στις Θερμοπύλες διαλέχτηκαν από τον ίδιο κι είχαν όλοι γιους. Πήρε επίσης μαζί του τους Θηβαίους που ανέφερα, κάτω από τις διαταγές του Λεοντιάδη, γιου του Ευρύμαχου. Ο λόγος που αποφάσισε να πάρει στρατό από τη Θήβα και μόνο απ αυτήν, ήταν ότι οι Θηβαίοι είχαν δημιουργήσει υποψίες για φιλικά αισθήματα προς την Περσία· έτσι, τους κάλεσε να πάνε στις Θερμοπύλες για να δει αν θα ανταποκρίνονταν ή θα αρνούνταν ανοιχτά να γίνουν μέλη της συμμαχίας. Εκείνοι έστειλαν πράγματι στρατό, αλλά δεν έπαψαν να τρέφουν κρυφή συμπάθεια για τον εχθρό.
206 τούτους μὲν τοὺς ἀμφὶ Λεωνίδην πρώτους ἀπέπεμψαν Σπαρτιῆται, ἵνα τούτους ὁρῶντες οἱ ἄλλοι σύμμαχοι στρατεύωνται μηδὲ καὶ οὗτοι μηδίσωσι, ἢν αὐτοὺς πυνθάνωνται ὑπερβαλλομένους· μετὰ δέ, Κάρνεια γάρ σφι ἦν ἐμποδών, ἔμελλον ὁρτάσαντες καὶ φυλακὰς λιπόντες ἐν τῇ Σπάρτῃ κατὰ τάχος βοηθέειν πανδημεί. (2) ὣς δὲ καὶ οἱ λοιποὶ τῶν συμμάχων ἐνένωντο καὶ αὐτοὶ ἕτερα τοιαῦτα ποιήσειν· ἦν γὰρ κατὰ τὠυτὸ Ὀλυμπιὰς τούτοισι τοῖσι πρήγμασι συμπεσοῦσα· οὔκων δοκέοντες κατὰ τάχος οὕτω διακριθήσεσθαι τὸν ἐν Θερμοπύλῃσι πόλεμον ἔπεμπον τοὺς προδρόμους.
  1. Ο Λεωνίδας κι οι τριακόσιοι άνδρες του ξεκίνησαν από τη Σπάρτη πριν το κύριο σώμα του στρατού, για να ενθαρρύνουν με την εμφάνισή τους τους άλλους συμμάχους να πολεμήσουν και να τους εμποδίσουν να αυτομολήσουν στον εχθρό, πράγμα που ήταν ικανοί να κάνουν, αν έβλεπαν ότι οι Σπαρτιάτες δίσταζαν· είχαν σκοπό, όταν θα τελείωναν τα Κάρνεια (αυτή η γιορτή εμπόδιζε τους Σπαρτιάτες να πάνε στο πεδίο της μάχης), να αφήσουν μια φρουρά ασφαλείας στην πόλη και να ξεκινήσουν με όλο το διαθέσιμο στρατό τους. Τα άλλα συμμαχικά κράτη αποφάσισαν να ενεργήσουν με τον ίδιο τρόπο, αφού την ίδια ακριβώς εποχή έτυχε να γίνονται οι Ολυμπιακοί αγώνες. Κανείς τους δεν περίμενε ότι η μάχη των Θερμοπυλών θα κρινόταν τόσο γρήγορα. Κι αυτός ήταν ο λόγος που έστειλαν μόνο μια εμπροσθοφυλακή.
207 οὗτοι μὲν δὴ οὕτω διενένωντο ποιήσειν· οἱ δὲ ἐν Θερμοπύλῃσι Ἕλληνες, ἐπειδὴ πέλας ἐγένετο τῆς ἐσβολῆς ὁ Πέρσης, καταρρωδέοντες ἐβουλεύοντο περὶ ἀπαλλαγῆς. τοῖσι μέν νυν ἄλλοισι Πελοποννησίοισι ἐδόκεε ἐλθοῦσι ἐς Πελοπόννησον τὸν Ἰσθμὸν ἔχειν ἐν φυλακῇ· Λεωνίδης δέ, Φωκέων καὶ Λοκρῶν περισπερχεόντων τῇ γνώμῃ ταύτῃ, αὐτοῦ τε μένειν ἐψηφίζετο πέμπειν τε ἀγγέλους ἐς τὰς πόλιας κελεύοντάς σφι ἐπιβοηθέειν, ὡς ἐόντων αὐτῶν ὀλίγων στρατὸν τὸν Μήδων ἀλέξασθαι.

208 ταῦτα βουλευομένων σφέων, ἔπεμπε Ξέρξης κατάσκοπον ἱππέα ἰδέσθαι ὁκόσοι εἰσὶ καὶ ὅ τι ποιέοιεν. ἀκηκόεε δὲ ἔτι ἐὼν ἐν Θεσσαλίῃ ὡς ἁλισμένη εἴη ταύτῃ στρατιὴ ὀλίγη, καὶ τοὺς ἡγεμόνας ὡς εἴησαν Λακεδαιμόνιοί τε καὶ Λεωνίδης ἐὼν γένος Ἡρακλείδης. (2) ὡς δὲ προσήλασε ὁ ἱππεὺς πρὸς τὸ στρατόπεδον, ἐθηεῖτό τε καὶ κατώρα πᾶν μὲν οὒ τὸ στρατόπεδον· τοὺς γὰρ ἔσω τεταγμένους τοῦ τείχεος, τὸ ἀνορθώσαντες εἶχον ἐν φυλακῇ, οὐκ οἷά τε ἦν κατιδέσθαι· ὁ δὲ τοὺς ἔξω ἐμάνθανε, τοῖσι πρὸ τοῦ τείχεος τὰ ὅπλα ἔκειτο· ἔτυχον δὲ τοῦτον τὸν χρόνον Λακεδαιμόνιοι ἔξω τεταγμένοι. (3) τοὺς μὲν δὴ ὥρα γυμναζομένους τῶν ἀνδρῶν, τοὺς δὲ τὰς κόμας κτενιζομένους. ταῦτα δὴ θεώμενος ἐθώμαζε καὶ τὸ πλῆθος ἐμάνθανε. μαθὼν δὲ πάντα ἀτρεκέως ἀπήλαυνε ὀπίσω κατ᾽ ἡσυχίην· οὔτε γάρ τις ἐδίωκε ἀλογίης τε ἐνεκύρησε πολλῆς· ἀπελθών τε ἔλεγε πρὸς Ξέρξην τά περ ὀπώπεε πάντα.
 

 

  1. Έτσι είχαν σκεφτεί να πράξουν. Ο Περσικός στρατός είχε πλησιάσει τώρα στο πέρασμα κι οι Έλληνες, αμφιβάλλοντας ξαφνικά για το αν είχαν τη δύναμη αντισταθούν, έκαναν συμβούλιο για να συζητήσουν την προοπτική υποχώρησης. Οι Πελοποννήσιοι υποστήριξαν την άποψη ότι ο στρατός έπρεπε να αποσυρθεί στην Πελοπόννησο και να οργανώσει την αντίστασή του στον Ισθμό. Όταν όμως οι Φωκείς και οι Λοκροί εξέφρασαν την αγανάκτησή τους γι’ αυτή την αλλαγή του σχεδίου, ο Λεωνίδας πήρε το μέρος τους κι είπε ότι θα έμεναν εκεί όπου βρίσκονταν, στέλνοντας έκκληση για βοήθεια σε όλα τα συμμαχικά κράτη, αφού ο αριθμός τους ήταν πολύ μικρός για να αποκρούσει τον Περσικό στρατό.
  2. Όσο γινόταν αυτό το συμβούλιο, ο Ξέρξης έστειλε έναν ιππέα να υπολογίσει τη δύναμη του Ελληνικού στρατού και να παρατηρήσει τι έκαναν οι άνδρες. Προτού ακόμα φύγει από τη Θεσσαλία, είχε μάθει ότι είχε συγκεντρωθεί εκεί ένα μικρό σώμα στρατού, οδηγημένο από τους Λακεδαιμονίους με αρχηγό τον Λεωνίδα, απόγονο του Ηρακλή. Ο Πέρσης ιππέας πλησίασε το στρατόπεδο κι έκανε μια προσεκτική επιθεώρηση σε ό,τι μπορούσε να δει —που δεν ήταν, φυσικά, όλος ο στρατός, αφού οι άνδρες στη μέσα πλευρά του τείχους, που το φρουρούσαν μετά την ανοικοδόμηση του, δεν φαίνονταν από κείνο το σημείο. Αυτός, πάντως, περιεργάστηκε αυτούς που είχαν καταλύσει έξω από το τείχος. Εκείνη τη στιγμή, έτυχε να βρίσκονται εκεί οι Σπαρτιάτες και μερικοί απ’ αυτούς γυμνάζονταν, ενώ άλλοι χτένιζαν τα μαλλιά τους Ο Πέρσης κατάσκοπος τους κοίταζε κατάπληκτος· παρ’ όλα αυτά, τους μέτρησε, παρατήρησε ό,τι άλλο έπρεπε να ξέρει και γύρισε με ηρεμία στο στρατόπεδό του. Κανείς δεν έκανε καμία προσπάθεια να τον πιάσει ούτε του έδωσαν καμία σημασία. Εκεί, είπε στον Ξέρξη ό,τι είχε δει.

Ο Δημάρατος 209 ἀκούων δὲ Ξέρξης οὐκ εἶχε συμβαλέσθαι τὸ ἐόν, ὅτι παρασκευάζοιντο ὡς ἀπολεόμενοί τε καὶ ἀπολέοντες κατὰ δύναμιν· ἀλλ᾽ αὐτῷ γελοῖα γὰρ ἐφαίνοντο ποιέειν, μετεπέμψατο Δημάρητον τὸν Ἀρίστωνος ἐόντα ἐν τῷ στρατοπέδῳ· (2) ἀπικόμενον δέ μιν εἰρώτα Ξέρξης ἕκαστα τούτων, ἐθέλων μαθεῖν τὸ ποιεύμενον πρὸς τῶν Λακεδαιμονίων. ὁ δὲ εἶπε “Ἤκουσας μὲν καὶ πρότερόν μευ, εὖτε ὁρμῶμεν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, περὶ τῶν ἀνδρῶν τούτων, ἀκούσας δὲ γέλωτά με ἔθευ λέγοντα τῇ περ ὥρων ἐκβησόμενα πρήγματα ταῦτα· ἐμοὶ γὰρ τὴν ἀληθείην ἀσκέειν ἀντία σεῦ βασιλεῦ ἀγὼν μέγιστος ἐστί. (3) ἄκουσον δὲ καὶ νῦν· οἱ ἄνδρες οὗτοι ἀπίκαται μαχησόμενοι ἡμῖν περὶ τῆς ἐσόδου, καὶ ταῦτα παρασκευάζονται. νόμος γάρ σφι ἔχων οὕτω ἐστί· ἐπεὰν μέλλωσι κινδυνεύειν τῇ ψυχῇ, τότε τὰς κεφαλὰς κοσμέονται. (4) ἐπίστασο δέ, εἰ τούτους γε καὶ τὸ ὑπομένον ἐν Σπάρτῃ καταστρέψεαι, ἔστι οὐδὲν ἄλλο ἔθνος ἀνθρώπων τὸ σὲ βασιλεῦ ὑπομενέει χεῖρας ἀνταειρόμενον· νῦν γὰρ πρὸς βασιληίην τε καὶ καλλίστην πόλιν τῶν ἐν Ἕλλησι προσφέρεαι καὶ ἄνδρας ἀρίστους”. (5) κάρτα τε δὴ Ξέρξῃ ἄπιστα ἐφαίνετο τὰ λεγόμενα εἶναι, καὶ δεύτερα ἐπειρώτα ὅντινα τρόπον τοσοῦτοι ἐόντες τῇ ἑωυτοῦ στρατιῇ μαχήσονται. ὁ δὲ εἶπε “ὦ βασιλεῦ, ἐμοὶ χρᾶσθαι ὡς ἀνδρὶ ψεύστῃ, ἢν μὴ ταῦτά τοι ταύτῃ ἐκβῇ τῇ ἐγὼ λέγω”.

 

 

  1. 209. Όταν ο Ξέρξης άκουσε αυτά, δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, ότι δηλαδή οι Σπαρτιάτες προετοιμάζονταν να σκοτωθούν και να σκοτώσουν όσους μπορούσαν· αυτό του φαινόταν γελοίο. Έτσι, κάλεσε τον Δημάρατο, γιο του Αρίστωνα, που τον ακολουθούσε στην εκστρατεία, και του επανέλαβε την αναφορά του κατάσκοπου, με την ελπίδα ότι θα ανακάλυπτε τι σήμαινε η συμπεριφορά αυτή των Σπαρτιατών. Ο Δημάρατος απάντησε: «Κάποτε άλλοτε, όταν ξεκινούσαμε αυτή την εκστρατεία ενάντια στην Ελλάδα, σου είχα μιλήσει γι’ αυτούς τους άνδρες. Σου είπα τότε πώς προέβλεπα ότι θα κατέληγε αυτή η επιχείρηση κι εσύ με περιγέλασες. Δεν πασχίζω για τίποτα, βασιλιά, περισσότερο από το να σου αποκαλύψω την αλήθεια· γι’ αυτό, άκουσέ με και τώρα. Αυτοί οι άνδρες βρίσκονται εδώ για να υπερασπιστούν το πέρασμα κι ετοιμάζονται για τη μάχη. Είναι συνήθεια των Σπαρτιατών να περιποιούνται σχολαστικά τα μαλλιά τους, όταν πρόκειται να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους. Σε διαβεβαιώ, όμως, ότι αν νικήσεις αυτούς τους άνδρες και τους υπόλοιπους Σπαρτιάτες που βρίσκονται ακόμα στην πατρίδα τους, δεν υπάρχει άλλο έθνος στον κόσμο που θα τολμούσε να σου αντισταθεί ή να κάνει την παραμικρή κίνηση εναντίον σου. Βρίσκεσαι αντιμέτωπος με το καλύτερο βασίλειο της Ελλάδας, αυτό που έχει τους γενναιότερους άνδρες». Ο Ξέρξης, ανίκανος να πιστέψει τα λόγια του Δημάρατου, αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατό να αντισταθεί ένας τόσο μικρός στρατός στη δική του δύναμη. Τότε του είπε: «Βασιλιά, θεώρησέ με ψεύτη, αν δεν γίνει αυτό που προέβλεψα».

Οι δύο πρώτες μέρες της μάχης 210 ταῦτα λέγων οὐκ ἔπειθε τὸν Ξέρξην τέσσερας μὲν δὴ παρεξῆκε ἡμέρας, ἐλπίζων αἰεί σφεας ἀποδρήσεσθαι· πέμπτῃ δέ, ὡς οὐκ ἀπαλλάσσοντο ἀλλά οἱ ἐφαίνοντο ἀναιδείῃ τε καὶ ἀβουλίῃ διαχρεώμενοι μένειν, πέμπει ἐπ᾽ αὐτοὺς Μήδους τε καὶ Κισσίους θυμωθείς, ἐντειλάμενος σφέας ζωγρήσαντας ἄγειν ἐς ὄψιν τὴν ἑωυτοῦ. (2) ὡς δ᾽ ἐσέπεσον φερόμενοι ἐς τοὺς Ἕλληνας οἱ Μῆδοι, ἔπιπτον πολλοί, ἄλλοι δ᾽ ἐπεσήισαν, καὶ οὐκ ἀπηλαύνοντο, καίπερ μεγάλως προσπταίοντες. δῆλον δ᾽ ἐποίευν παντί τεῳ καὶ οὐκ ἥκιστα αὐτῷ βασιλέι, ὅτι πολλοὶ μὲν ἄνθρωποι εἶεν, ὀλίγοι δὲ ἄνδρες. ἐγίνετο δὲ ἡ συμβολὴ δι᾽ ἡμέρης.

 

211 ἐπείτε δὲ οἱ Μῆδοι τρηχέως περιείποντο, ἐνθαῦτα οὗτοι μὲν ὑπεξήισαν, οἱ δὲ Πέρσαι ἐκδεξάμενοι ἐπήισαν, τοὺς ἀθανάτους ἐκάλεε βασιλεύς, τῶν ἦρχε Ὑδάρνης, ὡς δὴ οὗτοί γε εὐπετέως κατεργασόμενοι. (2) ὡς δὲ καὶ οὗτοι συνέμισγον τοῖσι Ἕλλησι, οὐδὲν πλέον ἐφέροντο τῆς στρατιῆς τῆς Μηδικῆς ἀλλὰ τὰ αὐτά, ἅτε ἐν στεινοπόρῳ τε χώρῳ μαχόμενοι καὶ δόρασι βραχυτέροισι χρεώμενοι ἤ περ οἱ Ἕλληνες, καὶ οὐκ ἔχοντες πλήθεϊ χρήσασθαι. (3) Λακεδαιμόνιοι δὲ ἐμάχοντο ἀξίως λόγου, ἄλλα τε ἀποδεικνύμενοι ἐν οὐκ ἐπισταμένοισι μάχεσθαι ἐξεπιστάμενοι, καὶ ὅκως ἐντρέψειαν τὰ νῶτα, ἁλέες φεύγεσκον δῆθεν, οἱ δὲ βάρβαροι ὁρῶντες φεύγοντας βοῇ τε καὶ πατάγῳ ἐπήισαν, οἳ δ᾽ ἂν καταλαμβανόμενοι ὑπέστρεφον ἀντίοι εἶναι τοῖσι βαρβάροισι, μεταστρεφόμενοι δὲ κατέβαλλον πλήθεϊ ἀναριθμήτους τῶν Περσέων· ἔπιπτον δὲ καὶ αὐτῶν τῶν Σπαρτιητέων ἐνθαῦτα ὀλίγοι. ἐπεὶ δὲ οὐδὲν ἐδυνέατο παραλαβεῖν οἱ Πέρσαι τῆς ἐσόδου πειρώμενοι καὶ κατὰ τέλεα καὶ παντοίως προσβάλλοντες, ἀπήλαυνον ὀπίσω.

212 ἐν ταύτῃσι τῇσι προσόδοισι τῆς μάχης λέγεται βασιλέα θηεύμενον τρὶς ἀναδραμεῖν ἐκ τοῦ θρόνου δείσαντα περὶ τῇ στρατιῇ. τότε μὲν οὕτω ἠγωνίσαντο, τῇ δ᾽ ὑστεραίῃ οἱ βάρβαροι οὐδὲν ἄμεινον ἀέθλεον. ἅτε γὰρ ὀλίγων ἐόντων, ἐλπίσαντες σφέας κατατετρωματίσθαι τε καὶ οὐκ οἵους τε ἔσεσθαι ἔτι χεῖρας ἀνταείρασθαι συνέβαλλον. (2) οἱ δὲ Ἕλληνες κατὰ τάξις τε καὶ κατὰ ἔθνεα κεκοσμημένοι ἦσαν, καὶ ἐν μέρεϊ ἕκαστοι ἐμάχοντο, πλὴν Φωκέων· οὗτοι δὲ ἐς τὸ ὄρος ἐτάχθησαν φυλάξοντες τὴν ἀτραπόν. ὡς δὲ οὐδὲν εὕρισκον ἀλλοιότερον οἱ Πέρσαι ἢ τῇ προτεραίῃ ἐνώρων, ἀπήλαυνον.

  1. 210. Παρ’ όλα αυτά, ο Ξέρξης και πάλι δεν πείστηκε. Περίμενε, μάλιστα, τέσσερις μέρες, σίγουρος ότι οι Έλληνες θα το έβαζαν στα πόδια· την πέμπτη, όταν αυτοί δεν είχαν κάνει ακόμα καμία κίνηση να αποχωρήσουν και η παρατεινόμενη παρουσία τους του φαινόταν καθαρή αναίδεια και παράτολμη τρέλα, κυριεύτηκε από οργή κι έστειλε τους Μήδους και τους Κισσίους με διαταγή να τους συλλάβουν ζωντανούς και να τους οδηγήσουν μπροστά του. Οι Μήδοι υπάκουσαν και στη συμπλοκή που ακολούθησε σκοτώθηκαν πολλοί· τους αντικαθιστούσαν όμως διαρκώς άλλοι και, παρά τις φοβερές απώλειες, αρνούνταν να παραδεχτούν την ήττα τους. Αυτό απέδειξε σε όλους και, κυρίως, στον ίδιο τον βασιλιά, ότι μπορεί να είχε πολλούς άνδρες στον στρατό του αλλά διέθετε ελάχιστους πολεμιστές. Η μάχη κράτησε όλη την ημέρα.
  2. Οι Μήδοι, μετά την πανωλεθρία που υπέστησαν, υποχώρησαν και τη θέση τους κατέλαβε ο Υδάρνης με τους επιλεγμένους Πέρσες στρατιώτες, που ο βασιλιάς αποκαλούσε Αθάνατους, που εξαπέλυσαν επίθεση απόλυτα σίγουροι ότι θα έδιναν σ’ αυτή την ιστορία ένα γρήγορο κι εύκολο τέλος. Όμως, όταν άρχισε η σύγκρουση, δεν είχαν καλύτερη τύχη από τους Μήδους· όλα ήταν ακριβώς όπως και πριν, αφού η μάχη γινόταν σε περιορισμένο χώρο κι οι Πέρσες πολεμούσαν με πιο κοντά δόρατα από τους Έλληνες και δεν είχαν το πλεονέκτημα της αριθμητικής υπεροχής τους. Από την πλευρά των Σπαρτιατών, ήταν μια αξιομνημόνευτη μάχη· είχαν καταλάβει ότι πολεμούσαν ενάντια σε έναν άπειρο εχθρό κι ένα από τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν να κάνουν όλοι μαζί μεταβολή και να προσποιούνται ότι υποχωρούσαν έντρομοι, όποτε οι εχθροί τους καταδίωκαν με ποδοβολητό και ιαχές. Αυτοί, όμως, τη στιγμή που τους προλάβαιναν οι Πέρσες, γύριζαν και τους αντιμετώπιζαν, προκαλώντας τους τεράστιες απώλειες στη νέα μάχη που ξεσπούσε. Φυσικά, είχαν κι αυτοί απώλειες αλλά όχι πολλές. Οι Πέρσες βλέποντας ότι οι επιθέσεις τους για την κατάληψη του περάσματος, είτε κατά τμήματα είτε με όποιον άλλο τρόπο μπορούσαν να σκεφτούν, ήταν μάταιες, σταμάτησαν τις εχθροπραξίες κι υποχώρησαν.
  3. Ο Ξέρξης παρακολουθούσε τη μάχη από εκεί που καθόταν. Λέγεται, μάλιστα, ότι στη διάρκεια των επιθέσεων, πετάχτηκε τρεις φορές όρθιος από φόβο για την τύχη του στρατού του. Την επόμενη μέρα, η μάχη άρχισε ξανά αλλά χωρίς μεγαλύτερη επιτυχία για τους Πέρσες, που επανέλαβαν τις εχθροπραξίες με την ελπίδα ότι οι Έλληνες, που ήταν τόσο λίγοι, θα είχαν αρκετούς τραυματίες για να μην μπορούν πλέον να προβάλλουν αντίσταση. Μα οι Έλληνες ήταν ανυποχώρητοι· τα στρατεύματά τους χωρίστηκαν σε τμήματα κατά έθνη, τα οποία έμπαιναν με τη σειρά στην πρώτη γραμμή, εκτός από τους Φωκείς, που είχαν επιφορτιστεί με τη φύλαξη του ορεινού μονοπατιού. Έτσι, όταν οι Πέρσες ανακάλυψαν ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει από την προηγούμενη μέρα, υποχώρησαν γι’ άλλη μια φορά.

 

Η προδοσία του Εφιάλτη

 

213 ἀπορέοντος δὲ βασιλέος ὅ τι χρήσηται τῷ παρεόντι πρήγματι, Ἐπιάλτης ὁ Εὐρυδήμου ἀνὴρ Μηλιεὺς ἦλθέ οἱ ἐς λόγους· ὃς μέγα τι παρὰ βασιλέος δοκέων οἴσεσθαι ἔφρασέ τε τὴν ἀτραπὸν τὴν διὰ τοῦ ὄρεος φέρουσαν ἐς Θερμοπύλας, καὶ διέφθειρε τοὺς ταύτῃ ὑπομείναντας Ἑλλήνων. (2) ὕστερον δὲ δείσας Λακεδαιμονίους ἔφυγε ἐς Θεσσαλίην, καί οἱ φυγόντι ὑπὸ τῶν Πυλαγόρων τῶν Ἀμφικτυόνων ἐς τὴν Πυλαίην συλλεγομένων ἀργύριον ἐπεκηρύχθη. χρόνῳ δὲ ὕστερον, κατῆλθε γὰρ ἐς Ἀντικύρην, ἀπέθανε ὑπὸ Ἀθηνάδεω ἀνδρὸς Τρηχινίου. (3) ὁ δὲ Ἀθηνάδης οὗτος ἀπέκτεινε μὲν Ἐπιάλτεα δι᾽ ἄλλην αἰτίην, τὴν ἐγὼ ἐν τοῖσι ὄπισθε λόγοισι σημανέω, ἐτιμήθη μέντοι ὑπὸ Λακεδαιμονίων οὐδὲν ἧσσον.

214 Ἐπιάλτης μὲν οὕτω ὕστερον τούτων ἀπέθανε, ἔστι δὲ ἕτερος λεγόμενος λόγος, ὡς Ὀνήτης τε ὁ Φαναγόρεω ἀνὴρ Καρύστιος καὶ Κορυδαλλὸς Ἀντικυρεὺς εἰσὶ οἱ εἴπαντες πρὸς βασιλέα τούτους τοὺς λόγους καὶ περιηγησάμενοι τὸ ὄρος τοῖσι Πέρσῃσι, οὐδαμῶς ἔμοιγε πιστός. (2) τοῦτο μὲν γὰρ τῷδε χρὴ σταθμώσασθαι, ὅτι οἱ τῶν Ἑλλήνων Πυλαγόροι ἐπεκήρυξαν οὐκ ἐπὶ Ὀνήτῃ τε καὶ Κορυδαλλῷ ἀργύριον ἀλλ᾽ ἐπὶ Ἐπιάλτῃ τῷ Τρηχινίῳ, πάντως κου τὸ ἀτρεκέστατον πυθόμενοι· τοῦτο δὲ φεύγοντα Ἐπιάλτην ταύτην τὴν αἰτίην οἴδαμεν. (3) εἰδείη μὲν γὰρ ἂν καὶ ἐὼν μὴ Μηλιεὺς ταύτην τὴν ἀτραπὸν Ὀνήτης, εἰ τῇ χώρῃ πολλὰ ὡμιληκὼς εἴη· ἀλλ᾽ Ἐπιάλτης γὰρ ἐστὶ ὁ περιηγησάμενος τὸ ὄρος κατὰ τὴν ἀτραπόν, τοῦτον αἴτιον γράφω.

215 Ξέρξης δέ, ἐπεὶ ἤρεσε τὰ ὑπέσχετο ὁ Ἐπιάλτης κατεργάσασθαι, αὐτίκα περιχαρὴς γενόμενος ἔπεμπε Ὑδάρνεα καὶ τῶν ἐστρατήγεε Ὑδάρνης· ὁρμέατο δὲ περὶ λύχνων ἁφὰς ἐκ τοῦ στρατοπέδου. τὴν δὲ ἀτραπὸν ταύτην ἐξεῦρον μὲν οἱ ἐπιχώριοι Μηλιέες, ἐξευρόντες δὲ Θεσσαλοῖσι κατηγήσαντο ἐπὶ Φωκέας, τότε ὅτε οἱ Φωκέες φράξαντες τείχεϊ τὴν ἐσβολὴν ἦσαν ἐν σκέπῃ τοῦ πολέμου· ἔκ τε τόσου δὴ κατεδέδεκτο ἐοῦσα οὐδὲν χρηστὴ Μηλιεῦσι.

216 ἔχει δὲ ὧδε ἡ ἀτραπὸς αὕτη· ἄρχεται μὲν ἀπὸ τοῦ Ἀσωποῦ ποταμοῦ τοῦ διὰ τῆς διασφάγος ῥέοντος, οὔνομα δὲ τῷ ὄρεϊ τούτῳ καὶ τῇ ἀτραπῷ τὠυτὸ κεῖται, Ἀνόπαια· τείνει δὲ ἡ Ἀνόπαια αὕτη κατὰ ῥάχιν τοῦ ὄρεος, λήγει δὲ κατά τε Ἀλπηνὸν πόλιν, πρώτην ἐοῦσαν τῶν Λοκρίδων πρὸς τῶν Μηλιέων, καὶ κατὰ Μελαμπύγου τε καλεόμενον λίθον καὶ κατὰ Κερκώπων ἕδρας, τῇ καὶ τὸ στεινότατον ἐστί.

217 κατὰ ταύτην δὴ τὴν ἀτραπὸν καὶ οὕτω ἔχουσαν οἱ Πέρσαι, τὸν Ἀσωπὸν διαβάντες, ἐπορεύοντο πᾶσαν τὴν νύκτα, ἐν δεξιῇ μὲν ἔχοντες ὄρεα τὰ Οἰταίων, ἐν ἀριστερῇ δὲ τὰ Τρηχινίων. ἠώς τε δὴ διέφαινε καὶ οἳ ἐγένοντο ἐπ᾽ ἀκρωτηρίῳ τοῦ ὄρεος. (2) κατὰ δὲ τοῦτο τοῦ ὄρεος ἐφύλασσον, ὡς καὶ πρότερόν μοι εἴρηται, Φωκέων χίλιοι ὁπλῖται, ῥυόμενοί τε τὴν σφετέρην χώρην καὶ φρουρέοντες τὴν ἀτραπόν. ἡ μὲν γὰρ κάτω ἐσβολὴ ἐφυλάσσετο ὑπὸ τῶν εἴρηται· τὴν δὲ διὰ τοῦ ὄρεος ἀτραπὸν ἐθελονταὶ Φωκέες ὑποδεξάμενοι Λεωνίδῃ ἐφύλασσον.

218 ἔμαθον δὲ σφέας οἱ Φωκέες ὧδε ἀναβεβηκότας· ἀναβαίνοντες γὰρ ἐλάνθανον οἱ Πέρσαι τὸ ὄρος πᾶν ἐὸν δρυῶν ἐπίπλεον. ἦν μὲν δὴ νηνεμίη, ψόφου δὲ γινομένου πολλοῦ, ὡς οἰκὸς ἦν φύλλων ὑποκεχυμένων ὑπὸ τοῖσι ποσί, ἀνά τε ἔδραμον οἱ Φωκέες καὶ ἐνέδυνον τὰ ὅπλα, καὶ αὐτίκα οἱ βάρβαροι παρῆσαν. (2) ὡς δὲ εἶδον ἄνδρας ἐνδυομένους ὅπλα, ἐν θώματι ἐγένοντο· ἐλπόμενοι γὰρ οὐδένα σφι φανήσεσθαι ἀντίξοον ἐνεκύρησαν στρατῷ. ἐνθαῦτα Ὑδάρνης καταρρωδήσας μὴ οἱ Φωκέες ἔωσι Λακεδαιμόνιοι, εἴρετο Ἐπιάλτην ὁποδαπὸς εἴη ὁ στρατός, πυθόμενος δὲ ἀτρεκέως διέτασσε τοὺς Πέρσας ὡς ἐς μάχην. (3) οἱ δὲ Φωκέες ὡς ἐβάλλοντο τοῖσι τοξεύμασι πολλοῖσί τε καὶ πυκνοῖσι, οἴχοντο φεύγοντες ἐπὶ τοῦ ὄρεος τὸν κόρυμβον, ἐπιστάμενοι ὡς ἐπὶ σφέας ὁρμήθησαν ἀρχήν, καὶ παρεσκευάδατο ὡς ἀπολεόμενοι. οὗτοι μὲν δὴ ταῦτα ἐφρόνεον, οἱ δὲ ἀμφὶ Ἐπιάλτην καὶ Ὑδάρνεα Πέρσαι Φωκέων μὲν οὐδένα λόγον ἐποιεῦντο, οἳ δὲ κατέβαινον τὸ ὄρος κατὰ τάχος.

219 τοῖσι δὲ ἐν Θερμοπύλῃσι Ἑλλήνων πρῶτον μὲν ὁ μάντις Μεγιστίης ἐσιδὼν ἐς τὰ ἱρὰ ἔφρασε τὸν μέλλοντα ἔσεσθαι ἅμα ἠοῖ σφι θάνατον, ἐπὶ δὲ καὶ αὐτόμολοι ἦσαν οἱ ἐξαγγείλαντες τῶν Περσέων τὴν περίοδον. οὗτοι μὲν ἔτι νυκτὸς ἐσήμηναν, τρίτοι δὲ οἱ ἡμεροσκόποι καταδραμόντες ἀπὸ τῶν ἄκρων ἤδη διαφαινούσης ἡμέρης. (2) ἐνθαῦτα ἐβουλεύοντο οἱ Ἕλληνες, καί σφεων ἐσχίζοντο αἱ γνῶμαι· οἳ μὲν γὰρ οὐκ ἔων τὴν τάξιν ἐκλιπεῖν, οἳ δὲ ἀντέτεινον. μετὰ δὲ τοῦτο διακριθέντες οἳ μὲν ἀπαλλάσσοντο καὶ διασκεδασθέντες κατὰ πόλις ἕκαστοι ἐτράποντο, οἳ δὲ αὐτῶν ἅμα Λεωνίδῃ μένειν αὐτοῦ παρεσκευάδατο.

220 λέγεται δὲ καὶ ὡς αὐτός σφεας ἀπέπεμψε Λεωνίδης, μὴ ἀπόλωνται κηδόμενος· αὐτῷ δὲ καὶ Σπαρτιητέων τοῖσι παρεοῦσι οὐκ ἔχειν εὐπρεπέως ἐκλιπεῖν τὴν τάξιν ἐς τὴν ἦλθον φυλάξοντες ἀρχήν. (2) ταύτῃ καὶ μᾶλλον τὴν γνώμην πλεῖστος εἰμί, Λεωνίδην, ἐπείτε ᾔσθετο τοὺς συμμάχους ἐόντας ἀπροθύμους καὶ οὐκ ἐθέλοντας συνδιακινδυνεύειν, κελεῦσαι σφέας ἀπαλλάσσεσθαι, αὐτῷ δὲ ἀπιέναι οὐ καλῶς ἔχειν· μένοντι δὲ αὐτοῦ κλέος μέγα ἐλείπετο, καὶ ἡ Σπάρτης εὐδαιμονίη οὐκ ἐξηλείφετο. (3) ἐκέχρηστο γὰρ ὑπὸ τῆς Πυθίης τοῖσι Σπαρτιήτῃσι χρεωμένοισι περὶ τοῦ πολέμου τούτου αὐτίκα κατ᾽ ἀρχὰς ἐγειρομένου, ἢ Λακεδαίμονα ἀνάστατον γενέσθαι ὑπὸ τῶν βαρβάρων ἢ τὴν βασιλέα σφέων ἀπολέσθαι. ταῦτα δέ σφι ἐν ἔπεσι ἑξαμέτροισι χρᾷ λέγοντα ὧδε. (4)

ὑμῖν δ᾽, ὦ Σπάρτης οἰκήτορες εὐρυχόροιο, ἢ μέγα ἄστυ ἐρικυδὲς ὑπ᾽ ἀνδράσι Περσεΐδῃσι πέρθεται, ἢ τὸ μὲν οὐχί, ἀφ᾽ Ἡρακλέους δὲ γενέθλης πενθήσει βασιλῆ φθίμενον Λακεδαίμονος οὖρος. οὐ γὰρ τὸν ταύρων σχήσει μένος οὐδὲ λεόντων ἀντιβίην· Ζηνὸς γὰρ ἔχει μένος· οὐδέ ἑ φημί σχήσεσθαι, πρὶν τῶνδ᾽ ἕτερον διὰ πάντα δάσηται.

ταῦτά τε δὴ ἐπιλεγόμενον Λεωνίδην, καὶ βουλόμενον κλέος καταθέσθαι μούνων Σπαρτιητέων, ἀποπέμψαι τοὺς συμμάχους μᾶλλον ἢ γνώμῃ διενειχθέντας οὕτω ἀκόσμως οἴχεσθαι τοὺς οἰχομένους.

221 μαρτύριον δέ μοι καὶ τόδε οὐκ ἐλάχιστον τούτου πέρι γέγονε, ὅτι καὶ τὸν μάντιν ὃς εἵπετο τῇ στρατιῇ ταύτῃ, Μεγιστίην τὸν Ἀκαρνῆνα, λεγόμενον εἶναι τὰ ἀνέκαθεν ἀπὸ Μελάμποδος, τοῦτον εἴπαντα ἐκ τῶν ἱρῶν τὰ μέλλοντά σφι ἐκβαίνειν, φανερός ἐστι Λεωνίδης ἀποπέμπων, ἵνα μὴ συναπόληταί σφι. ὁ δὲ ἀποπεμπόμενος αὐτὸς μὲν οὐκ ἀπέλιπε, τὸν δὲ παῖδα συστρατευόμενον, ἐόντα οἱ μουνογενέα, ἀπέπεμψε.

  1. 213. Ο Ξέρξης δεν είχε ιδέα πώς να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Εκείνη τη στιγμή, όμως, ένας άνδρας από τη Μηλίδα, ο Εφιάλτης, γιος του Ευρύδημου, ελπίζοντας μια γενναιόδωρη ανταμοιβή, ήρθε να πει στον βασιλιά τα σχετικά με το μονοπάτι που οδηγούσε πάνω από τα βουνά στις Θερμοπύλες, προκαλώντας έτσι τον όλεθρο των Ελλήνων που κρατούσαν το πέρασμα. Αργότερα ο Εφιάλτης, από φόβο για τους Σπαρτιάτες, απέδρασε στη Θεσσαλία και στο διάστημα της απουσίας του, ορίστηκε αμοιβή για το κεφάλι του από τους Πυλαγόρες τους Αμφικτύονες που ήταν συγκεντρωμένοι στην Πυλαία. Λίγο καιρό αργότερα, επέστρεψε στην Αντίκυρα, όπου φονεύτηκε από τον Αθηνάδη τον Τραχίνιο. Αυτός δεν τον σκότωσε για την προδοσία του αλλά για έναν άλλο λόγο, που θα εξηγήσω πιο κάτω. Οι Σπαρτιάτες, πάντως, τον αντάμειψαν ανάλογα. Έτσι πέθανε αργότερα ο Εφιάλτης.
  2. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ήταν ο Ονήτης, γιος του Φαναγόρα από την Κάρυστο κι ο Κορυδαλλός από την Αντίκυρα αυτοί που αποκάλυψαν στους Πέρσες το ορεινό μονοπάτι. Αυτό, πάντως, δεν είναι διόλου πειστικό, αφενός γιατί οι Αμφικτύονες, ασφαλώς μετά από επισταμένες έρευνες, όρισαν αμοιβή όχι για τον φόνο των δυο αυτών αλλά του Εφιάλτη του Τραχίνιου και δεύτερον, γιατί ήταν αναμφίβολα η κατηγορία της προδοσίας αυτή που ώθησε τον Εφιάλτη να το σκάσει. Σίγουρα ο Ονήτης, μολονότι δεν ήταν από τη Μηλίδα, θα μπορούσε να ξέρει το μονοπάτι, αν είχε μείνει καιρό στην περιοχή. Όμως, ήταν ο Εφιάλτης και κανείς άλλος αυτός που έδειξε το δρόμο στους Πέρσες· αυτόν θεωρώ ένοχο.
  3. Ο Ξέρξης ενθουσιάστηκε με την αποκάλυψη του Εφιάλτη. Ανέθεσε αμέσως την αποστολή στον Υδάρνη με τα στρατεύματα που αυτός διοικούσε. Αυτοί έφυγαν λίγο πριν την ώρα που ανάβουν τα λυχνάρια. Το μονοπάτι αυτό ανακαλύφθηκε από τους ντόπιους Μηλιείς· αργότερα το χρησιμοποίησαν για να βοηθήσουν τους Θεσσαλούς, περνώντας τους από κει στη Φωκίδα, την εποχή που ο λαός της είχε χτίσει το τείχος στο πέρασμα για προστασία. Από τόσα παλιά, λοιπόν, ήταν γνωστή στους Μηλιείς η προδοτική χρησιμότητά του.
  4. Το μονοπάτι αυτό είναι ως εξής· αρχίζει στον Ασωπό, το ποτάμι που διασχίζει το στενό φαράγγι, και προχωρώντας κατά μήκος της κορυφής του βουνού —το οποίο, όπως και το ίδιο το μονοπάτι, λέγεται Ανόπαια— καταλήγει στην Αλπηνό, την πρώτη πόλη της Λοκρίδας που συναντά κανείς ερχόμενος από τη Μηλίδα, κοντά στον βράχο, που είναι γνωστός ως Μελάμπυγας, και την κατοικία των Κερκώπων. Εκεί ακριβώς είναι και το στενότερο σημείο του περάσματος.
  5. Αυτό, λοιπόν, ήταν το ορεινό μονοπάτι που ακολούθησαν οι Πέρσες, αφού διέσχισαν τον Ασωπό. Βάδιζαν όλη τη νύχτα, με τα βουνά των Οιταίων στο δεξί τους χέρι αυτά της Τραχίνας στο αριστερό. Νωρίς τα ξημερώματα βρίσκονταν στην κορυφή της ράχης, κοντά στο σημείο που, όπως ανέφερα και πριν, οι Φωκείς φρουρούσαν το μονοπάτι με χίλιους άνδρες. Οι Φωκείς είχαν προσφερθεί εθελοντικά στον Λεωνίδα ν’ αναλάβουν αυτή τη θέση, ενώ το κάτω πέρασμα φυλασσόταν απ’ αυτούς που ανέφερα ήδη.
  6. Η ανάβαση των Περσών έγινε με τον εξής τρόπο· καλύπτονταν από τα δάση από βελανιδιές που πνίγουν όλα αυτά τα βουνά και μόνο όταν έφτασαν αρκετά ψηλά αντιλήφθηκαν οι Φωκείς την παρουσία τους, αφού δεν φυσούσε καθόλου και ακούγονταν τα βήματα των στρατιωτών και τριξίματα των ξερών φύλλων. Οι Φωκείς πετάχτηκαν όρθιοι κι άρπαξαν τα όπλα τους τη στιγμή που έφτασε ο εχθρός. Οι Πέρσες ξαφνιάστηκαν όταν αντίκρισαν στρατιώτες να ετοιμάζονται να υπερασπιστούν το πέρασμα· ενώ δεν περίμεναν καμιά αντίσταση, ο δρόμος τους ήταν κλειστός από οπλισμένους άνδρες. Ο Υδάρνης ρώτησε τον Εφιάλτη ποιοι ήταν, γιατί ανησυχούσε μήπως ήταν Σπαρτιάτες· όταν, όμως, έμαθε την εθνικότητά τους, ετοιμάστηκε να τους επιτεθεί. Τα Περσικά βέλη έπεφταν πυκνά και οι Φωκείς, νομίζοντας ότι αυτοί ήταν ο στόχος της επίθεσης, βιάστηκαν να υποχωρήσουν στο ψηλότερο σημείο του βουνού, όπου ετοιμάστηκαν να αντιμετωπίσουν το θάνατο. Οι Πέρσες, όμως, πάντα μαζί με τον Εφιάλτη, δεν ασχολήθηκαν άλλο μαζί τους, αλλά πήραν το κατηφορικό μονοπάτι με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα.
  7. Οι Έλληνες στις Θερμοπύλες είχαν την πρώτη προειδοποίηση για τον όλεθρο που θα ερχόταν με τη γη από τον μάντη Μεγιστία, που διάβασε την καταδίκη τους στα ζώα που θυσίασαν· ακόμα, λιποτάκτες που είχαν έρθει τη νύχτα από το εχθρικό στρατόπεδο, ανέφεραν σχέδιο των Περσών για πλευρική επίθεση και, τέλος, την ώρα που ξημέρωνε, οι σκοποί κατέβηκαν τρέχοντας από τα βουνά. Στο πολεμικό συμβούλιο που συγκλήθηκε αμέσως, οι απόψεις διχάστηκαν, αφού άλλοι υποστήριζαν ότι δεν έπρεπε να εγκαταλείψουν τη θέση τους κι άλλοι το αντίθετο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο στρατός διαιρέθηκε· μερικοί σκορπίστηκαν και πολλά τμήματα έφυγαν για τις πόλεις τους, ενώ άλλοι ετοιμάζονταν να σταθούν στο πλευρό του Λεωνίδα.
  8. Λέγεται ότι ο ίδιος ο Λεωνίδας τους έδιωξε, για να τους σώσει τη ζωή, αλλά το θεώρησε ανάρμοστο για τους Σπαρτιάτες που είχε κάτω από τις διαταγές του να εγκαταλείψουν το σημείο που είχαν αναλάβει να υπερασπιστούν. Προσωπικά, τείνω να πιστέψω ότι τους έδιωξε, όταν κατάλαβε ότι δεν είχαν το θάρρος να πολεμήσουν και δεν ήταν πρόθυμοι να διακινδυνεύσουν· ταυτόχρονα, το αίσθημα τιμής του απαγόρευε να φύγει. Πράγματι, μένοντας στη θέση του, δόξασε το όνομά του και η Σπάρτη, δεν έχασε την ευημερία της, όπως θα συνέβαινε στην αντίθετη περίπτωση. Γιατί στο ξεκίνημα αυτού του πολέμου, οι Σπαρτιάτες είχαν πάρει χρησμό από τους Δελφούς που έλεγε ότι ή θα χανόταν η πόλη τους από έναν ξένο ή θα σκοτωνόταν ένας Σπαρτιάτης βασιλιάς. Η προφητεία ήταν σε εξάμετρο στίχο κι έλεγε τα εξής:

Ακούστε τη μοίρα σας, κάτοικοι της πλατιάς έκτασης της Σπάρτης,

είτε η ένδοξη, τιμημένη πόλη σας θα λεηλατηθεί από τους γιους του Περσέα

ή, αν δεν γίνει αυτό, ολόκληρη η γη του Λακεδαίμονα

θα θρηνήσει το θάνατο ενός βασιλιά του οίκου του Ηρακλή.

Η δύναμη των λιονταριών ή των ταύρων δε θα τον συγκρατήσει,

αν έρθει εναντίον του, γιατί έχει τη δύναμη του Δία.

Και λέγω ότι δε θα σταματήσει, ώσπου να καταστρέψει το ένα απ’ τα δυο.

 

Πιστεύω ότι αυτός ο χρησμός, σε συνδυασμό, φυσικά, με την επιθυμία του να προσφέρει στη Σπάρτη ένα θησαυρό δόξας που δε θα μοιραζόταν με καμιά άλλη πόλη, ώθησε τον Λεωνίδα να διώξει τα υπόλοιπα στρατεύματα· δεν πιστεύω ότι λιποτάκτησαν ή ότι έφυγαν χωρίς διαταγές, επειδή διαφωνούσαν.

  1. Επιπλέον, η άποψή μου ενισχύεται και από την περίπτωση του μάντη Μεγιστία, που ήταν μαζί με τον Ελληνικό στρατό — άνδρας από την Ακαρνανία, που λέγεται ότι ανήκε στην οικογένεια του Μελάμποδα — ο οποίος πρόβλεψε την επερχόμενη καταστροφή, αφού επιθεώρησε τα ζώα που είχαν θυσιαστεί. Ο Λεωνίδας τον διέταξε να φύγει από τις Θερμοπύλες, για να μην αναγκαστεί να μοιραστεί την τύχη του στρατού. Εκείνος, ωστόσο, αρνήθηκε κι έδιωξε μόνο το μοναχογιό του, που υπηρετούσε στις συμμαχικές δυνάμεις.

Η τρίτη μέρα της μάχης

222 οἱ μέν νυν σύμμαχοι οἱ ἀποπεμπόμενοι οἴχοντό τε ἀπιόντες καὶ ἐπείθοντο Λεωνίδῃ, Θεσπιέες δὲ καὶ Θηβαῖοι κατέμειναν μοῦνοι παρὰ Λακεδαιμονίοισι. τούτων δὲ Θηβαῖοι μὲν ἀέκοντες ἔμενον καὶ οὐ βουλόμενοι· κατεῖχε γὰρ σφέας Λεωνίδης ἐν ὁμήρων λόγῳ ποιεύμενος· Θεσπιέες δὲ ἑκόντες μάλιστα, οἳ οὐκ ἔφασαν ἀπολιπόντες Λεωνίδην καὶ τοὺς μετ᾽ αὐτοῦ ἀπαλλάξεσθαι, ἀλλὰ καταμείναντες συναπέθανον. ἐστρατήγεε δὲ αὐτῶν Δημόφιλος Διαδρόμεω.

223 Ξέρξης δὲ ἐπεὶ ἡλίου ἀνατείλαντος σπονδὰς ἐποιήσατο, ἐπισχὼν χρόνον ἐς ἀγορῆς κου μάλιστα πληθώρην πρόσοδον ἐποιέετο· καὶ γὰρ ἐπέσταλτο ἐξ Ἐπιάλτεω οὕτω· ἀπὸ γὰρ τοῦ ὄρεος ἡ κατάβασις συντομωτέρη τε ἐστὶ καὶ βραχύτερος ὁ χῶρος πολλὸν ἤ περ ἡ περίοδός τε καὶ ἀνάβασις. (2) οἵ τε δὴ βάρβαροι οἱ ἀμφὶ Ξέρξην προσήισαν, καὶ οἱ ἀμφὶ Λεωνίδην Ἕλληνες, ὡς τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεύμενοι, ἤδη πολλῶ μᾶλλον ἢ κατ᾽ ἀρχὰς ἐπεξήισαν ἐς τὸ εὐρύτερον τοῦ αὐχένος. τὸ μὲν γὰρ ἔρυμα τοῦ τείχεος ἐφυλάσσετο, οἳ δὲ ἀνὰ τὰς προτέρας ἡμέρας ὑπεξιόντες ἐς τὰ στεινόπορα ἐμάχοντο. (3) τότε δὲ συμμίσγοντες ἔξω τῶν στεινῶν ἔπιπτον πλήθεϊ πολλοὶ τῶν βαρβάρων· ὄπισθε γὰρ οἱ ἡγεμόνες τῶν τελέων ἔχοντες μάστιγας ἐρράπιζον πάντα ἄνδρα, αἰεὶ ἐς τὸ πρόσω ἐποτρύνοντες. πολλοὶ μὲν δὴ ἐσέπιπτον αὐτῶν ἐς τὴν θάλασσαν καὶ διεφθείροντο, πολλῷ δ᾽ ἔτι πλεῦνες κατεπατέοντο ζωοὶ ὑπ᾽ ἀλλήλων· ἦν δὲ λόγος οὐδεὶς τοῦ ἀπολλυμένου. (4) ἅτε γὰρ ἐπιστάμενοι τὸν μέλλοντα σφίσι ἔσεσθαι θάνατον ἐκ τῶν περιιόντων τὸ ὄρος, ἀπεδείκνυντο ῥώμης ὅσον εἶχον μέγιστον ἐς τοὺς βαρβάρους, παραχρεώμενοί τε καὶ ἀτέοντες.

224 δόρατα μέν νυν τοῖσι πλέοσι αὐτῶν τηνικαῦτα ἤδη ἐτύγχανε κατεηγότα, οἳ δὲ τοῖσι ξίφεσι διεργάζοντο τοὺς Πέρσας. καὶ Λεωνίδης τε ἐν τούτῳ τῷ πόνῳ πίπτει ἀνὴρ γενόμενος ἄριστος καὶ ἕτεροι μετ᾽ αὐτοῦ ὀνομαστοὶ Σπαρτιητέων, τῶν ἐγὼ ὡς ἀνδρῶν ἀξίων γενομένων ἐπυθόμην τὰ οὐνόματα, ἐπυθόμην δὲ καὶ ἁπάντων τῶν τριηκοσίων. (2) καὶ δὴ Περσέων πίπτουσι ἐνθαῦτα ἄλλοι τε πολλοὶ καὶ ὀνομαστοί, ἐν δὲ δὴ καὶ Δαρείου δύο παῖδες Ἀβροκόμης τε καὶ Ὑπεράνθης, ἐκ τῆς Ἀρτάνεω θυγατρὸς Φραταγούνης γεγονότες Δαρείῳ. ὁ δὲ Ἀρτάνης Δαρείου μὲν τοῦ βασιλέος ἦν ἀδελφεός, Ὑστάσπεος δὲ τοῦ Ἀρσάμεος παῖς· ὃς καὶ ἐκδιδοὺς τὴν θυγατέρα Δαρείῳ τὸν οἶκον πάντα τὸν ἑωυτοῦ ἐπέδωκε, ὡς μούνης οἱ ἐούσης ταύτης τέκνου.

225 Ξέρξεώ τε δὴ δύο ἀδελφεοὶ ἐνθαῦτα πίπτουσι μαχόμενοι, καὶ ὑπὲρ τοῦ νεκροῦ τοῦ Λεωνίδεω Περσέων τε καὶ Λακεδαιμονίων ὠθισμὸς ἐγίνετο πολλός, ἐς ὃ τοῦτόν τε ἀρετῇ οἱ Ἕλληνες ὑπεξείρυσαν καὶ ἐτρέψαντο τοὺς ἐναντίους τετράκις. τοῦτο δὲ συνεστήκεε μέχρι οὗ οἱ σὺν Ἐπιάλτῃ παρεγένοντο. (2) ὡς δὲ τούτους ἥκειν ἐπύθοντο οἱ Ἕλληνες, ἐνθεῦτεν ἤδη ἑτεροιοῦτο τὸ νεῖκος· ἔς τε γὰρ τὸ στεινὸν τῆς ὁδοῦ ἀνεχώρεον ὀπίσω, καὶ παραμειψάμενοι τὸ τεῖχος ἐλθόντες ἵζοντο ἐπὶ τὸν κολωνὸν πάντες ἁλέες οἱ ἄλλοι πλὴν Θηβαίων. ὁ δὲ κολωνὸς ἐστὶ ἐν τῇ ἐσόδῳ, ὅκου νῦν ὁ λίθινος λέων ἕστηκε ἐπὶ Λεωνίδῃ. (3) ἐν τούτῳ σφέας τῷ χώρῳ ἀλεξομένους μαχαίρῃσι, τοῖσι αὐτῶν ἐτύγχανον ἔτι περιεοῦσαι, καὶ χερσὶ καὶ στόμασι κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες, οἳ μὲν ἐξ ἐναντίης ἐπισπόμενοι καὶ τὸ ἔρυμα τοῦ τείχεος συγχώσαντες, οἳ δὲ περιελθόντες πάντοθεν περισταδόν.

226 Λακεδαιμονίων δὲ καὶ Θεσπιέων τοιούτων γενομένων ὅμως λέγεται ἀνὴρ ἄριστος γενέσθαι Σπαρτιήτης Διηνέκης· τὸν τόδε φασὶ εἰπεῖν τὸ ἔπος πρὶν ἢ συμμῖξαι σφέας τοῖσι Μήδοισι, πυθόμενον πρός τευ τῶν Τρηχινίων ὡς ἐπεὰν οἱ βάρβαροι ἀπίωσι τὰ τοξεύματα, τὸν ἥλιον ὑπὸ τοῦ πλήθεος τῶν ὀιστῶν ἀποκρύπτουσι· τοσοῦτο πλῆθος αὐτῶν εἶναι. (2) τὸν δὲ οὐκ ἐκπλαγέντα τούτοισι εἰπεῖν ἐν ἀλογίῃ ποιεύμενον τὸ Μήδων πλῆθος, ὡς πάντα σφι ἀγαθὰ ὁ Τρηχίνιος ξεῖνος ἀγγέλλοι, εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ.

227 ταῦτα μὲν καὶ ἄλλα τοιουτότροπα ἔπεα φασὶ Διηνέκεα τὸν Λακεδαιμόνιον λιπέσθαι μνημόσυνα· μετὰ δὲ τοῦτον ἀριστεῦσαι λέγονται Λακεδαιμόνιοι δύο ἀδελφεοί, Ἀλφεός τε καὶ Μάρων Ὀρσιφάντου παῖδες. Θεσπιέων δὲ εὐδοκίμεε μάλιστα τῷ οὔνομα ἦν Διθύραμβος Ἁρματίδεω.

  1. 222. Έτσι, με διαταγές του Λεωνίδα, τα συμμαχικά στρατεύματα εγκατέλειψαν τη θέση τους κι έφυγαν όλοι, εκτός από τους Θεσπιείς και τους Θηβαίους, που έμειναν πίσω με τους Σπαρτιάτες. Οι Θηβαίοι κρατήθηκαν από τον Λεωνίδα ως όμηροι, οπωσδήποτε ενάντια στη θέλησή τους· οι Θεσπιείς όμως αρνήθηκαν να υπακούσουν τη διαταγή και να εγκαταλείψουν τον Λεωνίδα και τους άνδρες του· έμειναν και πέθαναν μαζί τους. Ήταν κάτω από τις διαταγές του Δημόφιλου, γιου του Διαδρόμου.
  2. Το πρωί ο Ξέρξης έκανε μια σπονδή στον ανατέλλοντα ήλιο και περίμενε μέχρι την ώρα που συνήθως γεμίζει η αγορά, προτού αρχίσει την προέλασή του. Ακολουθούσε απλώς τις οδηγίες του Εφιάλτη, αφού η κάθοδος από την κορυφή είναι πολύ πιο σύντομη και ευθεία από τη μακριά και γεμάτη στροφές άνοδο. Όταν ο περσικός στρατός άρχισε την επίθεση, οι Έλληνες κάτω από τις διαταγές του Λεωνίδα, ξέροντας ότι βάδιζαν σε σίγουρο θάνατο, βγήκαν στο πλατύτερο σημείο του περάσματος, πολύ πιο μπροστά από κει που πολεμούσαν νωρίτερα· πράγματι, στις μάχες των προηγούμενων ημερών υπερασπίζονταν το τείχος κι έκαναν ξαφνικές εξόδους στα στενότερα σημεία του περάσματος. Τώρα, πάντως, εγκατέλειψαν αυτή την τακτική. Πολλοί Πέρσες σκοτώθηκαν εκεί· πίσω τους, οι διοικητές του σώματος χτυπούσαν χωρίς διάκριση τα μαστίγιά τους, σπρώχνοντας τους άνδρες μπροστά. Πολλοί έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν κι ακόμα περισσότεροι ποδοπατήθηκαν ζωντανοί από τους δικούς τους. Κανείς δεν έδινε σημασία στους νεκρούς. Οι Έλληνες, που ήξεραν ότι ο εχθρός ερχόταν από το ορεινό μονοπάτι, άρα δεν είχαν ελπίδα σωτηρίας, επιστράτευσαν όλο τους το θάρρος και πολέμησαν με μανία και απόγνωση.
  3. Στο μεταξύ, τα δόρατά τους είχαν σπάσει και σκότωναν τους Πέρσες με τα ξίφη τους. Στη διάρκεια αυτής της μάχης έπεσε ο Λεωνίδας, πολεμώντας ηρωικά, και μαζί του πολλοί διακεκριμένοι Σπαρτιάτες· έμαθα τα ονόματά τους, ονόματα ανδρών που αξίζουν πραγματικά να μείνουν αλησμόνητοι· για την ακρίβεια, έχω τα ονόματα και των τριακοσίων. Ανάμεσα στους Πέρσες νεκρούς υπήρχαν επίσης πολλοί σπουδαίοι άνδρες ανάμεσά τους ήταν και ο Αβροκόμης και ο Υπεράνθης, γιοι του Δαρείου από την κόρη του Αρτάνη τη Φραταγούνη. Ο Αρτάνης, γιος του Υστάσπη κι εγγονός του Αρσάμη, ήταν αδελφός του Δαρείου· μια και η Φραταγούνη ήταν το μόνο παιδί του, δίνοντάς τη στον Δαρείο ήταν σαν να του δίνει ολόκληρη την περιουσία του.
  4. Έτσι, τα δύο αδέλφια του Ξέρξη έπεσαν εκεί πολεμώντας. Ακολούθησε άγρια μάχη πάνω από το πτώμα του Λεωνίδα· οι Έλληνες απώθησαν τέσσερις φορές τον εχθρό και, τελικά, το έσωσαν χάρη στην ανδρεία τους. Έτσι συνέχισαν να αγωνίζονται, ώσπου ο στρατός που είχε ακολουθήσει τον Εφιάλτη έφτασε στο πεδίο της μάχης· όταν οι Έλληνες τους είδαν, άλλαξαν πάλι τακτική. Επέστρεψαν στο στενότερο σημείο του περάσματος, πίσω από το τείχος και παρατάχτηκαν σ ένα ενιαίο σώμα — όλοι εκτός από τους Θηβαίους — στο λόφο που υπάρχει στην είσοδο του περάσματος, εκεί όπου σήμερα στέκεται το πέτρινο λιοντάρι στη μνήμη του Λεωνίδα και εκεί αντιστάθηκαν μέχρι τον τελευταίο, με τα ξίφη τους όσοι τύχαινε να τα έχουν ακόμη και με τα χέρια και τα δόντια τους όσοι δεν είχαν ξίφη, ώσπου οι Πέρσες, προχωρώντας από μπροστά αφού σώριασαν το οχύρωμα σε ερείπια και κλείνοντάς τους από πίσω, με κυκλωτική κίνηση τους κατέκλυσαν τελικά χτυπώντας τους.
  5. Απ’ όλους τους Σπαρτιάτες και τους Θεσπιείς που πολέμησαν τόσο ηρωικά το πιο εκπληκτικό δείγμα θάρρους δόθηκε από τον Σπαρτιάτη Διηνέκη. Λέγεται ότι πριν από τη μάχη ένας ντόπιος από την Τραχίνα του είπε πως, όταν οι Πέρσες ρίχνουν βέλη, είναι τόσο πολλά ώστε κρύβουν τον ήλιο. Ο Διηνέκης τότε εντελώς ατάραχος μπροστά στο μέγεθος του περσικού στρατού, είπε ότι ήταν ευχάριστη η είδηση που τους έφερνε ο ξένος από την Τραχίνα, γιατί αν οι Πέρσες έκρυβαν τον ήλιο, θα πολεμούσαν με σκιά. Λέγεται ότι διατύπωσε κι άλλες παρόμοιες φράσεις, χάρη στις οποίες θα μείνει αλησμόνητος.
  6. Μετά τον Διηνέκη, τη μεγαλύτερη διάκριση κέρδισαν δύο Σπαρτιάτες αδελφοί, ο Αλφεός κι ο Μάρωνας, γιοι του Ορσιφάντη. Από τους Θεσπιείς, αυτός που κατέκτησε τη μεγαλύτερη δόξα ήταν κάποιος Διθύραμβος, γιος του Αρματίδη.

Τα επιγράμματα

[7,228] θαφθεῖσι δέ σφι αὐτοῦ ταύτῃ τῇ περ ἔπεσον, καὶ τοῖσι πρότερον τελευτήσασι ἢ ὑπὸ Λεωνίδεω ἀποπεμφθέντας οἴχεσθαι, ἐπιγέγραπται γράμματα λέγοντα τάδε.

μυριάσιν ποτὲ τῇδε τριηκοσίαις ἐμάχοντο ἐκ Πελοποννάσου χιλιάδες τέτορες. (2)

ταῦτα μὲν δὴ τοῖσι πᾶσι ἐπιγέγραπται, τοῖσι δὲ Σπαρτιήτῃσι ἰδίῃ.

ὦ ξεῖν᾽, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. (3)

Λακεδαιμονίοισι μὲν δὴ τοῦτο, τῷ δὲ μάντι τόδε.

μνῆμα τόδε κλεινοῖο Μεγιστία, ὅν ποτε Μῆδοι Σπερχειὸν ποταμὸν κτεῖναν ἀμειψάμενοι, μάντιος, ὃς τότε κῆρας ἐπερχομένας σάφα εἰδώς οὐκ ἔτλη Σπάρτης ἡγεμόνα προλιπεῖν. (4)

ἐπιγράμμασι μέν νυν καὶ στήλῃσι, ἔξω ἢ τὸ τοῦ μάντιος ἐπίγραμμα, Ἀμφικτύονες εἰσὶ σφέας οἱ ἐπικοσμήσαντες· τὸ δὲ τοῦ μάντιος Μεγιστίεω Σιμωνίδης ὁ Λεωπρέπεος ἐστὶ κατὰ ξεινίην ὁ ἐπιγράψας.

  1. 228. Οι νεκροί τάφηκαν εκεί όπου έπεσαν και, μαζί τους, όσοι είχαν σκοτωθεί προτού διατάξει ο Λεωνίδας τα υπόλοιπα στρατεύματα να φύγουν από το πέρασμα. Πάνω στον τάφο τους υπάρχει μια επιγραφή που τιμάει ολόκληρη τη δύναμη:

Τέσσερις χιλιάδες άνδρες από τη γη του Πέλοπα

αντιμετώπισαν κάποτε εδώ τρία εκατομμύρια εχθρούς.

Αυτό το επίγραμμα ήταν για όλους. Οι Σπαρτιάτες έχουν μια ειδική επιτάφια επιγραφή, που λέει:

Ξένε, πήγαινε πες στους Σπαρτιάτες ότι εδώ

είμαστε θαμμένοι υπακούοντας στους νόμους τους.

Για τον μάντη Μεγιστία υπάρχει η ακόλουθη επιγραφή:

Εδώ είναι θαμμένος ο ένδοξος Μεγιστίας, που, όταν οι Μήδοι

πέρασαν τον ποταμό Σπερχειό, τον σκότωσαν. 

Ένας μάντης, που, αν και γνώριζε πως ο θάνατος ερχόταν,

δε θέλησε να εγκαταλείψει το βασιλιά της Σπάρτης.

Οι κολόνες με τις επιτάφιες επιγραφές στήθηκαν προς τιμή των νεκρών από τους Αμφικτύονες, ενώ το επίγραμμα για το μάντη Μεγιστία ήταν έργο του Σιμωνίδη, γιου του Λεωπρέπη, που το έγραψε για να τιμήσει το φίλο του.

byza_grn

Thermopylae1

ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ

Έχοντας τους αριθμούς απ’ τον Ηρόδοτο και τον Διόδωρο Σικελιώτη παραθέτουμε τον πάρακάτω πίνακα:

Στρατιώτες Αριθμοί Ηροδότου Αριθμοί Διόδωρου
Σπαρτιάτες 300 300
Λακεδαιμόνιοι/
Περίοικοι
900? 1.000
(συμπεριλαμβανομένων των Σπαρτιατών?)
Είλωτες 900?[61]
Μαντινέοι 500 3.000
(οι άλλοι Πελοποννήσιοι στάλθηκαν με τον Λεωνίδα)
Τεγεάτες 500
Αρκάδες (από Ορχομενό) 120
Άλλοι Αρκάδες 1.000
Κορίνθιοι 400
Φλειοί 200
Μυκηναίοι 80
Σύνολο των Πελοποννήσιων 3.100[ ή 4.000 4.000 ή 4.300
Θεσπιείς 700
Μαλιείς 1.000
Θηβαίοι 400 400
Φωκείς 1.000 1.000
Οπούντιοι Λοκροί «Όλους όσους είχαν» (πανστρατιῇ) 1.000
Σύνολο (όλοι) 5.200 (ή 6.100) συν οι Οπούντιοι Λοκροί 7.400 (ή 7.700)

ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΜΕ ΟΤΙ Η ΑΡΙΘΜΗΣΙΣ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΓΙΝΟΤΑΝΕ ΟΧΙ ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΑΡΑΒΙΚΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ , ΑΛΛΑ ΜΕ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ(ΛΕΞΑΡΙΘΜΟΙ).

ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΜΑΧΗ ΑΥΤΗ ΟΠΩΣ ΘΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΔΕΝ ΠΗΡΑΝ ΜΕΡΟΣ 300 ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ ΚΑΙ 700 ΘΕΣΠΙΕΙΣ.ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ ΕΜΕΙΝΕ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΕΦΙΑΛΤΗ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΛΗΘΟΣ ΤΩΝ ΑΡΚΑΔΩΝ ΗΤΑΝ ΚΑΙ Η ΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΣΚΙΡΙΤΩΝ,ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΕΛΑΒΑΝ ΜΕΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ ΤΟΥ ΞΕΡΞΗ,ΟΠΟΥ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣ ΤΗΣ , ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΚΑΝ ΟΛΟΙ,ΚΑΘΩΣ ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΤΟΥ ΠΕΡΣΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ

byza_grn

Τα γεγονότα σύμφωνα με το Διόδωρο το Σικελιώτη

Διόδωρου Σικελιώτη, Βιβλιοθήκης Ιστορικής Βίβλος Ενδεκάτη

Προετοιμασίες των Περσών
[11. 1] […] Ἐπ´ ἄρχοντος γὰρ Ἀθήνησι Καλλιάδου Ῥωμαῖοι κατέστησαν ὑπάτους Σπόριον Κάσσιον καὶ Πρόκλον Οὐεργίνιον Τρίκοστον, ἤχθη δὲ καὶ παρ´ Ἠλείοις Ὀλυμπιὰς πέμπτη πρὸς ταῖς ἑβδομήκοντα, καθ´ ἣν ἐνίκα στάδιον Ἀστύλος Συρακόσιος. ἐπὶ δὲ τούτων Ξέρξης ὁ βασιλεὺς ἐστράτευσεν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν. Μαρδόνιος ὁ Πέρσης ἀνεψιὸς μὲν καὶ κηδεστὴς ἦν Ξέρξου, διὰ δὲ σύνεσιν καὶ ἀνδρείαν μάλιστα θαυμαζόμενος παρὰ τοῖς Πέρσαις. οὗτος μετέωρος ὢν τῷ φρονήματι καὶ τὴν ἡλικίαν ἀκμάζων, ἐπεθύμει μεγάλων δυνάμεων ἀφηγήσασθαι· διόπερ ἔπεισε τὸν Ξέρξην καταδουλώσασθαι τοὺς Ἕλληνας, ἀεὶ πολεμικῶς ἔχοντας πρὸς τοὺς Πέρσας. ὁ δὲ Ξέρξης πεισθεὶς αὐτῷ καὶ βουλόμενος πάντας τοὺς Ἕλληνας ἀναστάτους ποιῆσαι, διεπρεσβεύσατο πρὸς Καρχηδονίους περὶ κοινοπραγίας καὶ συνέθετο πρὸς αὐτούς, ὥστε αὐτὸν μὲν ἐπὶ τοὺς τὴν Ἑλλάδα κατοικοῦντας Ἕλληνας στρατεύειν, Καρχηδονίους δὲ τοῖς αὐτοῖς χρόνοις μεγάλας παρασκευάσασθαι δυνάμεις καὶ καταπολεμῆσαι τῶν Ἑλλήνων τοὺς περὶ Σικελίαν καὶ Ἰταλίαν οἰκοῦντας. ἀκολούθως οὖν ταῖς συνθήκαις Καρχηδόνιοι μὲν χρημάτων πλῆθος ἀθροίσαντες μισθοφόρους συνῆγον ἔκ τε τῆς Ἰταλίας καὶ Λιγυστικῆς, ἔτι δὲ Γαλατίας καὶ Ἰβηρίας, πρὸς δὲ τούτοις ἐκ τῆς Λιβύης ἁπάσης καὶ τῆς Καρχηδόνος κατέγραφον πολιτικὰς δυνάμεις· τέλος δὲ τριετῆ χρόνον περὶ τὰς παρασκευὰς ἀσχοληθέντες ἤθροισαν πεζῶν μὲν ὑπὲρ τὰς τριάκοντα μυριάδας, ναῦς δὲ διακοσίας.

[11,2] ὁ δὲ Ξέρξης ἁμιλλώμενος πρὸς τὴν τῶν Καρχηδονίων σπουδήν, ὑπερεβάλετο πάσαις ταῖς παρασκευαῖς τοσοῦτον ὅσον καὶ τῷ πλήθει τῶν ἐθνῶν ὑπερεῖχε Καρχηδονίων. ἤρξατο δὲ ναυπηγεῖσθαι κατὰ πᾶσαν τὴν παραθαλάττιον τὴν ὑπ´ αὐτὸν ταττομένην, Αἴγυπτόν τε καὶ Φοινίκην καὶ Κύπρον, πρὸς δὲ τούτοις Κιλικίαν καὶ Παμφυλίαν καὶ Πισιδικήν, ἔτι δὲ Λυκίαν καὶ Καρίαν καὶ Μυσίαν καὶ Τρῳάδα καὶ τὰς ἐφ´ Ἑλλησπόντῳ πόλεις καὶ τὴν Βιθυνίαν καὶ τὸν Πόντον. ὁμοίως δὲ τοῖς Καρχηδονίοις τριετῆ χρόνον παρασκευασάμενος κατεσκεύασε ναῦς μακρὰς πλείους τῶν χιλίων καὶ διακοσίων. συνεβάλετο δὲ αὐτῷ καὶ ὁ πατὴρ Δαρεῖος, πρὸ τῆς τελευτῆς παρασκευὰς πεποιημένος μεγάλων δυνάμεων· καὶ γὰρ ἐκεῖνος ἡττημένος ὑπὸ Ἀθηναίων ἐν Μαραθῶνι Δάτιδος ἡγουμένου, χαλεπῶς διέκειτο πρὸς τοὺς νενικηκότας Ἀθηναίους. ἀλλὰ Δαρεῖος μὲν μέλλων ἤδη διαβαίνειν ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας ἐμεσολαβήθη τελευτήσας, ὁ δὲ Ξέρξης διά τε τὴν τοῦ πατρὸς ἐπιβολὴν καὶ τὴν τοῦ Μαρδονίου συμβουλίαν, καθότι προείρηται, διέγνω πολεμεῖν τοῖς Ἕλλησιν.

 

 

[11. 1] […] Όταν άρχοντας της Αθήνας ήταν ο Καλλιάδης, οι Ρωμαίοι κατέστησαν υπάτους τον Σπόριο Κάσσιο και τον Πρόκλο Ουεργίνιο Τρίκοστο, ενώ οι Ηλείοι τελούσαν την εβδομηκοστή πέμπτη Ολυμπιάδα, κατά την οποία ο Συρακόσιος Αστύλος νίκησε στον αγώνα δρόμου ενός σταδίου. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο βασιλιάς Ξέρξης εκστράτευσε εναντίον της Ελλάδας για την παρακάτω αιτία. Ο Μαρδόνιος ο Πέρσης ήταν εξάδελφος του Ξέρξη και συγγενής του εξ αγχιστείας, και θαυμαζόταν εξαιρετικά από τους Πέρσες για τη σύνεση και την ανδρεία του. Αυτός ο άντρας, όντας περήφανος και με υψηλό φρόνημα αλλά και βρισκόμενος στην ακμή της ηλικίας του, επιθυμούσε να γίνει αρχηγός μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων, γι’ αυτό έπεισε τον Ξέρξη να υποδουλώσει του Έλληνες που ήταν πάντα εχθροί με τους Πέρσες. Ο Ξέρξης, πεισμένος από αυτόν και θέλοντας να διώξει όλους τους Έλληνες από την πατρίδα του, έστειλε πρέσβεις και συνήψε συμφωνία μαζί τους, έτσι ώστε ο ίδιος να εκστρατεύσει εναντίον των Ελλήνων που κατοικούσαν στην Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα οι Καρχηδόνιοι να συγκεντρώσουν μεγάλες δυνάμεις και να  υποτάξουν τους Έλληνες που κατοικούσαν στην περιοχή της Σικελίας και στην Ιταλία. Σύμφωνα λοιπόν με τις συνθήκες που συνήψαν, οι Καρχηδόνιοι, αφού μάζεψαν μεγάλη ποσότητα χρημάτων, συγκέντρωσαν μισθοφόρους τόσο από την Ιταλία όσο και από τη Λυγιστική καθώς επίσης και από τη Γαλατία και την Ιβηρία, και, επιπλέον, στρατολόγησαν δυνάμεις πολιτών από όλη τη Λιβύη και την Καρχηδόνα. Τελικά, αφού ασχολήθηκαν επί τρία χρόνια με τις προετοιμασίες, συγκέντρωσαν περισσότερους από τριακόσιες χιλιάδες πεζούς και διακόσια πλοία.

[11,2]Ο Ξέρξης αμιλλώμενος τους Καρχηδονίους στο ζήλο, τους ξεπέρασε σε όλες τις προετοιμασίες στο βαθμό που υπερείχε των Καρχηδονίων σε πλήθος εθνών υπό τις διαταγές του. Άρχισε να ναυπηγεί πλοία σε όλη την παραθαλάσσια περιοχή που βρισκόταν υπό την εξουσία του, στη Φοινίκη και στην Αίγυπτο, αλλά και στην Κιλικία, την Παμφυλία, και την Πισιδική, καθώς επίσης στη Λυκία, την Καρία, τη Μυσία, την Τρωάδα και στις πόλεις που βρίσκονταν στον Ελλήσποντο, στη Βιθυνία και στον Πόντο. Σε διάστημα προετοιμασίας τριών ετών, όπως  και οι Καρχηδόνιοι, κατασκεύασε περισσότερα από χίλια διακόσια πολεμικά πλοία. Τον βοήθησε και ο πατέρας του ο Δαρείος που, πριν τον θάνατό του, είχε εξοπλίσει μεγάλες δυνάμεις. Γιατί κι εκείνος, ηττημένος από τους Αθηναίους στο Μαραθώνα, με αρχηγό του στρατού του το Δάτη, εξακολουθούσε να είναι οργισμένος με τους νικητές Αθηναίους. Ο Δαρείος όμως, ενώ ήταν ήδη έτοιμος να διαβεί εναντίον των Ελλήνων, εμποδίστηκε να το κάνει γιατί πέθανε, οπότε ο Ξέρξης, τόσο λόγω της απαίτησης του πατέρα του όσο και από τη συμβουλή του Μαρδόνιου, αποφάσισε να πολεμήσει τους Έλληνες.

Αναχώρηση των Περσών

ὡς δ´ αὐτῷ πάντα τὰ πρὸς τὴν στρατείαν ἡτοίμαστο, τοῖς μὲν ναυάρχοις παρήγγειλεν ἀθροίζειν τὰς ναῦς εἰς Κύμην καὶ Φώκαιαν, αὐτὸς δ´ ἐξ ἁπασῶν τῶν σατραπειῶν συναγαγὼν τὰς πεζὰς καὶ ἱππικὰς δυνάμεις, προῆγεν ἐκ τῶν Σούσων. ὡς δ´ ἧκεν εἰς Σάρδεις, κήρυκας ἐξέπεμψεν εἰς τὴν Ἑλλάδα, προστάξας εἰς πάσας τὰς πόλεις ἰέναι καὶ τοὺς Ἕλληνας αἰτεῖν ὕδωρ καὶ γῆν. τὴν δὲ στρατιὰν διελόμενος ἐξαπέστειλε τοὺς ἱκανοὺς ζεῦξαι μὲν τὸν Ἑλλήσποντον, διασκάψαι δὲ τὸν Ἄθω κατὰ τὸν αὐχένα τῆς Χερρονήσου, ἅμα μὲν ταῖς δυνάμεσιν ἀσφαλῆ καὶ σύντομον τὴν διέξοδον ποιούμενος, ἅμα δὲ τῷ μεγέθει τῶν ἔργων ἐλπίζων προκαταπλήξεσθαι τοὺς Ἕλληνας. οἱ μὲν οὖν πεμφθέντες ἐπὶ τὴν κατασκευὴν τῶν ἔργων ταχέως ἤνυον διὰ τὴν πολυχειρίαν τῶν ἐργαζομένων. οἱ δ´ Ἕλληνες πυθόμενοι τὸ μέγεθος τῆς τῶν Περσῶν δυνάμεως, ἐξέπεμψαν εἰς Θετταλίαν μυρίους ὁπλίτας τοὺς καταληψομένους τὰς περὶ τὰ Τέμπη παρόδους· ἡγεῖτο δὲ τῶν μὲν Λακεδαιμονίων Εὐαίνετος, τῶν δὲ Ἀθηναίων Θεμιστοκλῆς. οὗτοι δὲ πρὸς τὰς πόλεις πρεσβευτὰς ἀποστείλαντες ἠξίουν ἀποστέλλειν στρατιώτας τοὺς κοινῇ φυλάξοντας τὰς παρόδους· ἔσπευδον γὰρ ἁπάσας τὰς Ἑλληνίδας πόλεις διαλαβεῖν ταῖς προφυλακαῖς καὶ κοινοποιήσασθαι τὸν πρὸς τοὺς Πέρσας πόλεμον. ἐπεὶ δὲ τῶν Θετταλῶν καὶ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων τῶν πλησιοχώρων ταῖς παρόδοις ἔδωκαν οἱ πλείους ὕδωρ τε καὶ γῆν τοῖς ἀφιγμένοις ἀγγέλοις ἀπὸ Ξέρξου, ἀπογνόντες τὴν περὶ τὰ Τέμπη φυλακὴν ἐπανῆλθον εἰς τὴν οἰκείαν.

[…] Ξέρξης δὲ ὡς ἐπύθετο τὸν Ἑλλήσποντον ἐζεῦχθαι καὶ τὸν Ἄθω διεσκάφθαι, προῆγεν ἐκ τῶν Σάρδεων ἐφ´ Ἑλλησπόντου τὴν πορείαν ποιούμενος· ὡς δὲ ἧκεν εἰς Ἄβυδον, διὰ τοῦ ζεύγματος τὴν δύναμιν διήγαγεν εἰς τὴν Εὐρώπην. πορευόμενος δὲ διὰ τῆς Θρᾴκης πολλοὺς προσελαμβάνετο στρατιώτας καὶ τῶν Θρᾳκῶν καὶ τῶν ὁμόρων τούτοις Ἑλλήνων. ὡς δ´ ἧκεν εἰς τὸν ὀνομαζόμενον Δορίσκον, ἐνταῦθα μετεπέμψατο τὸ ναυτικόν, ὥστε ἀμφοτέρας τὰς δυνάμεις εἰς ἕνα τόπον ἀθροισθῆναι. ἐποιήσατο δὲ καὶ τὸν ἐξετασμὸν τῆς στρατιᾶς ἁπάσης· ἠριθμήθησαν δὲ τῆς πεζῆς δυνάμεως μυριάδες πλείους τῶν ὀγδοήκοντα, νῆες δὲ αἱ σύμπασαι μακραὶ πλείους τῶν χιλίων καὶ διακοσίων, καὶ τούτων Ἑλληνίδες τριακόσιαι καὶ εἴκοσι, τὰ μὲν πληρώματα τῶν ἀνδρῶν παρεχομένων τῶν Ἑλλήνων, τὰ δὲ σκάφη τοῦ βασιλέως χορηγοῦντος· αἱ δὲ λοιπαὶ πᾶσαι βαρβαρικαὶ κατηριθμοῦντο·

 

Όταν λοιπόν όλα είχαν ετοιμαστεί για την εκστρατεία του, ο Ξέρξης παρήγγειλε στους ναυάρχους να συγκεντρώσουν τα πλοία στην Κύμη και στη Φώκαια, ενώ ο ίδιος, αφού συγκέντρωσε τις δυνάμεις του πεζικού και του ιππικού από όλες τις σατραπείες, ξεκίνησε από τα Σούσα. Μόλις έφτασε στις Σάρδεις, έστειλε κήρυκες στην Ελλάδα προστάζοντάς τους να πάνε σε όλες τις πόλεις και να ζητήσουν από τους Έλληνες «γη και ύδωρ» Έπειτα, διαίρεσε τη στρατιά του κι έστειλε ικανό αριθμό αντρών να γεφυρώσουν τον Ελλήσποντο και να σκάψουν μια διώρυγα στον Άθω κατά μήκος του αυχένα της Χερρονήσου, κάνοντας έτσι όχι μόνο τη διάβαση ασφαλή και σύντομη για τις δυνάμεις του αλλά και ελπίζοντας να τρομοκρατήσει τους Έλληνες  προκαταβολικά με το μέγεθος των έργων. Αυτοί λοιπόν που στάλθηκαν για την κατασκευή των έργων τα ολοκλήρωναν με ταχύτητα λόγω των πολλών χεριών των εργαζομένων. Οι Έλληνες, μαθαίνοντας το μέγεθος της δύναμης των Περσών, έστειλαν στη Θεσσαλία δέκα χιλιάδες οπλίτες για να καταλάβουν τα περάσματα γύρω από τα Τέμπη. Επικεφαλής των Λακεδαιμονίων ήταν ο Ευαίνετος και ο Αθηναίος ο Θεμιστοκλής. Αυτοί, αφού έστειλαν πρεσβευτές στις πόλεις, ζητούσαν να τους στείλουν στρατιώτες για να φυλάξουν από κοινού τα περάσματα, διότι ήθελαν να κάνουν όλες τις ελληνικές πόλεις να συμμετάσχουν στην εμπροσθοφυλακή και να κάνουν κοινή υπόθεση τον πόλεμο με τους Πέρσες. Επειδή όμως οι περισσότεροι από τους Θεσσαλούς και τους λοιπούς Έλληνες που κατοικούσαν κοντά στα περάσματα είχαν δώσει «γη και ύδωρ» στους αγγελιαφόρους που είχαν φτάσει από τον Ξέρξη, οι δύο στρατηγοί, απελπίστηκαν σχετικά με τη φύλαξη των Τεμπών και ξαναγύρισαν στα μέρη τους.

[ … ] Όταν ο Ξέρξης έμαθε ότι ο Ελλήσποντος είχε γεφυρωθεί και η διώρυγα στον Άθω είχε σκαφτεί, κίνησε από τις Σάρδεις με πορεία προς τον Ελλήσποντο. Φτάνοντας στην Άβυδο, πέρασε το στρατό του μέσα από τη Θράκη αλλά και από τους Έλληνες που συνόρευαν με αυτούς. Μόλις έφτασε στον ονομαζόμενο Δορίσκο, κάλεσε εκεί το ναυτικό έτσι ώστε να έχει και τις δύο δυνάμεις [ναυτικές και χερσαίες] συγκεντρωμένες σε έναν τόπο. Εκεί, έκανε και την επιθεώρηση ολόκληρης της στρατιάς. Ο αριθμός της δύναμης του πεζικού ξεπερνούσε τις οκτακόσιες χιλιάδες άντρες, ενώ το σύνολο των πολεμικών πλοίων ξεπερνούσε τα χίλια διακόσια, από τα οποία τα τριακόσια είκοσι ήταν ελληνικά· τα πληρώματα παρείχαν οι Έλληνες ενώ τα σκάφη τα είχε χορηγήσει ο βασιλιάς. Όλα τα υπόλοιπα λογαριάζονταν ως βαρβαρικά [ … ]

 Οι πρώτες αντιδράσεις των Ελλήνων

[11,4] Τοῖς δὲ συνέδροις τῶν Ἑλλήνων, ἐπειδὴ πλησίον εἶναι προσαπηγγέλθησαν αἱ τῶν Περσῶν δυνάμεις, ἔδοξε ταχέως ἀποστέλλειν τὴν μὲν ναυτικὴν δύναμιν ἐπ´ Ἀρτεμίσιον τῆς Εὐβοίας, εὔθετον ὁρῶσι τὸν τόπον τοῦτον πρὸς τὴν ἀπάντησιν τῶν πολεμίων, εἰς δὲ τὰς Θερμοπύλας τοὺς ἱκανοὺς ὁπλίτας, προκαταληψομένους τὰς ἐν τοῖς στενοῖς παρόδους καὶ κωλύσοντας προάγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα τοὺς βαρβάρους· ἔσπευδον γὰρ τοὺς τὰ τῶν Ἑλλήνων προελομένους ἐντὸς περιλαβεῖν καὶ σώζειν εἰς τὸ δυνατὸν τοὺς συμμάχους. ἡγεῖτο δὲ τοῦ μὲν στόλου παντὸς Εὐρυβιάδης ὁ Λακεδαιμόνιος, τῶν δὲ εἰς Θερμοπύλας ἐκπεμφθέντων Λεωνίδης ὁ τῶν Σπαρτιατῶν βασιλεύς, μέγα φρονῶν ἐπ´ ἀνδρείᾳ καὶ στρατηγίᾳ. οὗτος δὲ λαβὼν τὴν ἐξουσίαν ἐπήγγειλε χιλίοις μόνον ἐπὶ τὴν στρατείαν ἀκολουθεῖν αὐτῷ. τῶν δὲ ἐφόρων λεγόντων ὡς ὀλίγους παντελῶς ἄγει πρὸς μεγάλην δύναμιν, καὶ προσταττόντων πλείονας παραλαμβάνειν, εἶπε πρὸς αὐτοὺς ἐν ἀπορρήτοις ὅτι πρὸς μὲν τὸ κωλῦσαι τοὺς βαρβάρους διελθεῖν τὰς παρόδους ὀλίγοι, πρὸς μέντοι γε τὴν πρᾶξιν ἐφ´ ἣν πορεύονται νῦν πολλοί. αἰνιγματώδους δὲ καὶ ἀσαφοῦς τῆς ἀποκρίσεως γενομένης, ἐπηρώτησαν αὐτὸν εἰ πρὸς εὐτελῆ τινα πρᾶξιν αὐτοὺς ἄγειν διανοεῖται. ἀπεκρίθη δὲ ὅτι τῷ λόγῳ μὲν ἐπὶ τὴν φυλακὴν ἄγει τῶν παρόδων, τῷ δ´ ἔργῳ περὶ τῆς κοινῆς ἐλευθερίας ἀποθανουμένους· ὥστε ἐὰν μὲν οἱ χίλιοι πορευθῶσιν, ἐπιφανεστέραν ἔσεσθαι τὴν Σπάρτην τούτων τελευτησάντων, ἐὰν δὲ πανδημεὶ στρατεύσωσι Λακεδαιμόνιοι, παντελῶς ἀπολεῖσθαι τὴν Λακεδαίμονα· οὐδένα γὰρ αὐτῶν τολμήσειν φεύγειν, ἵνα τύχῃ σωτηρίας. τῶν μὲν οὖν Λακεδαιμονίων ἦσαν χίλιοι, καὶ σὺν αὐτοῖς Σπαρτιᾶται τριακόσιοι, τῶν δ´ ἄλλων Ἑλλήνων τῶν ἅμ´ αὐτοῖς συνεκπεμφθέντων ἐπὶ τὰς Θερμοπύλας τρισχίλιοι. ὁ μὲν οὖν Λεωνίδης μετὰ τετρακισχιλίων προῆγεν ἐπὶ τὰς Θερμοπύλας, Λοκροὶ δὲ οἱ πλησίον τῶν παρόδων κατοικοῦντες ἐδεδώκεσαν μὲν γῆν καὶ ὕδωρ τοῖς Πέρσαις, κατεπηγγελμένοι δ´ ἦσαν προκαταλήψεσθαι τὰς παρόδους· ὡς δ´ ἐπύθοντο τὸν Λεωνίδην ἥκειν εἰς Θερμοπύλας, μετενόησαν καὶ μετέθεντο πρὸς τοὺς Ἕλληνας. ἧκον δὲ εἰς τὰς Θερμοπύλας καὶ Λοκροὶ χίλιοι καὶ Μηλιέων τοσοῦτοι καὶ Φωκέων οὐ πολὺ λειπόμενοι τῶν χιλίων, ὁμοίως δὲ καὶ Θηβαίων ἀπὸ τῆς ἑτέρας μερίδος ὡς τετρακόσιοι· διεφέροντο γὰρ οἱ τὰς Θήβας κατοικοῦντες πρὸς ἀλλήλους περὶ τῆς πρὸς τοὺς Πέρσας συμμαχίας. οἱ μὲν οὖν μετὰ Λεωνίδου συνταχθέντες Ἕλληνες τοσοῦτοι τὸν ἀριθμὸν ὄντες διέτριβον περὶ τὰς Θερμοπύλας, ἀναμένοντες τὴν τῶν Περσῶν παρουσίαν.

[11,5] Ξέρξης δὲ μετὰ τὸν ἐξετασμὸν τῶν δυνάμεων προῆγε μετὰ παντὸς τοῦ στρατεύματος, καὶ μέχρι μὲν Ἀκάνθου πόλεως τῇ πεζῇ στρατιᾷ πορευομένῳ συμπαρέπλει πᾶς ὁ στόλος, ἐκεῖθεν δὲ κατὰ τὸν διορυχθέντα τόπον διεκομίσθησαν εἰς τὴν ἑτέραν θάλατταν συντόμως καὶ ἀσφαλῶς. ὡς δ´ ἧκεν ἐπὶ τὸν Μηλιακὸν κόλπον, ἐπύθετο τοὺς πολεμίους προκατειληφέναι τὰς παρόδους. διόπερ ἐνταῦθα προσαναλαβὼν τὴν δύναμιν μετεπέμψατο τοὺς ἀπὸ τῆς Εὐρώπης συμμάχους, οὐ πολὺ λείποντας τῶν εἴκοσι μυριάδων, ὥστ´ ἔχειν αὐτὸν τοὺς σύμπαντας οὐκ ἐλάττους τῶν ἑκατὸν μυριάδων χωρὶς τῆς ναυτικῆς δυνάμεως. ὁ δὲ σύμπας ὄχλος τῶν τε ἐν ταῖς μακραῖς ναυσὶν ὄντων καὶ τῶν τὴν ἀγορὰν καὶ τὴν ἄλλην παρασκευὴν κομιζόντων οὐκ ἐλάττων ἦν τῶν προειρημένων, ὥστε μηδὲν θαυμαστὸν εἶναι τὸ λεγόμενον ὑπὲρ τοῦ πλήθους τῶν ὑπὸ Ξέρξου συναχθέντων· φασὶ γὰρ τοὺς ἀενάους ποταμοὺς διὰ τὴν τοῦ πλήθους συνέχειαν ἐπιλιπεῖν, τὰ δὲ πελάγη τοῖς τῶν νεῶν ἱστίοις κατακαλυφθῆναι. μέγισται μὲν οὖν δυνάμεις τῶν εἰς ἱστορικὴν μνήμην παραδεδομένων αἱ μετὰ Ξέρξου γενόμεναι παραδέδονται.

 

[11,4] Όταν αναγγέλθηκε στους συνέδρους των Ελλήνων ότι οι δυνάμεις των Περσών βρίσκονταν κοντά, θεώρησαν καλό να αποστείλουν γρήγορα τη ναυτική δύναμη στο Αρτεμίσιο της Εύβοιας, θεωρώντας τον τόπο κατάλληλο για την αντιμετώπιση των εχθρών, και ικανό αριθμό οπλιτών στις Θερμοπύλες για να καταλάβουν εκ των προτέρων τα περάσματα στα στενά και να εμποδίσουν τους βαρβάρους να προχωρήσουν εναντίον της Ελλάδας, διότι προσπάθειά τους ήταν να περιλάβουν όσους είχαν επιλέξει την πλευρά των Ελλήνων και να κάνουν ό,τι ήταν δυνατόν για να διαφυλάξουν τους συμμάχους. Αρχηγός ολόκληρου του στόλου ήταν ο Ευρυβιάδης ο Λακεδαιμόνιος, ενώ εκείνων που εστάλησαν στις Θερμοπύλες ο Λεωνίδας ο βασιλιάς των Σπαρτιατών, άντρας που εκτιμούσε τα μέγιστα την ανδρεία και τη στρατηγική ικανότητα. Όταν ανέλαβε την εξουσία, έδωσε εντολή να τον ακολουθήσουν μόνο χίλιοι στην εκστρατεία. Όταν οι έφοροι του είπαν ότι οδηγούσε πάρα πολύ λίγους εναντίον μεγάλης δύναμης και τον πρόσταξαν να πάρει περισσότερους, τους είπε ανεπίσημα ότι για να εμποδίσουν τους βαρβάρους να περάσουν από τα περάσματα ήταν λίγοι, αλλά για την πράξη προς την οποία πορεύονταν ήταν ήδη πολλοί. Καθώς η απάντηση που δόθηκε ήταν αινιγματική και ασαφής, τον ξαναρώτησαν αν θεωρούσε πως τους οδηγούσε προς κάποια ευτελή πράξη. Εκείνος αποκρίθηκε ότι, στα λόγια, τους οδηγούσε να φυλάξουν τα περάσματα, αλλά, στην πράξη, για να πεθάνουν για την κοινή ελευθερία· έτσι, αν πήγαιναν οι χίλιοι, η Σπάρτη θα γινόταν πιο επιφανής όταν θα πέθαιναν, αλλά αν οι Λακεδαιμόνιοι εκστράτευαν πανδημεί, η Λακεδαίμονα θα χανόταν παντελώς, γιατί κανείς απ’ αυτούς δε θα τολμούσε να τραπεί σε φυγή, ώστε να σωθεί. Υπήρχαν λοιπόν χίλιοι Λακεδαιμόνιοι και μαζί με αυτούς τριακόσιοι Σπαρτιάτες, ενώ οι υπόλοιποι Έλληνες που στάλθηκαν μαζί τους στις Θερμοπύλες ήταν τρεις χιλιάδες. Ο Λεωνίδας λοιπόν μαζί με τέσσερις χιλιάδες άντρες βάδιζε προς τις Θερμοπύλες, ενώ οι Λοκροί που κατοικούσαν κοντά στα περάσματα είχαν δώσει γη και ύδωρ στους Πέρσες και είχαν υποσχεθεί ότι θα καταλάμβαναν εκ των προτέρων τα περάσματα. Μόλις έμαθαν ότι ο Λεωνίδας έφτανε στις Θερμοπύλες, μετάνιωσαν και πήγαν με την πλευρά των Ελλήνων. Πήγαν λοιπόν στις Θερμοπύλες χίλιοι Λοκροί, άλλοι τόσοι Μηλιείς και περίπου χίλιοι Φωκείς, καθώς και περίπου τετρακόσιοι Θηβαίοι από την άλλη παράταξη, γιατί οι κάτοικοι των Θηβών είχαν διχαστεί ως προς τη συμμαχία με τους Πέρσες. Οι Έλληνες λοιπόν που είχαν συνταχθεί με τον Λεωνίδα, όντας τόσοι σε αριθμό, κάθονταν στις Θερμοπύλες περιμένοντας την άφιξη των Περσών.

Ο Ξέρξης, μετά την επιθεώρηση των δυνάμεων, προχώρησε με όλο του το στράτευμα, ενώ όλος ο στόλος έπλεε παράλληλα με την πορεία του πεζικού μέχρι την πόλη Άκανθο. Από εκεί τα πλοία πέρασαν, μέσα από το μέρος όπου είχε ανοιχτεί η διώρυγα, στην άλλη θάλασσα γρήγορα και με ασφάλεια. Όταν όμως ο Ξέρξης έφτασε στον Μαλιακό κόλπο, πληροφορήθηκε ότι οι αντίπαλοι είχαν προκαταλάβει τα περάσματα. Γι’ αυτό, αφού συγκέντρωσε πάλι εκεί το σύνολο της δύναμής του, κάλεσε τους συμμάχους του από την Ευρώπη, που ήταν κάτι λιγότερο από διακόσιες χιλιάδες άντρες. Έτσι λοιπόν, είχε συνολικά όχι λιγότερους από ένα εκατομμύριο στρατιώτες, χώρια τη ναυτική δύναμη. Το πλήθος των ανδρών που βρίσκονταν στα πολεμικά πλοία και που μετέφεραν τις προμήθειες και τον υπόλοιπο εξοπλισμό δεν ήταν μικρότερο από αυτό που προαναφέραμε, ώστε δεν υπάρχει τίποτα το εκπληκτικό σε ό,τι λέγεται για το πλήθος που είχε συγκεντρώσει ο Ξέρξης, γιατί λένε πως τα ποτάμια που είχαν πάντα νερό στέρεψαν εξαιτίας του ατελείωτου πλήθους, ενώ τα πελάγη καλύφθηκαν ολότελα από τα πανιά των πλοίων. Οι μεγαλύτερες λοιπόν δυνάμεις των οποίων η περιγραφή έχει παραδοθεί στην ιστορική μνήμη είναι αυτές που συνόδευαν τον Ξέρξη.

Οι Πέρσες στις Θερμοπύλες

τῶν δὲ Περσῶν κατεστρατοπεδευκότων παρὰ τὸν Σπερχειὸν ποταμόν, ὁ μὲν Ξέρξης ἀπέστειλεν ἀγγέλους εἰς τὰς Θερμοπύλας, τοὺς ἅμα μὲν κατασκεψομένους τίνα διάνοιαν ἔχουσι περὶ τοῦ πρὸς αὐτὸν πολέμου· προσέταξε δ´ αὐτοῖς παραγγέλλειν, ὅτι βασιλεὺς Ξέρξης κελεύει τὰ μὲν ὅπλα πάντας ἀποθέσθαι, αὐτοὺς δὲ ἀκινδύνους εἰς τὰς πατρίδας ἀπιέναι καὶ συμμάχους εἶναι Περσῶν· καὶ ταῦτα πράξασιν αὐτοῖς ἐπηγγείλατο δώσειν χώραν τοῖς Ἕλλησι πλείω καὶ βελτίω τῆς νῦν ὑπ´ αὐτῶν κατεχομένης. οἱ δὲ περὶ τὸν Λεωνίδην ἀκούσαντες τῶν ἀγγέλων ἀπεκρίναντο, ὅτι καὶ συμμαχοῦντες τῷ βασιλεῖ χρησιμώτεροι μετὰ τῶν ὅπλων ἔσονται καὶ πολεμεῖν ἀναγκαζόμενοι μετὰ τούτων γενναιότερον ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας ἀγωνιοῦνται· περὶ δὲ τῆς χώρας ἣν ὑπισχνεῖται δώσειν, ὅτι πάτριόν ἐστι τοῖς Ἕλλησι μὴ διὰ κακίαν, ἀλλὰ δι´ ἀρετὴν κτᾶσθαι χώραν.

Αφού οι Πέρσες στρατοπέδευσαν κοντά στο Σπερχειό ποταμό, ο Ξέρξης έστειλε αγγελιαφόρους στις Θερμοπύλες για να ανακαλύψουν, μεταξύ άλλων, τι σκόπευαν να κάνουν οι Έλληνες σχετικά με τον πόλεμο μαζί του. Πρόσταξε επίσης τους αγγελιοφόρους να τους παραγγείλουν ότι ο βασιλιάς Ξέρξης προστάζει να αφήσουν όλοι τα όπλα τους, να επιστρέψουν χωρίς κανένα κίνδυνο στις πατρίδες τους και να συμμαχήσουν με τους Πέρσες· όταν θα τα έκαναν αυτά, τους υποσχέθηκε ότι θα έδινε στους Έλληνες μεγαλύτερη και καλύτερη χώρα από αυτή που κατείχαν τώρα. Ο Λεωνίδας, αφού άκουσε τους αγγελιαφόρους, αποκρίθηκε ότι, ακόμα κι αν συμμαχούσαν με το βασιλιά, θα του ήταν πιο χρήσιμοι με τα όπλα τους, αλλά και αν αναγκάζονταν να πολεμήσουν εναντίον του, θα αγωνίζονταν με αυτά με μεγαλύτερη γενναιότητα υπέρ της ελευθερίας· όσο για τη χώρα που υποσχόταν να τους δώσει, αποκρίθηκε πως είναι πατρογονική συνήθεια στους Έλληνες να μην αποκτούν γη με τη δειλία αλλά με την ανδρεία.

Ο Δημάρατος

[11,6] Ὁ δὲ βασιλεὺς ἀκούσας παρὰ τῶν ἀγγέλων τὰς τῶν Ἑλλήνων ἀποκρίσεις προσεκαλέσατο Δημάρατον Σπαρτιάτην, ἐκ τῆς πατρίδος πεφευγότα πρὸς αὐτόν, καταγελάσας δὲ τῶν ἀποκρίσεων ἐπηρώτησε τὸν Λάκωνα, Πότερον οἱ Ἕλληνες ὀξύτερον τῶν ἐμῶν ἵππων φεύξονται ἢ πρὸς τηλικαύτας δυνάμεις παρατάξασθαι τολμήσουσι; τὸν δὲ Δημάρατον εἰπεῖν φασιν ὡς Οὐδ´ αὐτὸς σὺ τὴν ἀνδρείαν τῶν Ἑλλήνων ἀγνοεῖς· τοὺς γὰρ ἀφισταμένους τῶν βαρβάρων Ἑλληνικαῖς δυνάμεσι καταπολεμεῖς· ὥστε μὴ νόμιζε τοὺς ὑπὲρ τῆς σῆς ἀρχῆς ἄμεινον τῶν Περσῶν ἀγωνιζομένους ὑπὲρ τῆς ἰδίας ἐλευθερίας ἧττον κινδυνεύσειν πρὸς τοὺς Πέρσας. ὁ δὲ Ξέρξης καταγελάσας αὐτοῦ προσέταξεν ἀκολουθεῖν, ὅπως ἴδῃ φεύγοντας τοὺς Λακεδαιμονίους. τὴν δὲ δύναμιν ἀναλαβὼν ἧκεν ἐπὶ τοὺς ἐν Θερμοπύλαις Ἕλληνας, προτάξας ἁπάντων τῶν ἐθνῶν Μήδους, εἴτε δι´ ἀνδρείαν προκρίνας αὐτοὺς εἴτε καὶ βουλόμενος ἅπαντας ἀπολέσαι· ἐνῆν γὰρ ἔτι φρόνημα τοῖς Μήδοις, τῆς τῶν προγόνων ἡγεμονίας οὐ πάλαι καταπεπονημένης. συνέβη δὲ ἐν τοῖς Μήδοις εἶναι καὶ τῶν ἐν Μαραθῶνι τετελευτηκότων ἀδελφοὺς καὶ υἱούς, νομίζων τούτους ἐκθυμότατα τιμωρήσεσθαι τοὺς Ἕλληνας. οἱ μὲν οὖν Μῆδοι τοῦτον τὸν τρόπον συνταχθέντες προσέπεσον τοῖς φυλάττουσι τὰς Θερμοπύλας· ὁ δὲ Λεωνίδης εὖ παρεσκευασμένος συνήγαγε τοὺς Ἕλληνας ἐπὶ τὸ στενώτατον τῆς παρόδου.

[11,6] Ο βασιλιάς, όταν έμαθε από τους αγγελιαφόρους την απάντηση των Ελλήνων, κάλεσε τον Σπαρτιάτη Δημάρατο, που είχε εξοριστεί από την πατρίδα του και είχε καταφύγει σ’ αυτόν, και, περιγελώντας τις απαντήσεις, ρώτησε το Λάκωνα: «Θα το βάλουν στα πόδια οι Έλληνες γρηγορότερα από τα άλογά μου ή θα τολμήσουν να αντιπαραταχθούν σε τόσο μεγάλες δυνάμεις;» Λένε πως ο Δημάρατος είπε: «Ούτε εσύ ο ίδιος αγνοείς την ανδρεία των Ελλήνων, γιατί τους βαρβάρους που εξεγείρονται τους πολεμάς με ελληνικές δυνάμεις. Μη φαντάζεσαι λοιπόν ότι εκείνους που μάχονται καλύτερα από τους Πέρσες για να διατηρήσουν τη δική σου εξουσία, για τη δική τους ελευθερία θα διακινδυνεύσουν τη ζωή τους λιγότερο ενάντια στους Πέρσες. Ο Ξέρξης όμως τον περιγέλασε και τον πρόσταξε να ακολουθήσει για να δει τους Λακεδαιμονίους να τρέπονται σε φυγή. Πήρε λοιπόν το στρατό του και βάδισε εναντίον των Ελλήνων στις Θερμοπύλες, τοποθετώντας τους Μήδους μπροστά από όλα τα έθνη· επιλέγοντάς τους είτε λόγω της ανδρείας του ή επειδή ήθελε να τους εξολοθρεύσει. Διότι οι Μήδοι εξακολουθούσαν να έχουν υψηλό φρόνημα, μια που η ηγεμονία των προγόνων τους δεν είχε πολύ καιρό που είχε καταβληθεί. Συνέβη μάλιστα να είναι στους Μήδους αδελφοί και γιοι εκείνων που είχαν πεθάνει στον Μαραθώνα … πιστεύοντας ότι θα επιζητούσαν με όλη τους την καρδιά να πάρουν εκδίκηση από τους Έλληνες. Οι Μήδοι λοιπόν, αφού συντάχθηκαν για μάχη με τούτο τον τρόπο, επιτέθηκαν στους υπερασπιστές των Θερμοπυλών, ο Λεωνίδας όμως, καλά προετοιμασμένος, συγκέντρωσε τους Έλληνες στο πιο στενό σημείο του περάσματος.

Η πρώτη ημέρα της μάχης [11,7] γενομένης δὲ μάχης καρτερᾶς, καὶ τῶν μὲν βαρβάρων θεατὴν ἐχόντων τῆς ἀρετῆς τὸν βασιλέα, τῶν δὲ Ἑλλήνων μιμνησκομένων τῆς ἐλευθερίας καὶ παρακαλουμένων ὑπὸ τοῦ Λεωνίδου πρὸς τὸν ἀγῶνα, θαυμαστὸν συνέβαινε γίνεσθαι τὸν κίνδυνον. συστάδην γὰρ οὔσης τῆς μάχης καὶ τῶν πληγῶν ἐκ χειρὸς γινομένων, ἔτι δὲ τῆς συστάσεως πεπυκνωμένης, ἐπὶ πολὺν χρόνον ἰσόρροπος ἦν ἡ μάχη. τῶν δ´ Ἑλλήνων ὑπερεχόντων ταῖς ἀρεταῖς καὶ τῷ μεγέθει τῶν ἀσπίδων, μόγις ἐνέδωκαν οἱ Μῆδοι· πολλοὶ μὲν γὰρ αὐτῶν ἔπεσον, οὐκ ὀλίγοι δὲ κατετραυματίσθησαν. τοῖς δὲ Μήδοις ἐπιτεταγμένοι Κίσσιοι καὶ Σάκαι κατ´ ἀρετὴν ἐπίλεκτοι διεδέξαντο τὴν μάχην, καὶ νεοχμοὶ πρὸς διαπεπονημένους συμβαλόντες ὀλίγον μὲν χρόνον ὑπέμενον τὸν κίνδυνον, κτεινόμενοι δ´ ὑπὸ τῶν περὶ τὸν Λεωνίδην καὶ βιασθέντες ὑπεχώρησαν· ἀσπίσι γὰρ καὶ πέλταις μικραῖς οἱ βάρβαροι χρώμενοι κατὰ μὲν τὰς εὐρυχωρίας ἐπλεονέκτουν, εὐκίνητοι γινόμενοι, κατὰ δὲ τὰς στενοχωρίας τοὺς μὲν πολεμίους οὐκ εὐχερῶς ἐτίτρωσκον, συμπεφραγμένους καὶ μεγάλαις ἀσπίσι σκεπαζομένους ὅλον τὸ σῶμα, αὐτοὶ δὲ διὰ τὰς κουφότητας τῶν σκεπαστηρίων ὅπλων ἐλαττούμενοι πυκνοῖς τραύμασι περιέπιπτον. τέλος δὲ ὁ Ξέρξης ὁρῶν πάντα μὲν τὸν περὶ τὰς παρόδους τόπον νεκρῶν ἐστρωμένον, τοὺς δὲ βαρβάρους οὐχ ὑπομένοντας τὰς τῶν Ἑλλήνων ἀρετάς, προσέπεμψε τοὺς τῶν Περσῶν ἐπιλέκτους, ὀνομαζομένους ἀθανάτους καὶ δοκοῦντας ταῖς ἀνδραγαθίαις πρωτεύειν τῶν συστρατευομένων. ὡς δὲ καὶ οὗτοι βραχὺν ἀντιστάντες χρόνον ἔφυγον, τότε μὲν τῆς νυκτὸς ἐπιλαβούσης διελύθησαν, παρὰ μὲν τοῖς βαρβάροις πολλῶν ἀνῃρημένων, παρὰ δὲ τοῖς Ἕλλησιν ὀλίγων πεπτωκότων.

  1. 7. Η μάχη που ακολούθησε ήταν πεισματική, και, επειδή οι βάρβαροι είχαν θεατή της ανδρείας τους το βασιλιά, ενώ οι Έλληνες, από την πλευρά τους, είχαν στο νου τους την ελευθερία και παρακινούνταν στον αγώνα από το Λεωνίδα, το τολμηρό εγχείρημα κατέληξε να είναι εκπληκτικό. Διότι, επειδή η μάχη δινόταν εκ του συστάδην και τα χτυπήματα δίνονταν σώμα με σώμα και επίσης οι γραμμές των αντιπάλων ήταν πολύ πυκνές, η μάχη επί πολύ χρόνο ήταν ισόρροπη. Καθώς οι Έλληνες υπερείχαν σε ανδρεία και σε μέγεθος ασπίδων, οι Μήδοι άρχισαν να ενδίδουν, γιατί πολλοί από αυτούς έπεσαν και ουκ ολίγοι γέμισαν τραύματα. Τους Μήδους διαδέχτηκαν στη μάχη οι Κίσσιοι και οι Σάκες, που είχαν επιλεγεί για την ανδρεία τους και είχαν τοποθετηθεί ακριβώς μετά από τους Μήδους. Όπως συγκρούστηκαν, φρέσκοι αυτοί με ήδη καταπονημένους, για λίγη ώρα άντεξαν τη μάχη, αλλά καθώς σκοτώνονταν και πιέζονταν ισχυρά από τους άντρες του Λεωνίδα, υποχώρησαν. Γιατί οι βάρβαροι, χρησιμοποιώντας μικρές στρογγυλές και ελαφριές ασπίδες, πλεονεκτούσαν όταν πολεμούσαν σε ευρύχωρο τόπο γιατί είχαν την ευκινησία, αλλά σε στενά μέρη δεν μπορούσαν να τραυματίσουν εύκολα τους αντιπάλους, που είχαν πυκνή διάταξη και ήταν ολόκληροι καλυμμένοι από μεγάλες ασπίδες, και οι ίδιοι, μειονεκτώντας λόγω της ελαφρότητας των όπλων που τους προστάτευαν, δέχονταν απανωτά τραύματα. Τέλος, ο Ξέρξης, βλέποντας όλο τον τόπο στα περάσματα στρωμένο με νεκρούς και τους βαρβάρους να μην αντέχουν στην ανδρεία των Ελλήνων, έστειλε μπροστά τους επίλεκτους Πέρσες που ονομάζονταν αθάνατοι κα θεωρούνταν οι πρώτοι σε ανδραγαθήματα από τους συμπολεμιστές τους. Όταν όμως τράπηκαν και αυτοί σε φυγή, αφού αντιστάθηκαν για σύντομο χρονικό διάστημα, τότε, καθώς έπεφτε η νύχτα, έθεσαν τέρμα στις εχθροπραξίες, έχοντας από τους βαρβάρους σκοτωθεί πολλοί ενώ από τους Έλληνες είχαν πέσει μόνο λίγοι.

Η δεύτερη ημέρα της μάχης

[11,8] τῇ δ´ ὑστεραίᾳ Ξέρξης μέν, παρὰ προσδοκίαν αὐτῷ τῆς μάχης λαβούσης τὸ τέλος, ἐξ ἁπάντων τῶν ἐθνῶν ἐπέλεξε τοὺς δοκοῦντας ἀνδρείᾳ καὶ θράσει διαφέρειν, καὶ πολλὰ δεηθεὶς αὐτῶν προεῖπεν, ὅτι βιασαμένοις μὲν αὐτοῖς τὴν εἴσοδον δωρεὰς ἀξιολόγους δώσει, φεύγουσι δὲ θάνατος ἔσται τὸ πρόστιμον. τούτων δὲ μετὰ μεγάλης συστροφῆς καὶ βίας ἐπιρραξάντων τοῖς Ἕλλησιν, οἱ περὶ Λεωνίδην τότε συμφράξαντες καὶ τείχει παραπλησίαν ποιησάμενοι τὴν σύστασιν ἐκθύμως ἠγωνίζοντο. ἐπὶ τοσοῦτο δὲ προέβησαν ταῖς προθυμίαις, ὥστε τοὺς εἰωθότας ἐκ διαδοχῆς μεταλαμβάνειν τῆς μάχης οὐ συνεχώρησαν, ἀλλὰ τῇ συνεχείᾳ τῆς κακοπαθείας περιγενόμενοι πολλοὺς ἀνῄρουν τῶν ἐπιλέκτων βαρβάρων. ἐνημερεύοντες δὲ τοῖς κινδύνοις ἡμιλλῶντο πρὸς ἀλλήλους· οἱ μὲν γὰρ πρεσβύτεροι πρὸς τὰς τῶν νέων ἀκμὰς παρεβάλλοντο, οἱ δὲ νεώτεροι πρὸς τὰς τῶν πρεσβυτέρων ἐμπειρίας τε καὶ δόξας ἡμιλλῶντο. τέλος δὲ φευγόντων καὶ τῶν ἐπιλέκτων, οἱ τὴν ἐπιτεταγμένην στάσιν ἔχοντες τῶν βαρβάρων συμφράξαντες οὐκ εἴων φεύγειν τοὺς ἐπιλέκτους· διόπερ ἠναγκάζοντο πάλιν ἀναστρέφειν καὶ μάχεσθαι.

[11,8] Την επομένη, ο Ξέρξης, τώρα που η μάχη είχε τελειώσει αντίθετα από τις προσδοκίες του, διάλεξε από όλα τα έθνη τους άντρες οι οποίοι θεωρούνταν ότι υπερείχαν σε ανδρεία και τόλμη και μετά από πολλές παρακλήσεις τους ανήγγειλε προκαταβολικά ότι αν μεν κατάφερναν να παραβιάσουν την είσοδο θα τους έδινε αξιόλογα δώρα, αλλά αν τρέπονταν σε φυγή η ποινή θα ήταν ο θάνατος. Ετούτοι όρμησαν στους Έλληνες σε πολύ πυκνή διάταξη και με μεγάλη βιαιότητα, αλλά τότε οι άντρες του Λεωνίδα πύκνωσαν κι αυτοί τις γραμμές τους και κάνοντας την παράταξή τους σαν τοίχος αγωνίζονταν μανιασμένα. Ο ζήλος τους έφτασε σε τέτοιο βαθμό ώστε οι γραμμές που συνηθίζεται να μετέχουν εκ περιτροπής στη μάχη δεν υποχωρούσαν, αλλά υπομένοντας αδιαλείπτως τα δεινά σκότωναν πολλούς από τους επίλεκτους βαρβάρους. Πολεμώντας όλη την ημέρα, αμιλλόταν ο ένας τον άλλο· οι μεγαλύτεροι σε ηλικία παραβάλλονταν με την ακμή των νέων, ενώ οι νεότεροι συναγωνίζονταν την εμπειρία και τη δόξα των μεγαλυτέρων. Όταν τελικά τράπηκαν σε φυγή και οι επίλεκτοι, οι βάρβαροι που ήταν παραταγμένοι πίσω από αυτούς, πύκνωσαν πάλι τις γραμμές τους και δεν άφηναν τους επίλεκτους να τραπούν σε φυγή, κι έτσι αναγκάζονταν να στραφούν πάλι κατά μπρος και να πολεμήσουν.

Ο Εφιάλτης

ἀπορουμένου δὲ τοῦ βασιλέως καὶ νομίζοντος μηδένα τολμήσειν ἔτι μάχεσθαι, ἧκε πρὸς αὐτὸν Τραχίνιός τις τῶν ἐγχωρίων, ἔμπειρος ὢν τῆς ὀρεινῆς χώρας. οὗτος τῷ Ξέρξῃ προσελθὼν ἐπηγγείλατο διά τινος ἀτραποῦ στενῆς καὶ παρακρήμνου τοὺς Πέρσας ὁδηγήσειν, ὥστε γενέσθαι τοὺς συνελθόντας αὐτῷ κατόπιν τῶν περὶ τὸν Λεωνίδην, καὶ τούτῳ τῷ τρόπῳ περιληφθέντας αὐτοὺς εἰς τὸ μέσον ῥᾳδίως ἀναιρεθήσεσθαι. ὁ δὲ βασιλεὺς περιχαρὴς ἐγένετο, καὶ τιμήσας δωρεαῖς τὸν Τραχίνιον συνεξέπεμψεν αὐτῷ στρατιώτας δισμυρίους νυκτός. τῶν δὲ παρὰ τοῖς Πέρσαις τις ὄνομα Τυρραστιάδας, τὸ γένος ὢν Κυμαῖος, φιλόκαλος δὲ καὶ τὸν τρόπον ὢν ἀγαθός, διαδρὰς ἐκ τῆς τῶν Περσῶν παρεμβολῆς νυκτὸς ἧκε πρὸς τοὺς περὶ τὸν Λεωνίδην, καὶ τὰ περὶ τὸν Τραχίνιον ἀγνοοῦσιν ἐδήλωσεν.

[11,9] Ἀκούσαντες δ´ οἱ Ἕλληνες συνήδρευσαν περὶ μέσας νύκτας καὶ ἐβουλεύοντο περὶ τῶν ἐπιφερομένων κινδύνων. ἔνιοι μὲν οὖν ἔφασαν δεῖν παραχρῆμα καταλιπόντας τὰς παρόδους διασώζεσθαι πρὸς τοὺς συμμάχους· ἀδύνατον γὰρ εἶναι τοῖς μείνασι τυχεῖν σωτηρίας· Λεωνίδης δὲ ὁ βασιλεὺς τῶν Λακεδαιμονίων φιλοτιμούμενος αὑτῷ τε δόξαν περιθεῖναι μεγάλην καὶ τοῖς Σπαρτιάταις, προσέταξε τοὺς μὲν ἄλλους Ἕλληνας ἅπαντας ἀπιέναι καὶ σώζειν ἑαυτούς, ἵνα κατὰ τὰς ἄλλας μάχας συναγωνίζωνται τοῖς Ἕλλησιν, αὐτοὺς δὲ τοὺς Λακεδαιμονίους ἔφησε δεῖν μένειν καὶ τὴν φυλακὴν τῶν παρόδων μὴ λιπεῖν· πρέπειν γὰρ τοὺς ἡγουμένους τῆς Ἑλλάδος ὑπὲρ τῶν πρωτείων ἀγωνιζομένους ἀποθνήσκειν ἑτοίμως. εὐθὺς οὖν οἱ μὲν ἄλλοι πάντες ἀπηλλάγησαν, ὁ δὲ Λεωνίδης μετὰ τῶν πολιτῶν ἡρωικὰς πράξεις καὶ παραδόξους ἐπετελέσατο. ὀλίγων δ´ ὄντων Λακεδαιμονίων, Θεσπιεῖς γὰρ μόνους παρακατέσχε, καὶ τοὺς σύμπαντας ἔχων οὐ πλείους τῶν πεντακοσίων, ἕτοιμος ἦν ὑποδέξασθαι τὸν ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος θάνατον. μετὰ δὲ ταῦτα οἱ μὲν μετὰ τοῦ Τραχινίου Πέρσαι περιελθόντες τὰς δυσχωρίας ἄφνω τοὺς περὶ τὸν Λεωνίδην ἀπέλαβον εἰς τὸ μέσον, οἱ δ´ Ἕλληνες τὴν μὲν σωτηρίαν ἀπογνόντες, τὴν δ´ εὐδοξίαν ἑλόμενοι, μιᾷ φωνῇ τὸν ἡγούμενον ἠξίουν ἄγειν ἐπὶ τοὺς πολεμίους, πρὶν ἢ γνῶναι τοὺς Πέρσας τὴν τῶν ἰδίων περίοδον. Λεωνίδης δὲ τὴν ἑτοιμότητα τῶν στρατιωτῶν ἀποδεξάμενος, τούτοις παρήγγειλε ταχέως ἀριστοποιεῖσθαι, ὡς ἐν ᾅδου δειπνησομένους· αὐτὸς δ´ ἀκολούθως τῇ παραγγελίᾳ τροφὴν προσηνέγκατο, νομίζων οὕτω δυνήσεσθαι πολὺν χρόνον ἰσχύειν καὶ φέρειν τὴν ἐν τοῖς κινδύνοις ὑπομονήν. ἐπεὶ δὲ συντόμως ἀναλαβόντες αὑτοὺς ἕτοιμοι πάντες ὑπῆρξαν, παρήγγειλε τοῖς στρατιώταις εἰσπεσόντας εἰς τὴν παρεμβολὴν φονεύειν τοὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἐπ´ αὐτὴν ὁρμῆσαι τὴν τοῦ βασιλέως σκηνήν.

 

Κι ενώ ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και πίστευε πως κανένας δε θα τολμούσε πια να μπει στη μάχη, πήγε σ’ αυτόν κάποιος ντόπιος Τραχίνιος, που γνώριζε καλά την ορεινή περιοχή. Αυτός, αφού παρουσιάστηκε στον Ξέρξη, του υποσχέθηκε να οδηγήσει τους Πέρσες μέσα από κάποιο στενό και απόκρημνο μονοπάτι, έτσι ώστε εκείνοι που θα πήγαιναν μαζί του θα βρίσκονταν πίσω από τους άντρες του Λεωνίδα, οι οποίοι θα βρίσκονταν έτσι περικυκλωμένοι και θα ήταν εύκολο να σκοτωθούν. Ο βασιλιάς καταχάρηκε και, αφού τίμησε με δώρα τον Τραχίνιο, έστειλε μαζί του τη νύχτα είκοσι χιλιάδες στρατιώτες. Κάποιος όμως από τους Πέρσες ονόματι Τυρραστιάδας, που καταγόταν από την Κύμη, έντιμος άνθρωπος και καλού χαρακτήρα, δραπέτευσε από το στρατόπεδο των Περσών τη νύχτα και πήγε στους άντρες του Λεωνίδα φανερώνοντάς τους τα σχετικά με τον Τραχίνιο που αγνοούσαν.

[11,9]  Μαθαίνοντάς τα οι Έλληνες συνεδρίασαν μέσα στη μέση της νύχτας και συσκέπτονταν σχετικά τους επικείμενους κινδύνους. Μερικοί λοιπόν είπαν ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν αμέσως τα περάσματα και να αναζητήσουν ασφάλεια κοντά στους συμμάχους, γιατί ήταν αδύνατο να σωθούν όσοι θα έμεναν. Ο Λεωνίδας όμως, ο βασιλιάς των Λακεδαιμονίων, φιλοδοξώντας να περιβάλει τόσο τον εαυτό του όσο και τους Σπαρτιάτες με μεγάλη δόξα, πρόσταξε όλους τους άλλους Έλληνες να φύγουν και να σωθούν, έτσι ώστε στις άλλες μάχες να πολεμήσουν μαζί με τους Έλληνες, οι ίδιοι όμως οι Λακεδαιμόνιοι, είπε, έπρεπε να μείνουν και να μην εγκαταλείψουν τη φύλαξη των περασμάτων, διότι εκείνοι που ηγούνται της Ελλάδας οφείλουν να πεθαίνουν πρόθυμα αγωνιζόμενοι για τα πρωτεία. Αμέσως λοιπόν όλοι οι άλλοι έφυγαν, ενώ ο Λεωνίδας μαζί με τους συμπολίτες του εκτέλεσε ηρωικές και εκπληκτικές πράξεις. Μολονότι οι Λακεδαιμόνιοι ήταν λίγοι, γιατί είχε κρατήσει μόνο τους Θεσπιείς και συνολικά δεν είχε περισσότερους από πεντακόσιους άντρες, ήταν έτοιμος να υποδεχτεί το θάνατο για χάρη της Ελλάδας. Μετά από αυτά, οι Πέρσες που συνόδευαν τον Τραχίνιοι, αφού έκαναν το γύρο της δύσβατης περιοχής, βρέθηκαν ξαφνικά πίσω από τους άντρες του Λεωνίδα, και οι Έλληνες, έχοντας παραιτηθεί από κάθε ελπίδα σωτηρίας και επιλέγοντας την καλή φήμη, ζητούσαν με μια φωνή από τον αρχηγό τους να τους οδηγήσει εναντίον των εχθρών, πριν μάθουν οι Πέρσες ότι οι δικοί τους είχαν κάνει τον  κύκλο. Ο Λεωνίδας, αποδεχόμενος την ετοιμότητα των στρατιωτών του, τους παρήγγειλε να ετοιμάσουν γρήγορα το πρωινό τους, αφού το δείπνο τους θα το έπαιρναν στον Άδη. Όσο για τον ίδιο, έφαγε επίσης, σύμφωνα με τη διαταγή που είχε δώσει, πιστεύοντας πως έτσι θα μπορούσε να διατηρήσει τις δυνάμεις του για πολύ χρόνο και να έχει αντοχή στους κινδύνους της μάχης. Μόλις ανέλαβαν μετά από λίγο τις δυνάμεις τους και ήταν όλοι έτοιμοι, ο Λεωνίδας πρόσταξε τους στρατιώτες να επιτεθούν στο στρατόπεδο των αντιπάλων, να σκοτώσουν όσους συναντήσουν και να ορμήσουν στην ίδια τη σκηνή του βασιλιά.

Η τρίτη ημέρα της μάχης

[11,10] οὗτοι μὲν οὖν ἀκολούθως ταῖς παραγγελίαις συμφράξαντες νυκτὸς εἰσέπεσον εἰς τὴν τῶν Περσῶν στρατοπεδείαν, προκαθηγουμένου τοῦ Λεωνίδου· οἱ δὲ βάρβαροι διάτε τὸ παράδοξον καὶ τὴν ἄγνοιαν μετὰ πολλοῦ θορύβου συνέτρεχον ἐκ τῶν σκηνῶν ἀτάκτως, καὶ νομίσαντες τοὺς μετὰ τοῦ Τραχινίου πορευομένους ἀπολωλέναι καὶ τὴν δύναμιν ἅπασαν τῶν Ἑλλήνων παρεῖναι, κατεπλάγησαν. διὸ καὶ πολλοὶ μὲν ὑπὸ τῶν περὶ τὸν Λεωνίδην ἀνῃροῦντο, πλείους δὲ ὑπὸ τῶν ἰδίων ὡς ὑπὸ πολεμίων διὰ τὴν ἄγνοιαν ἀπώλοντο. ἥ τε γὰρ νὺξ ἀφῃρεῖτο τὴν ἀληθινὴν ἐπίγνωσιν, ἥ τε ταραχὴ καθ´ ὅλην οὖσα τὴν στρατοπεδείαν εὐλόγως πολὺν ἐποίει φόνον· ἔκτεινον γὰρ ἀλλήλους, οὐ διδούσης τῆς περιστάσεως τὸν ἐξετασμὸν ἀκριβῆ διὰ τὸ μήτε ἡγεμόνος παραγγελίαν μήτε συνθήματος ἐρώτησιν μήτε ὅλως διανοίας κατάστασιν ὑπάρχειν. εἰ μὲν οὖν ὁ βασιλεὺς ἔμεινεν ἐπὶ τῆς βασιλικῆς σκηνῆς, ῥᾳδίως ἂν καὶ αὐτὸς ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ἀνῄρητο καὶ ὁ πόλεμος ἅπας ταχείας ἂν ἐτετεύχει καταλύσεως· νῦν δ´ ὁ μὲν Ξέρξης ἦν ἐκπεπηδηκὼς πρὸς τὴν ταραχήν, οἱ δ´ Ἕλληνες εἰσπεσόντες εἰς τὴν σκηνὴν τοὺς ἐγκαταληφθέντας ἐν αὐτῇ σχεδὸν ἅπαντας ἐφόνευσαν. τῆς δὲ νυκτὸς καθεστώσης ἐπλανῶντο καθ´ ὅλην τὴν παρεμβολὴν ζητοῦντες τὸν Ξέρξην εὐλόγως· ἡμέρας δὲ γενομένης καὶ τῆς ὅλης περιστάσεως δηλωθείσης, οἱ μὲν Πέρσαι θεωροῦντες ὀλίγους ὄντας τοὺς Ἕλληνας, κατεφρόνησαν αὐτῶν, καὶ κατὰ στόμα μὲν οὐ συνεπλέκοντο, φοβούμενοι τὰς ἀρετὰς αὐτῶν, ἐκ δὲ τῶν πλαγίων καὶ ἐξόπισθεν περιιστάμενοι καὶ πανταχόθεν τοξεύοντες καὶ ἀκοντίζοντες ἅπαντας ἀπέκτειναν. οἱ μὲν οὖν μετὰ Λεωνίδου τὰς ἐν Θερμοπύλαις παρόδους τηροῦντες τοιοῦτον ἔσχον τοῦ βίου τὸ τέλος.

[11,10]  Εκείνοι λοιπόν, σύμφωνα με τις εντολές του, έπεσαν, ενώ ήταν ακόμη νύχτα, σαν ένα σώμα στο στρατόπεδο των Περσών, με τον Λεωνίδα επικεφαλής να τους οδηγεί. Οι βάρβαροι, τόσο λόγω του αναπάντεχου της επίθεσης όσο και από άγνοια, έβγαιναν από τις σκηνές όλοι μαζί τρέχοντας άτακτα μέσα σε μεγάλη ταραχή, και νομίζοντας ότι οι στρατιώτες που είχαν φύγει με τον Τραχίνιο είχαν χαθεί και ότι είχε έρθει καταπάνω τους όλη η δύναμη των Ελλήνων, κατατρόμαξαν. Γι’ αυτό και σκοτώθηκαν πολλοί από τους άντρες του Λεωνίδα, αλλά ακόμη περισσότεροι χάθηκαν από τους ίδιους τους συντρόφους τους που, μέσα στην άγνοιά τους, τους περνούσαν για εχθρούς. Γιατί, από τη μια, η νύχτα στερούσε την αληθινή επίγνωση των πραγμάτων και, από την άλλη, η ταραχή που είχε απλωθεί σε όλο το στρατόπεδο ήταν λογικό να δημιουργεί μεγάλο μακελειό, αφού αλληλοσκοτώνονταν, καθώς οι περιστάσεις δεν επέτρεπαν λεπτομερή εξέταση, επειδή δεν υπήρχαν εντολές από κάποιον αρχηγό ούτε κάποιο σύνθημα για να το ζητήσουν ούτε, γενικά, κάποια λογική στην όλη κατάσταση. Αν λοιπόν ο βασιλιάς είχε μείνει στη βασιλική σκηνή, εύκολα θα είχε σκοτωθεί κι αυτός από τους Έλληνες και όλος ο πόλεμος θα είχε φτάσει σε γρήγορο τέλος. Όπως όμως είχε το πράγμα, ο Ξέρξης είχε πεταχτεί έξω στην αναταραχή, και οι Έλληνες, ορμώντας μέσα στη σκηνή, σκότωσαν σχεδόν όλους όσους βρήκαν μέσα. Όσο ήταν ακόμα νύχτα, περιπλανιόνταν μέσα σε όλο το στρατόπεδο αναζητώντας, όπως ήταν λογικό, τον Ξέρξη. Όταν όμως ξημέρωσε και φανερώθηκε η όλη κατάσταση, οι Πέρσες, βλέποντας πως οι Έλληνες ήταν λίγοι, τους αψήφησαν. Δεν συγκρούστηκαν βέβαια μαζί τους πρόσωπο με πρόσωπο, φοβούμενοι την ανδρεία τους, αλλά τους κύκλωσαν από τα πλάγια και από πίσω και, ρίχνοντας τους από παντού βέλη και ακόντια, τους σκότωσαν όλους. Έτσι λοιπόν τελείωσαν τη ζωή τους οι άντρες που φύλαγαν τα περάσματα στις Θερμοπύλες μαζί με τον Λεωνίδα. Έπαινος –  Επιγράμματα

[11,11] Ὧν τὰς ἀρετὰς τίς οὐκ ἂν θαυμάσειεν; οἵτινες μιᾷ γνώμῃ χρησάμενοι τὴν μὲν ἀφωρισμένην τάξιν ὑπὸ τῆς Ἑλλάδος οὐκ ἔλιπον, τὸν ἑαυτῶν δὲ βίον προθύμως ἐπέδωκαν εἰς τὴν κοινὴν τῶν Ἑλλήνων σωτηρίαν, καὶ μᾶλλον εἵλοντο τελευτᾶν καλῶς ἢ ζῆν αἰσχρῶς. καὶ τὴν τῶν Περσῶν δὲ κατάπληξιν οὐκ ἄν τις ἀπιστήσαι γενέσθαι. τίς γὰρ ἂν τῶν βαρβάρων ὑπέλαβε τὸ γεγενημένον; τίς δ´ ἂν προσεδόκησεν ὅτι πεντακόσιοι τὸν ἀριθμὸν ὄντες ἐτόλμησαν ἐπιθέσθαι ταῖς ἑκατὸν μυριάσι; διὸ καὶ τίς οὐκ ἂν τῶν μεταγενεστέρων ζηλώσαι τὴν ἀρετὴν τῶν ἀνδρῶν, οἵτινες τῷ μεγέθει τῆς περιστάσεως κατεσχημένοι τοῖς μὲν σώμασι κατεπονήθησαν, ταῖς δὲ ψυχαῖς οὐχ ἡττήθησαν; τοιγαροῦν οὗτοι μόνοι τῶν μνημονευομένων κρατηθέντες ἐνδοξότεροι γεγόνασι τῶν ἄλλων τῶν τὰς καλλίστας νίκας ἀπενηνεγμένων. χρὴ γὰρ οὐκ ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων κρίνειν τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας, ἀλλ´ ἐκ τῆς προαιρέσεως· τοῦ μὲν γὰρ ἡ τύχη κυρία, τοῦ δ´ ἡ προαίρεσις δοκιμάζεται. τίς γὰρ ἂν ἐκείνων ἀμείνους ἄνδρας κρίνειεν, οἵτινες οὐδὲ τῷ χιλιοστῷ μέρει τῶν πολεμίων ἴσοι τὸν ἀριθμὸν ὄντες ἐτόλμησαν τοῖς ἀπιστουμένοις πλήθεσι παρατάξαι τὴν ἑαυτῶν ἀρετήν; οὐ κρατήσειν τῶν τοσούτων μυριάδων ἐλπίζοντες, ἀλλ´ ἀνδραγαθίᾳ τοὺς πρὸ αὐτῶν ἅπαντας ὑπερβαλεῖν νομίζοντες, καὶ τὴν μὲν μάχην αὑτοῖς εἶναι κρίνοντες πρὸς τοὺς βαρβάρους, τὸν ἀγῶνα δὲ καὶ τὴν ὑπὲρ τῶν ἀριστείων κρίσιν πρὸς ἅπαντας τοὺς ἐπ´ ἀρετῇ θαυμαζομένους ὑπάρχειν. μόνοι γὰρ τῶν ἐξ αἰῶνος μνημονευομένων εἵλοντο μᾶλλον τηρεῖν τοὺς τῆς πόλεως νόμους ἢ τὰς ἰδίας ψυχάς, οὐ δυσφοροῦντες ἐπὶ τῷ μεγίστους ἑαυτοῖς ἐφεστάναι κινδύνους, ἀλλὰ κρίνοντες εὐκταιότατον εἶναι τοῖς ἀρετὴν ἀσκοῦσι τοιούτων ἀγώνων τυγχάνειν. δικαίως δ´ ἄν τις τούτους καὶ τῆς κοινῆς τῶν Ἑλλήνων ἐλευθερίας αἰτίους ἡγήσαιτο ἢ τοὺς ὕστερον ἐν ταῖς πρὸς Ξέρξην μάχαις νικήσαντας· τούτων γὰρ τῶν πράξεων μνημονεύοντες οἱ μὲν βάρβαροι κατεπλάγησαν, οἱ δὲ Ἕλληνες παρωξύνθησαν πρὸς τὴν ὁμοίαν ἀνδραγαθίαν. καθόλου δὲ μόνοι τῶν πρὸ ἑαυτῶν διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς ἀρετῆς εἰς ἀθανασίαν μετήλλαξαν. διόπερ οὐχ οἱ τῶν ἱστοριῶν συγγραφεῖς μόνον, ἀλλὰ πολλοὶ καὶ τῶν ποιητῶν καθύμνησαν αὐτῶν τὰς ἀνδραγαθίας· ὧν γέγονε καὶ Σιμωνίδης, ὁ μελοποιός, ἄξιον τῆς ἀρετῆς αὐτῶν ποιήσας ἐγκώμιον, ἐν ᾧ λέγει

 

 

 

 

 

 

 

τῶν ἐν Θερμοπύλαις θανόντων

εὐκλεὴς μὲν ἁ τύχα, καλὸς δ´ ὁ πότμος,

βωμὸς δ´ ὁ τάφος, πρὸ γόων δὲ μνᾶστις,

ὁ δ´ οἶτος ἔπαινος.

ἐντάφιον δὲ τοιοῦτον οὔτ´ εὐρὼς

οὔθ´ ὁ πανδαμάτωρ ἀμαυρώσει χρόνος

ἀνδρῶν ἀγαθῶν.

ὁ δὲ σηκὸς οἰκέταν εὐδοξίαν Ἑλλάδος εἵλετο.

μαρτυρεῖ δὲ Λεωνίδας ὁ Σπάρτας βασιλεύς,

ἀρετᾶς μέγαν λελοιπὼς κόσμον ἀέναόν τε κλέος.

 

 

 

 

 

 

[11,11] Ποιος δε θα θαύμαζε τις αρετές αυτών των αντρών; Των αντρών αυτών που, ομόψυχα, δεν εγκατέλειψαν τη θέση που τους είχε ορίσει η Ελλάδα, αλλά πρόσφεραν πρόθυμα τη δική τους ζωή για την κοινή σωτηρία των Ελλήνων και προτίμησαν να πεθάνουν τιμημένα παρά να ζήσουν ατιμασμένα. Αλλά ούτε τον τρόμο των Περσών θα μπορούσε κάποιος να αμφισβητήσει ότι υπήρξε. Γιατί ποιος από τους βαρβάρους μπορούσε να συλλάβει αυτό που έγινε; Ποιος μπορούσε να περιμένει ότι πεντακόσιοι μόλις άνθρωποι θα τολμούσαν να επιτεθούν σε ένα εκατομμύριο άντρες; Γι’ αυτό, ποιος από τους μεταγενέστερους δε θα ζήλευε την αρετή εκείνων των ανδρών που, νικημένοι από το μέγεθος της περίστασης, υποτάχτηκαν μεν σωματικά αλλά οι ψυχές τους δεν ηττήθηκαν; Κατά συνέπεια, μόνο αυτοί από όσους μνημονεύονται έχουν γίνει, ενώ ηττήθηκαν, ενδοξότεροι από άλλους που κέρδισαν τις ωραιότερες νίκες. Γιατί τους γενναίους άντρες δεν πρέπει να τους κρίνουμε από το αποτέλεσμα αλλά από την πρόθεση, εφόσον στη μια περίπτωση κυριαρχεί η τύχη, ενώ στην άλλη εκείνο που δοκιμάζεται είναι η πρόθεση. Γιατί ποιος θα έκρινε καλύτερους άλλους άνδρες από εκείνους που, αν και δεν ήταν ίσοι ούτε με το ένα χιλιοστό μέρος των αντιπάλων, τόλμησαν να παρατάξουν τη δική τους ανδρεία ενάντια σε απίστευτα πλήθη; Δεν ήλπιζαν να επικρατήσουν τόσων πολλών μυριάδων, αλλά θεώρησαν ότι έπρεπε να ξεπεράσουν σε ανδραγαθία όλους τους προγενέστερους αυτών, και έκριναν ότι η μάχη που είχαν να δώσουν ήταν προς τους βαρβάρους, αλλά ο αγώνας και το βραβείο της γενναιότητας ήταν προς όλους όσους θα θαυμάζονταν για την ανδρεία τους. Γιατί μόνο αυτοί από όλους όσους μνημονεύονται από την αυγή του χρόνου, επέλεξαν να διαφυλάξουν τους νόμους της χώρας του μάλλον παρά τις ίδιες τους τις ζωές, χωρίς να δυσφορούν για το γεγονός ότι απειλούνταν από τους μέγιστους των κινδύνων, αλλά κρίνοντας ότι το πιο επιθυμητό για εκείνους που ασκούν την αρετή είναι να δίνουν τέτοιους αγώνες. Δίκαια θα θεωρούσε κανείς ότι τούτοι ήταν περισσότερο υπεύθυνοι για την κοινή ελευθερία των Ελλήνων, απ’ ότι εκείνοι που νίκησαν αργότερα στις μάχες εναντίον του Ξέρξη, γιατί ενθυμούμενοι τούτες τις πράξεις οι βάρβαροι κατατρόμαζαν, ενώ οι Έλληνες παρακινούνταν προς όμοια ανδραγαθία. Γενικά, μόνο αυτοί οι άντρες, από όσους υπήρξαν πριν από αυτούς, πέρασαν στην αθανασία λόγω της εξαιρετικής τους ανδρείας. Γι’ αυτό, όχι μόνο οι ιστορικοί συγγραφείς αλλά και πολλοί από τους ποιητές ύμνησαν τις ανδραγαθίες τους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Σιμωνίδης, ο λυρικός ποιητής, που συνέθεσε ένα εγκώμιο, αντάξιο της αρετής τους, στο οποίο λέει:

 

Για κείνους που πέθαναν στις Θερμοπύλες,

ένδοξη η τύχη, ωραίος ο θάνατος,

βωμός ο τάφος, μνήμη παντοτινή αντί για θρήνος,

κι η μοίρα τους αντικείμενο εγκωμίων.

Σάβανο σαν κι αυτό μήτε η σαπίλα

μήτε ο χρόνος ο πανδαμάτορας θα αμαυρώσει

των γενναίων ανδρών.

Και το μνήμα την καλή φήμη της Ελλάδας διάλεξε για ένοικό του.

Μάρτυρας είναι ο Λεωνίδας, ο βασιλιάς της Σπάρτης,

που μέγα στολίδι άφησε πίσω του την αρετή και δόξα αιώνια.

Η μάχη των Θερμοπυλών αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές μάχες στην ελληνική και στην παγκόσμια ιστορία. Κυρίως όμως από ηθική άποψη είναι λαμπρό παράδειγμα αυταπάρνησης, αυτοθυσίας και υπακοής στην πατρίδα. Η μάχη έδειξε τα πλεονεκτήματα της στρατιωτικής εκπαίδευσης των Σπαρτιατών, του καλύτερου εξοπλισμού και της έξυπνης χρήσης της διαμόρφωσης του εδάφους.

(2983)

3,513 total views, no views today

Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΠΛΑΤΑΙΩΝ, 479 π.ν.χ. Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΗΘΟΥΣ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ

Platee2

ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΘΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΟΥΜΕ ΤΗ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ ΣΤΗ ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΠΛΑΤΑΙΩΝ, ΠΟΥ ΔΙΕΣΩΣΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΠΟΛΥΤΙΣΜΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΡΒΑΡΙΚΟ ΔΕΣΠΟΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ.

ΠΑΡΟΤΙ ΟΙ ΔΥΟ ΠΗΓΕΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΕΙΝΑΙ ΛΙΓΕΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ (ΗΡΟΔΟΤΟΣ)

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΟΥ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΣΤΑ ΜΗΔΙΚΑ, ΕΝ ΤΟΥΤΙΣ Ο ΗΡΟΔΟΤΟΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ  ΣΤΑ ΓΡΑΦΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΕΝΤΕΧΝΑ ΑΦΗΝΕΙ ΤΟΝ ΣΚΕΠΤΟΜΕΝΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΠΟΣΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΗΤΑΝ Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΗΣ ΦΑΛΛΑΓΓΑΣ, ΚΑΘΟΛΗ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ

ΚΑΙ ΠΟΣΟ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΑ  ΔΟΘΗΚΕ  Η ΝΙΚΗ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

ΠΑΡΑΘΕΤΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΥΟ ΠΗΓΕΣ ΑΠΟ ΗΡΟΔΟΤΟ ΚΑΙ ΔΙΟΔΩΡΟ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ,

ΩΣΤΕ ΝΑ ΚΡΙΝΕΤΕ ΑΜΕΡΟΠΛΗΠΤΑ  ΤΟ ΗΘΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΟΛΗΣ ΚΡΑΤΟΣ ΣΠΑΡΤΗΣ.

Platee4

Τα γεγονότα σύμφωνα με τον Ηρόδοτο

Ηροδότου Ιστορίαι, ΒΙΒΛΙΟ Η ΟΥΡΑΝΙΑ, ΒΙΒΛΙΟ Θ ΚΑΛΛΙΟΠΗ

 [8,100] καὶ περὶ Πέρσας μὲν ἦν ταῦτα τὸν πάντα μεταξὺ χρόνον γενόμενον, μέχρι οὗ Ξέρξης αὐτός σφεας ἀπικόμενος ἔπαυσε. Μαρδόνιος δὲ ὁρῶν μὲν Ξέρξην συμφορὴν μεγάλην ἐκ τῆς ναυμαχίης ποιεύμενον, ὑποπτεύων δὲ αὐτὸν δρησμὸν βουλεύειν ἐκ τῶν Ἀθηνέων, φροντίσας πρὸς ἑωυτὸν ὡς δώσει δίκην ἀναγνώσας βασιλέα στρατεύεσθαι ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, καί οἱ κρέσσον εἴη ἀνακινδυνεῦσαι ἢ κατεργάσασθαι τὴν Ἑλλάδα ἢ αὐτὸν καλῶς τελευτῆσαι τὸν βίον ὑπὲρ μεγάλων αἰωρηθέντα· πλέον μέντοι ἔφερέ οἱ ἡ γνώμη κατεργάσασθαι τὴν Ἑλλάδα· λογισάμενος ὦν ταῦτα προσέφερε τὸν λόγον τόνδε. (2) “δέσποτα, μήτε λυπέο μήτε συμφορὴν μηδεμίαν μεγάλην ποιεῦ τοῦδε τοῦ γεγονότος εἵνεκα πρήγματος. οὐ γὰρ ξύλων ἀγὼν ὁ τὸ πᾶν φέρων ἐστὶ ἡμῖν, ἀλλ᾽ ἀνδρῶν τε καὶ ἵππων. σοὶ δὲ οὔτε τις τούτων τῶν τὸ πᾶν σφίσι ἤδη δοκεόντων κατεργάσθαι ἀποβὰς ἀπὸ τῶν νεῶν πειρήσεται ἀντιωθῆναι οὔτ᾽ ἐκ τῆς ἠπείρου τῆσδε· οἵ τε ἡμῖν ἠντιώθησαν, ἔδοσαν δίκας. (3) εἰ μέν νυν δοκέει, αὐτίκα πειρώμεθα τῆς Πελοποννήσου· εἰ δὲ καὶ δοκέει ἐπισχεῖν, παρέχει ποιέειν ταῦτα. μηδὲ δυσθύμεε· οὐ γὰρ ἔστι Ἕλλησι οὐδεμία ἔκδυσις μὴ οὐ δόντας λόγον τῶν ἐποίησαν νῦν τε καὶ πρότερον εἶναι σοὺς δούλους. μάλιστα μέν νυν ταῦτα ποίεε· εἰ δ᾽ ἄρα τοι βεβούλευται αὐτὸν ἀπελαύνοντα ἀπάγειν τὴν στρατιήν, ἄλλην ἔχω καὶ ἐκ τῶνδε βουλήν. (4) σὺ Πέρσας, βασιλεῦ, μὴ ποιήσῃς καταγελάστους γενέσθαι Ἕλλησι· οὐδὲ γὰρ ἐν Πέρσῃσί τοί τι δεδήληται τῶν πρηγμάτων, οὐδ᾽ ἐρέεις ὅκου ἐγενόμεθα ἄνδρες κακοί. εἰ δὲ Φοίνικές τε καὶ Αἰγύπτιοι καὶ Κύπριοί τε καὶ Κίλικες κακοὶ ἐγένοντο, οὐδὲν πρὸς Πέρσας τοῦτο προσήκει τὸ πάθος. (5) ἤδη ὦν, ἐπειδὴ οὐ Πέρσαι τοι αἴτιοι ἐισί, ἐμοὶ πείθεο· εἴ τοι δέδοκται μὴ παραμένειν, σὺ μὲν ἐς ἤθεα τὰ σεωυτοῦ ἀπέλαυνε τῆς στρατιῆς ἀπάγων τὸ πολλόν, ἐμὲ δὲ σοὶ χρὴ τὴν Ἑλλάδα παρασχεῖν δεδουλωμένην, τριήκοντα μυριάδας τοῦ στρατοῦ ἀπολεξάμενον”.[8,101] ταῦτα ἀκούσας Ξέρξης ὡς ἐκ κακῶν ἐχάρη τε καὶ ἥσθη, πρὸς Μαρδόνιόν τε βουλευσάμενος ἔφη ὑποκρινέεσθαι ὁκότερον ποιήσει τούτων.[8,113] οἱ δ᾽ ἀμφὶ Ξέρξην ἐπισχόντες ὀλίγας ἡμέρας μετὰ τὴν ναυμαχίην ἐξήλαυνον ἐς Βοιωτοὺς τὴν αὐτὴν ὁδόν. ἔδοξε γὰρ Μαρδονίῳ ἅμα μὲν προπέμψαι βασιλέα, ἅμα δὲ ἀνωρίη εἶναι τοῦ ἔτεος πολεμέειν, χειμερίσαι τε ἄμεινον εἶναι ἐν Θεσσαλίῃ, καὶ ἔπειτα ἅμα τῷ ἔαρι πειρᾶσθαι τῆς Πελοποννήσου. (2) ὡς δὲ ἀπίκατο ἐς τὴν Θεσσαλίην, ἐνθαῦτα Μαρδόνιος ἐξελέγετο πρώτους μὲν τοὺς Πέρσας πάντας τοὺς ἀθανάτους καλεομένους, πλὴν Ὑδάρνεος τοῦ στρατηγοῦ (οὗτος γὰρ οὐκ ἔφη λείψεσθαι βασιλέος), μετὰ δὲ τῶν ἄλλων Περσέων τοὺς θωρηκοφόρους καὶ τὴν ἵππον τὴν χιλίην, καὶ Μήδους τε καὶ Σάκας καὶ Βακτρίους τε καὶ Ἰνδούς, καὶ τὸν πεζὸν καὶ τὴν ἄλλην ἵππον. (3) ταῦτα μὲν ἔθνεα ὅλα εἵλετο, ἐκ δὲ τῶν ἄλλων συμμάχων ἐξελέγετο κατ᾽ ὀλίγους, τοῖσι εἴδεά τε ὑπῆρχε διαλέγων καὶ εἰ τεοῖσι τι χρηστὸν συνῄδεε πεποιημένον· ἓν δὲ πλεῖστον ἔθνος Πέρσας αἱρέετο, ἄνδρας στρεπτοφόρους τε καὶ ψελιοφόρους, ἐπὶ δὲ Μήδους· οὗτοι δὲ τὸ πλῆθος μὲν οὐκ ἐλάσσονες ἦσαν τῶν Περσέων, ῥώμῃ δὲ ἥσσονες. ὥστε σύμπαντας τριήκοντα μυριάδας γενέσθαι σὺν ἱππεῦσι. 

[8,114] ἐν δὲ τούτῳ τῷ χρόνῳ, ἐν τῷ Μαρδόνιός τε τὴν στρατιὴν διέκρινε καὶ Ξέρξης ἦν περὶ Θεσσαλίην, χρηστήριον ἐληλύθεε ἐκ Δελφῶν Λακεδαιμονίοισι, Ξέρξην αἰτέειν δίκας τοῦ Λεωνίδεω φόνου καὶ τὸ διδόμενον ἐξ ἐκείνου δέκεσθαι. πέμπουσι δὴ κήρυκα τὴν ταχίστην Σπαρτιῆται, ὃς ἐπειδὴ κατέλαβε ἐοῦσαν ἔτι πᾶσαν τὴν στρατιὴν ἐν Θεσσαλίῃ, ἐλθὼν ἐς ὄψιν τὴν Ξέρξεω ἔλεγε τάδε. (2) “ὦ βασιλεῦ Μήδων, Λακεδαιμόνιοί τέ σε καὶ Ἡρακλεῖδαι οἱ ἀπὸ Σπάρτης αἰτέουσι φόνου δίκας, ὅτι σφέων τὸν βασιλέα ἀπέκτεινας ῥυόμενον τὴν Ἑλλάδα”. ὁ δὲ γελάσας τε καὶ κατασχὼν πολλὸν χρόνον, ὥς οἱ ἐτύγχανε παρεστεὼς Μαρδόνιος, δεικνὺς ἐς τοῦτον εἶπε “τοιγὰρ σφι Μαρδόνιος ὅδε δίκας δώσει τοιαύτας οἵας ἐκείνοισι πρέπει”.

 

  1. […] Ο Μαρδόνιος κατάλαβε ότι ο Ξέρξης είχε λυπηθεί υπερβολικά για την ήττα στη Σαλαμίνα και μάντεψε ότι ήταν αποφασισμένος να φύγει από την Αθήνα. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, σίγουρος ότι ο βασιλιάς θα τον τιμωρούσε επειδή τον πίεσε να ξεκινήσει αυτή την εκστρατεία, σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερα να αναζωπυρώσει τον αγώνα, με σκοπό ή να κατακτήσει τελικά την Ελλάδα ή, αν αποτύγχανε, να πέθαινε πολεμώντας ηρωικά για ένα σπουδαίο στόχο, αν και προτιμούσε την πρώτη περίπτωση. Έτσι πλησίασε τον Ξέρξη με μια νέα πρόταση: «Κύριε μου, σε ικετεύω να μη λυπάσαι ούτε να θεωρήσεις μεγάλη συμφορά τα πρόσφατα γεγονότα. Τι σημασία έχουν μερικές σανίδες και ξυλεία; Η αποφασιστική μάχη δεν βασιζόταν σ’ αυτά αλλά στους άνδρες και στα άλογα. Ούτε ένας από τους άνδρες, που φαντάζονται ότι πέτυχαν απολύτως σ’ αυτή την εκστρατεία, δεν θα τολμήσει ν’ αφήσει το πλοίο του, για να σε αντιμετωπίσει, και ούτε οι Έλληνες που ζουν στα ηπειρωτικά θα το επιχειρήσουν. Αυτοί που το έκαναν, το πλήρωσαν ήδη. Γι’ αυτό προτείνω άμεση επίθεση στην Πελοπόννησο. Αν, πάλι, το προτιμάς, μπορούμε να περιμένουμε λίγο. Όμως, μην απογοητεύεσαι, γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να αποφύγουν οι Έλληνες την υποταγή. Θα λογοδοτήσουν επιτέλους για τις προσβολές που σου έκαναν τώρα και στο παρελθόν. Αυτή είναι η καλύτερη τακτική· ωστόσο, έχω άλλο ένα σχέδιο να σου προτείνω, στην περίπτωση που είσαι αποφασισμένος να αποσύρεις τον στρατό σου. Βασιλιά μου, μη δώσεις στους Έλληνες το δικαίωμα να γελούν σε βάρος μας. Καμιά από τις ατυχίες που αντιμετωπίσαμε δεν οφειλόταν σε δικό μας λάθος· δεν μπορείς να πεις ότι εμείς οι Πέρσες πολεμήσαμε ποτέ ως δειλοί. Αν οι Αιγύπτιοι και οι Φοίνικες και οι Κύπριοι και οι Κίλικες φάνηκαν δειλοί, αυτό το δυστύχημα δεν έχει καμία σχέση με τους Πέρσες. Άκουσε, λοιπόν, την πρόταση μου επειδή οι Πέρσες δεν είναι υπεύθυνοι· αν έχεις πάρει οριστικά την απόφαση να μη μείνεις άλλο εδώ, τότε γύρνα στην πατρίδα με το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού κι εγώ θα επωμιστώ, μαζί με τριακόσιες χιλιάδες επίλεκτους άνδρες, το καθήκον να σου παραδώσω την Ελλάδα αλυσοδεμένη».

 

  1. Μέσα στην απογοήτευση του, ο Ξέρξης δέχτηκε την πρόταση αυτή· για την ακρίβεια, χάρηκε και είπε στο Μαρδόνιο ότι θα σκεφτόταν τα δύο σχέδιά του και θα τον ειδοποιούσε ποιο προτιμούσε.

 

  1. Λίγες μέρες μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο στρατός του Ξέρξη άρχισε να υποχωρεί, διασχίζοντας τη Βοιωτία από τον ίδιο δρόμο που είχε ακολουθήσει και στην εισβολή του. Ο Μαρδόνιος ήθελε να συνοδεύσει τον βασιλιά μέχρι ένα σημείο της πορείας του και, επειδή δεν ήταν εποχή κατάλληλη για προέλαση, αποφάσισε να ξεχειμωνιάσει στη Θεσσαλία και να χτυπήσει την Πελοπόννησο την ερχόμενη άνοιξη. Φτάνοντας εκεί, διάλεξε τα στρατεύματα που θα υπηρετούσαν κάτω από τις διαταγές του. Αυτοί ήταν, κατ’ αρχάς, το περσικό σώμα των Αθανάτων, όλοι εκτός από τον διοικητή τους, τον Υδάρνη, που δεν ήθελε ν’ αφήσει τον βασιλιά· μετά, τους Πέρσες θωρακοφόρους και το τμήμα των επίλεκτων ιππέων, με χίλιους άνδρες και τέλος, τους Μήδους, τους Σάκες, τους Βακτρίους και τους Ινδούς, τόσο το ιππικό όσο και το πεζικό. Αυτά τα τμήματα τα πήρε ολόκληρα, όπως ήταν από τις άλλες εθνικότητες διάλεξε λίγους άνδρες από την καθεμιά, έχοντας ως κριτήριο άλλοτε την εμφάνισή τους κι άλλοτε πληροφορίες ότι είχαν διακριθεί στη μάχη, ώσπου συγκέντρωσε τον συνολικό αριθμό, πεζικού και ιππικού, τριακοσίων χιλιάδων ανδρών. Οι Πέρσες, με τα περιδέραια και τα βραχιόλια τους, αποτελούσαν το μεγαλύτερο τμήμα· ακολουθούσαν οι Μήδοι, μολονότι δεν ήταν κατώτεροι σε αριθμό αλλά σε δύναμη.

 

  1. Όσο ο Ξέρξης βρισκόταν στη Θεσσαλία κι ο Μαρδόνιος συγκέντρωνε άνδρες για τον στρατό του, οι Λακεδαιμόνιοι έλαβαν ένα μήνυμα από το μαντείο των Δελφών, που τους παρότρυνε να απαιτήσουν επανόρθωση από τον Ξέρξη για τον φόνο του Λεωνίδα και να δεχτούν ό,τι τους πρόσφερε. Οι Σπαρτιάτες έστειλαν αμέσως έναν αντιπρόσωπο, που πρόλαβε τον στρατό πριν φύγει από τη Θεσσαλία. Ζήτησε να δει τον Ξέρξη και είπε: «Βασιλιά των Μήδων, οι Λακεδαιμόνιοι και ο οίκος του Ηρακλή στη Σπάρτη απαιτεί ικανοποίηση για το αίμα, επειδή σκότωσες τον βασιλιά τους που πολεμούσε υπερασπιζόμενος την Ελλάδα». Ο Ξέρξης γέλασε και δεν απάντησε για λίγο· έπειτα, δείχνοντας τον Μαρδόνιο που έτυχε να στέκεται πλάι του, είπε: «Θα έχουν όση ικανοποίηση τους αξίζει από τον Μαρδόνιο». Ο αγγελιαφόρος δέχτηκε αυτή την απάντηση και γύρισε στην πατρίδα του.

 

Ο Αλέξανδρος του Αμύντα φέρνει μήνυμα του Μαρδόνιου στους Αθηναίους
 [8,140] […] ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Ἀμύντεω· ὡς δὲ ἀπίκετο ἐς τὰς Ἀθήνας ἀποπεμφθεὶς ὑπὸ Μαρδονίου, ἔλεγε τάδε. “ἄνδρες Ἀθηναῖοι, Μαρδόνιος τάδε λέγει. ἐμοὶ ἀγγελίη ἥκει παρὰ βασιλέος λέγουσα οὕτω”. Ἀθηναίοισι τὰς ἁμαρτάδας τὰς ἐς ἐμὲ ἐξ ἐκείνων γενομένας πάσας μετίημι. (2) νῦν τε ὧδε Μαρδόνιε ποίεε· τοῦτο μὲν τὴν γῆν σφι ἀπόδος, τοῦτο δὲ ἄλλην πρὸς ταύτῃ ἑλέσθων αὐτοί, ἥντινα ἂν ἐθέλωσι, ἐόντες αὐτόνομοι· ἱρά τε πάντα σφι, ἢν δὴ βούλωνταί γε ἐμοὶ ὁμολογέειν, ἀνόρθωσον, ὅσα ἐγὼ ἐνέπρησα”. τούτων δὲ ἀπιγμένων ἀναγκαίως ἔχει μοι ποιέειν ταῦτα, ἢν μὴ τὸ ὑμέτερον αἴτιον γένηται. (3) λέγω δὲ ὑμῖν τάδε. νῦν τί μαίνεσθε πόλεμον βασιλέι ἀειρόμενοι; οὔτε γὰρ ἂν ὑπερβάλοισθε οὔτε οἷοί τε ἐστὲ ἀντέχειν τὸν πάντα χρόνον. εἴδετε μὲν γὰρ τῆς Ξέρξεω στρατηλασίης τὸ πλῆθος καὶ τὰ ἔργα, πυνθάνεσθε δὲ καὶ τὴν νῦν παρ᾽ ἐμοὶ ἐοῦσαν δύναμιν· ὥστε καὶ ἢν ἡμέας ὑπερβάλησθε καὶ νικήσητε, τοῦ περ ὑμῖν οὐδεμία ἐλπὶς εἴ περ εὖ φρονέετε, ἄλλη παρέσται πολλαπλησίη. (4) μὴ ὦν βούλεσθε παρισούμενοι βασιλέι στέρεσθαι μὲν τῆς χώρης, θέειν δὲ αἰεὶ περὶ ὑμέων αὐτῶν, ἀλλὰ καταλύσασθε· παρέχει δὲ ὑμῖν κάλλιστα καταλύσασθαι, βασιλέος ταύτῃ ὁρμημένου. ἔστε ἐλεύθεροι, ἡμῖν ὁμαιχμίην συνθέμενοι ἄνευ τε δόλου καὶ ἀπάτης. (140B) Μαρδόνιος μὲν ταῦτα ὦ Ἀθηναῖοι ἐνετείλατό μοι εἰπεῖν πρὸς ὑμέας· ἐγὼ δὲ περὶ μὲν εὐνοίης τῆς πρὸς ὑμέας ἐούσης ἐξ ἐμεῦ οὐδὲν λέξω, οὐ γὰρ ἂν νῦν πρῶτον ἐκμάθοιτε, προσχρηίζω δὲ ὑμέων πείθεσθαι Μαρδονίῳ. (2) ἐνορῶ γὰρ ὑμῖν οὐκ οἵοισί τε ἐσομένοισι τὸν πάντα χρόνον πολεμέειν Ξέρξῃ· εἰ γὰρ ἐνώρων τοῦτο ἐν ὑμῖν, οὐκ ἄν κοτε ἐς ὑμέας ἦλθον ἔχων λόγους τούσδε· καὶ γὰρ δύναμις ὑπὲρ ἄνθρωπον ἡ βασιλέος ἐστὶ καὶ χεὶρ ὑπερμήκης. (3) ἢν ὦν μὴ αὐτίκα ὁμολογήσητε, μεγάλα προτεινόντων ἐπ᾽ οἷσι ὁμολογέειν ἐθέλουσι, δειμαίνω ὑπὲρ ὑμέων ἐν τρίβῳ τε μάλιστα οἰκημένων τῶν συμμάχων πάντων αἰεί τε φθειρομένων μούνων, ἐξαίρετον μεταίχμιόν τε τὴν γῆν ἐκτημένων. (4) ἀλλὰ πείθεσθε· πολλοῦ γὰρ ὑμῖν ἄξια ταῦτα, εἰ βασιλεύς γε ὁ μέγας μούνοισι ὑμῖν Ἑλλήνων τὰς ἁμαρτάδας ἀπιεὶς ἐθέλει φίλος γενέσθαι”.[8,141] Ἀλέξανδρος μὲν ταῦτα ἔλεξε. Λακεδαιμόνιοι δὲ πυθόμενοι ἥκειν Ἀλέξανδρον ἐς Ἀθήνας ἐς ὁμολογίην ἄξοντα τῷ βαρβάρῳ Ἀθηναίους, ἀναμνησθέντες τῶν λογίων ὥς σφεας χρεόν ἐστι ἅμα τοῖσι ἄλλοισι Δωριεῦσι ἐκπίπτειν ἐκ Πελοποννήσου ὑπὸ Μήδων τε καὶ Ἀθηναίων, κάρτα τε ἔδεισαν μὴ ὁμολογήσωσι τῷ Πέρσῃ Ἀθηναῖοι, αὐτίκα τέ σφι ἔδοξε πέμπειν ἀγγέλους. (2) καὶ δὴ συνέπιπτε ὥστε ὁμοῦ σφεων γίνεσθαι τὴν κατάστασιν· ἐπανέμειναν γὰρ οἱ Ἀθηναῖοι διατρίβοντες, εὖ ἐπιστάμενοι ὅτι ἔμελλον Λακεδαιμόνιοι πεύσεσθαι ἥκοντα παρὰ τοῦ βαρβάρου ἄγγελον ἐπ᾽ ὁμολογίῃ, πυθόμενοί τε πέμψειν κατὰ τάχος ἀγγέλους. ἐπίτηδες ὦν ἐποίευν, ἐνδεικνύμενοι τοῖσι Λακεδαιμονίοισι τὴν ἑωυτῶν γνώμην.[8,142] ὡς δὲ ἐπαύσατο λέγων Ἀλέξανδρος, διαδεξάμενοι ἔλεγον οἱ ἀπὸ Σπάρτης ἄγγελοι “ἡμέας δὲ ἔπεμψαν Λακεδαιμόνιοι δεησομένους ὑμέων μήτε νεώτερον ποιέειν μηδὲν κατὰ τὴν Ἑλλάδα μήτε λόγους ἐνδέκεσθαι παρὰ τοῦ βαρβάρου. (2) οὔτε γὰρ δίκαιον οὐδαμῶς οὔτε κόσμον φέρον οὔτε γε ἄλλοισι Ἑλλήνων οὐδαμοῖσι, ὑμῖν δὲ δὴ καὶ διὰ πάντων ἥκιστα πολλῶν εἵνεκα. ἠγείρατε γὰρ τόνδε τὸν πόλεμον ὑμεῖς οὐδὲν ἡμέων βουλομένων, καὶ περὶ τῆς ὑμετέρης ἀρχῆθεν ὁ ἀγὼν ἐγένετο, νῦν δὲ φέρει καὶ ἐς πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα· (3) ἄλλως τε τούτων ἁπάντων αἰτίους γενέσθαι δουλοσύνης τοῖσι Ἕλλησι Ἀθηναίους οὐδαμῶς ἀνασχετόν, οἵτινες αἰεὶ καὶ τὸ πάλαι φαίνεσθε πολλοὺς ἐλευθερώσαντες ἀνθρώπων. πιεζευμένοισι μέντοι ὑμῖν συναχθόμεθα, καὶ ὅτι καρπῶν ἐστερήθητε διξῶν ἤδη καὶ ὅτι οἰκοφθόρησθε χρόνον ἤδη πολλόν. (4) ἀντὶ τούτων δὲ ὑμῖν Λακεδαιμόνιοί τε καὶ οἱ σύμμαχοι ἐπαγγέλλονται γυναῖκάς τε καὶ τὰ ἐς πόλεμον ἄχρηστα οἰκετέων ἐχόμενα πάντα ἐπιθρέψειν, ἔστ᾽ ἂν ὁ πόλεμος ὅδε συνεστήκῃ. μηδὲ ὑμέας Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδὼν ἀναγνώσῃ, λεήνας τὸν Μαρδονίου λόγον. (5) τούτῳ μὲν γὰρ ταῦτα ποιητέα ἐστί· τύραννος γὰρ ἐὼν τυράννῳ συγκατεργάζεται· ὑμῖν δὲ οὐ ποιητέα, εἴ περ εὖ τυγχάνετε φρονέοντες, ἐπισταμένοισι ὡς βαρβάροισι ἐστὶ οὔτε πιστὸν οὔτε ἀληθὲς οὐδέν”. ταῦτα ἔλεξαν οἱ ἄγγελοι. 

[8,143] Ἀθηναῖοι δὲ πρὸς μὲν Ἀλέξανδρον ὑπεκρίναντο τάδε. “καὶ αὐτοὶ τοῦτό γε ἐπιστάμεθα ὅτι πολλαπλησίη ἐστὶ τῷ Μήδῳ δύναμις ἤ περ ἡμῖν, ὥστε οὐδὲν δέει τοῦτό γε ὀνειδίζειν. ἀλλ᾽ ὅμως ἐλευθερίης γλιχόμενοι ἀμυνεύμεθα οὕτω ὅκως ἂν καὶ δυνώμεθα. ὁμολογῆσαι δὲ τῷ βαρβάρῳ μήτε σὺ ἡμέας πειρῶ ἀναπείθειν οὔτε ἡμεῖς πεισόμεθα. (2) νῦν τε ἀπάγγελλε Μαρδονίῳ ὡς Ἀθηναῖοι λέγουσι, ἔστ᾽ ἂν ὁ ἥλιος τὴν αὐτὴν ὁδὸν ἴῃ τῇ περ καὶ νῦν ἔρχεται, μήκοτε ὁμολογήσειν ἡμέας Ξέρξῃ· ἀλλὰ θεοῖσί τε συμμάχοισι πίσυνοί μιν ἐπέξιμεν ἀμυνόμενοι καὶ τοῖσι ἥρωσι, τῶν ἐκεῖνος οὐδεμίαν ὄπιν ἔχων ἐνέπρησε τούς τε οἴκους καὶ τὰ ἀγάλματα. (3) σύ τε τοῦ λοιποῦ λόγους ἔχων τοιούσδε μὴ ἐπιφαίνεο Ἀθηναίοισι, μηδὲ δοκέων χρηστὰ ὑπουργέειν ἀθέμιστα ἔρδειν παραίνεε· οὐ γάρ σε βουλόμεθα οὐδὲν ἄχαρι πρὸς Ἀθηναίων παθεῖν ἐόντα πρόξεινόν τε καὶ φίλον”.

 

[8,144] πρὸς μὲν Ἀλέξανδρον ταῦτα ὑπεκρίναντο, πρὸς δὲ τοὺς ἀπὸ Σπάρτης ἀγγέλους τάδε. “τὸ μὲν δεῖσαι Λακεδαιμονίους μὴ ὁμολογήσωμεν τῷ βαρβάρῳ, κάρτα ἀνθρωπήιον ἦν· ἀτὰρ αἰσχρῶς γε οἴκατε ἐξεπιστάμενοι τὸ Ἀθηναίων φρόνημα ἀρρωδῆσαι, ὅτι οὔτε χρυσός ἐστι γῆς οὐδαμόθι τοσοῦτος οὔτε χώρη κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑπερφέρουσα, τὰ ἡμεῖς δεξάμενοι ἐθέλοιμεν ἂν μηδίσαντες καταδουλῶσαι τὴν Ἑλλάδα. (2) πολλά τε γὰρ καὶ μεγάλα ἐστι τὰ διακωλύοντα ταῦτα μὴ ποιέειν μηδ᾽ ἢν ἐθέλωμεν, πρῶτα μὲν καὶ μέγιστα τῶν θεῶν τὰ ἀγάλματα καὶ τὰ οἰκήματα ἐμπεπρησμένα τε καὶ συγκεχωσμένα, τοῖσι ἡμέας ἀναγκαίως ἔχει τιμωρέειν ἐς τὰ μέγιστα μᾶλλον ἤ περ ὁμολογέειν τῷ ταῦτα ἐργασαμένῳ, αὖτις δὲ τὸ Ἑλληνικὸν ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα, τῶν προδότας γενέσθαι Ἀθηναίους οὐκ ἂν εὖ ἔχοι. (3) ἐπίστασθέ τε οὕτω, εἰ μὴ πρότερον ἐτυγχάνετε ἐπιστάμενοι, ἔστ᾽ ἂν καὶ εἷς περιῇ Ἀθηναίων, μηδαμὰ ὁμολογήσοντας ἡμέας Ξέρξῃ. ὑμέων μέντοι ἀγάμεθα τὴν προνοίην τὴν πρὸς ἡμέας ἐοῦσαν, ὅτι προείδετε ἡμέων οἰκοφθορημένων οὕτω ὥστε ἐπιθρέψαι ἐθέλειν ἡμέων τοὺς οἰκέτας. (4) καὶ ὑμῖν μὲν ἡ χάρις ἐκπεπλήρωται, ἡμεῖς μέντοι λιπαρήσομεν οὕτω ὅκως ἂν ἔχωμεν, οὐδὲν λυπέοντες ὑμέας. νῦν δέ, ὡς οὕτω ἐχόντων, στρατιὴν ὡς τάχιστα ἐκπέμπετε. (5) ὡς γὰρ ἡμεῖς εἰκάζομεν, οὐκ ἑκὰς χρόνου παρέσται ὁ βάρβαρος ἐσβαλὼν ἐς τὴν ἡμετέρην, ἀλλ᾽ ἐπειδὰν τάχιστα πύθηται τὴν ἀγγελίην ὅτι οὐδὲν ποιήσομεν τῶν ἐκεῖνος ἡμέων προσεδέετο. πρὶν ὦν παρεῖναι ἐκεῖνον ἐς τὴν Ἀττικήν, ἡμέας καιρός ἐστι προβοηθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην”. οἳ μὲν ταῦτα ὑποκριναμένων Ἀθηναίων ἀπαλλάσσοντο ἐς Σπάρτην.

 

  1. […] Φτάνοντας στην Αθήνα (ο Αλέξανδρος του Αμύντα) ως απεσταλμένος του Μαρδόνιου είπε τα εξής: «Άνδρες της Αθήνας, μεταφέρω τα λόγια του Μαρδόνιου. Έλαβα ένα μήνυμα του βασιλιά, που λέει: Αποφάσισα να ξεχάσω τις προσβολές που μου έκαναν οι Αθηναίοι. Γι’ αυτό, Μαρδόνιε, κατ’ αρχάς δώσε τους πίσω τη γη τους και, δεύτερον, παραχώρησε τους όποια άλλη περιοχή θέλουν, καθώς κι ανεξάρτητη κυβέρνηση. Αν είναι πρόθυμοι να συμφιλιωθούν μαζί μου, σε διατάζω επίσης να ανοικοδομήσεις τους ναούς που έκαψα. Αυτές είναι οι διαταγές του βασιλιά που πρέπει να εκτελέσω, εκτός αν μ’ εμποδίσετε εσείς οι ίδιοι. Γιατί λοιπόν —σας ρωτώ— είστε τόσο τρελοί ώστε να πάρετε τα όπλα σας ενάντια στον βασιλιά; Δεν θα μπορέσετε ποτέ να τον νικήσετε κι είναι αδύνατο να του αντιστέκεστε για πάντα. Είδατε τον στρατό του, πόσο μεγάλος είναι και τι μπορεί να κάνει· γνωρίζετε καλά πόσο πανίσχυρη δύναμη έχω μαζί μου αυτή τη στιγμή. Ακόμα κι αν μας νικήσετε — πράγμα που, λίγο μυαλό αν έχετε, δεν πρέπει να το ελπίζετε— θα έρθει εναντίον σας άλλη δύναμη, πολλαπλάσια απ’ αυτήν. Σταματήστε, λοιπόν, να προσπαθείτε να ανταγωνιστείτε τον βασιλιά, με κίνδυνο να χάσετε την πατρίδα και τη ζωή σας. Αντί γι’ αυτό, συμφιλιωθείτε μαζί του, γιατί έχετε την καλύτερη δυνατή ευκαιρία, τώρα που ο Ξέρξης είναι έτσι προδιατεθειμένος απέναντί σας. Συμμαχήστε μαζί μας, χωρίς δόλο και απάτη, και διατηρήστε την ελευθερία σας. Αυτά με διέταξε να σας πω ο Μαρδόνιος. Τώρα, επιτρέψτε μου να μιλήσω για λογαριασμό μου. Δεν είναι απαραίτητο να αναφέρω τις καλές μου διαθέσεις απέναντι σας, γιατί τις γνωρίζετε ήδη πολύ καλά· θα περιοριστώ να προσθέσω τη θερμή μου παράκληση να κάνετε αυτό που σας ζητά ο Μαρδόνιος. Για μένα είναι ολοφάνερο ότι δεν θα μπορέσετε να συνεχίσετε για πάντα τη διαμάχη σας με τον Ξέρξη· αν το θεωρούσα δυνατό, δε θα αναλάμβανα ποτέ αυτή την αποστολή. Γεγονός είναι, όμως, ότι η δύναμη του Ξέρξη είναι υπεράνθρωπη και το χέρι του φτάνει παντού. Αν, λοιπόν, δεν συνάψετε αμέσως τώρα ειρήνη, που σας παραχωρούνται αυτοί οι γενναιόδωροι όροι, τρέμω για το μέλλον σας όταν σκέφτομαι ότι απ’ όλα τα συμμαχικά κράτη εσείς βαδίζετε πιο σίγουρα προς τον κίνδυνο. Μόνο εσείς θα συνεχίσετε να υποφέρετε, αφού η χώρα σας θα μετατραπεί σε μεταίχμιο των εχθροπραξιών. Σας ικετεύω, λοιπόν, να δεχτείτε· σίγουρα δεν είναι και μικρό πράγμα που ο μέγας βασιλιάς σας ξεχώρισε απ’ όλους τους λαούς της Ελλάδας κι είναι πρόθυμος να συγχωρέσει το παρελθόν και να γίνει φίλος σας».

 

  1. Ο Αλέξανδρος αυτά είπε. Στη Σπάρτη, η είδηση της επίσκεψης του Αλέξανδρου, με την αποστολή να πείσει τους Αθηναίους να συμμαχήσουν με τους Πέρσες, προκάλεσε ανησυχία. Οι Σπαρτιάτες, αναλογιζόμενοι χρησμούς, που έλεγαν ότι οι Δωριείς θα διώχνονταν κάποτε από την Πελοπόννησο από τους Πέρσες και τους Αθηναίους, κι έντρομοι μήπως υπο­γραφόταν η συμφωνία, αποφάσισαν αμέσως να στείλουν πρεσβευτές στην Αθήνα. Ο Αλέξανδρος και οι Σπαρτιάτες απεσταλμένοι έτυχε να βρεθούν μαζί μπροστά στη συνέλευση των Αθηναίων· δεν ήταν τυχαίο, αφού οι Αθηναίοι καθυστερούσαν τις διαπραγματεύσεις με τον Αλέξανδρο, ξέροντας ότι, μόλις οι Σπαρτιάτες πληροφορούνταν την παρουσία του στην Αθήνα, θα έστελναν πρέσβεις τους. Η αλήθεια είναι ότι ήθελαν να είναι παρόντες και οι Σπαρτιάτες, για να τους δείξουν τις απόψεις τους.

 

  1. Μόλις τελείωσε ο Αλέξανδρος, πήρε τον λόγο ένας από τους Σπαρτιάτες απεσταλμένους: «Οι Σπαρτιάτες μάς έστειλαν εδώ να σας παρακαλέσουμε να μη βάλετε σε κίνδυνο την Ελλάδα εγκαταλείποντας την προηγούμενη πολιτική σας και να μην ακούτε τις προτάσεις των Περσών. Όποιος Έλληνας κάνει κάτι τέτοιο, χάνει την τιμή του και το αίσθημα της δικαιοσύνης του· αν όμως το κάνετε εσείς, θα είναι χειρότερο από πολλές απόψεις. Γιατί από την αρχή εσείς ξεκινήσατε αυτό τον πόλεμο και τη δική μας γνώμη δεν τη λάβατε καθόλου υπόψη. Η εκστρατεία βάδιζε ενάντια στα δικά σας εδάφη και τώρα έχει εμπλακεί ολόκληρη η Ελλάδα. Επιπλέον, θα είναι αισχρό αν οι Αθηναίοι, που στο παρελθόν κέρδισαν τόσες φορές τον τίτλο του απελευθερωτή, γίνονταν τώρα αιτία να υποδουλωθεί όλη η Ελλάδα. Οπωσδήποτε, σας συμπονούμε για τις συμφορές σας· την απώλεια της σοδειάς για δύο διαδοχικές χρονιές και την καταστροφή των σπιτιών και των περιουσιών σας για τόσο καιρό· ως ένδειξη της αναγνώρισης μας, είμαστε πρόθυμοι, εμείς και όλοι οι σύμμαχοι μας, να συντηρήσουμε τις γυναίκες και τα άλλα μη μάχιμα μέλη των οικογενειών σας, όσο κρατήσει ο πόλεμος. Μην αφήσετε να μεταβάλει τη γνώμη σας ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας που παρουσίασε με ωραία λόγια τις προτάσεις του Μαρδόνιου. Κάνει μόνο ό,τι θα περίμενε κανείς απ’ αυτόν· τύραννος κι ο ίδιος, είναι φυσικό να συμμαχεί μ’ έναν όμοιό του. Όμως αυτή η στάση δεν σας ταιριάζει —τουλάχιστον, όχι αν είστε λογικοί· ασφαλώς ξέρετε ότι οι βάρβαροι δε σέβονται ούτε την αλήθεια ούτε την τιμή». Αυτά είπαν οι αγγελιαφόροι.

 

 

  1. Τότε οι Αθηναίοι έδωσαν στον Αλέξανδρο την εξής απάντηση: «Γνωρίζουμε», είπαν, «το ίδιο καλά όσο κι εσύ ότι η δύναμη των Μήδων είναι πολύ ανώτερη από τη δική μας· ώστε καθόλου δεν πρέπει να μας κατηγορείς γι’ αυτό. Ωστόσο, τρέφουμε τόση αγάπη για την ελευθερία, ώστε θα την υπερασπιστούμε με όποιον τρόπο μπορούμε. Όσο για το να συνάψουμε συμφωνία με τους βαρβάρους μην προσπαθείς να μας πείσεις· δε θα δεχόμαστε ποτέ. Πες, λοιπόν, στο Μαρδόνιο, ότι όσο ο ήλιος ακολουθεί την ίδια πορεία στον ουρανό, εμείς οι Αθηναίοι δε θα συμμαχήσουμε ποτέ με τον Ξέρξη. Αντίθετα, θα του αντιστεκόμαστε χωρίς ανάπαυλα, ακουμπώντας τις ελπίδες μας στους θεούς και τους ήρωές μας, τους οποίους εκείνος περιφρονεί και πυρπολεί τους ναούς και τα αγάλματα. Μην ξανάρθεις ποτέ εδώ με παρόμοια πρόταση και μη σκεφτείς ούτε μία φορά ότι μας ευνοείς ενώ μας παροτρύνεις ν’ ακολουθήσουμε έναν τόσο ατιμωτικό δρόμο, γιατί θα ήταν κρίμα να πέσεις θύμα κάποιου ατυχήματος, ενώ βρίσκεσαι στην Αθήνα εσύ που είσαι φίλος κι ευεργέτης μας».

 

  1. Αυτή ήταν η απάντηση των Αθηναίων στον Αλέξανδρο. Στους Σπαρτιάτες πρέσβεις είπαν: «Ήταν ανθρώπινο να τρομοκρατηθούν οι Λακεδαιμόνιοι στην ιδέα να υπογράψουμε συνθήκη με την Περσία· παρόλα αυτά, δείξατε μεγάλη μικροπρέπεια αφού φοβηθήκατε τόσο, ενώ γνωρίζετε καλά το φρόνημα των Αθηναίων. Δεν υπάρχει τόσο χρυσάφι στον κόσμο ούτε τόσο πανέμορφη γη που θα δεχόμαστε ποτέ σε αντάλλαγμα, για να ενωθούμε με τον κοινό μας εχθρό και να υποδουλώσουμε την Ελλάδα. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους δε θα το κάναμε, ακόμα κι αν το θέλαμε: ο πρώτος και κυριότερος είναι η πυρπόληση και το γκρέμισμα των ναών και των αγαλμάτων των θεών μας. Θεωρούμε επιτακτικό καθήκον μας να εκδικηθούμε γι’ αυτή τη βεβήλωση με όλη μας τη μανία, όχι να συμμαχήσουμε με αυτούς που την διέπραξαν. Επιπλέον, υπάρχει το ελληνικό έθνος, η ταυτότητα του αίματος και της γλώσσας, των ναών και της θρησκείας· ο κοινός μας τρόπος ζωής· η Αθήνα δεν θα μπορούσε ποτέ να τα προδώσει όλα αυτά. Σας πληροφορούμε, λοιπόν, αν δεν το ξέρετε ήδη, ότι όσο παραμένει ζωντανός έστω και ένας Αθηναίος, δε θα υπογραφεί καμιά ειρήνη με τον Ξέρξη. Ωστόσο, είμαστε βαθιά συγκινημένοι από την καλοσύνη και το ενδιαφέρον σας να υποστηρίξετε τις οικογένειες μας αυτή τη δύσκολη ώρα. Η δική σας υποχρέωση έχει εκπληρωθεί. Παρόλα αυτά, προτιμάμε να συνεχίσουμε όπως μπορούμε, χωρίς να σας γίνουμε βάρος. Αφού μάθατε την απόφαση μας, οδηγήστε το στρατό σας στο πεδίο της μάχης με τη μικρότερη δυνατή καθυστέρηση· γιατί, αν δεν πέφτουμε έξω, δε θα περάσει πολύς καιρός πριν εισβάλει ο εχθρός στην Αττική αλλά αμέσως μόλις πάρει την αρνητική μας απάντηση. Γι’ αυτό, λοιπόν, προτού εμφανιστεί πάλι στα εδάφη μας, πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε στη Βοιωτία». Αφού πήραν την απάντηση των Αθηναίων, οι Σπαρτιάτες πρεσβευτές έφυγαν για την πατρίδα τους.

 

ΒΙΒΛΙΟ Θ ΚΑΛΛΙΟΠΗ  Ετοιμασίες του Μαρδόνιου, 2η κατάληψη της Αθήνας
  1. Μαρδόνιος δέ, ὥς οἱ ἀπονοστήσας Ἀλέξανδρος τὰ παρὰ Ἀθηναίων ἐσήμηνε, ὁρμηθεὶς ἐκ Θεσσαλίης ἦγε τὴν στρατιὴν σπουδῇ ἐπὶ τὰς Ἀθήνας. Ὅκου δὲ ἑκάστοτε γίνοιτο, τούτους παρελάμβανε. Τοῖσι δὲ Θεσσαλίης ἡγεομένοισι οὔτε τὰ πρὸ τοῦ πεπρηγμένα μετέμελε οὐδὲν πολλῷ τε μᾶλλον ἐπῆγον τὸν Πέρσην, καὶ συμπροέπεμψέ τε Θώρηξ ὁ Ληρισαῖος Ξέρξην φεύγοντα καὶ τότε ἐκ τοῦ φανεροῦ παρῆκε Μαρδόνιον ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα.

 

  1. Ἐπεὶ δὲ πορευόμενος γίνεται ὁ στρατὸς ἐν Βοιωτοῖσι, οἱ Θηβαῖοι κατελάμβανον τὸν Μαρδόνιον καὶ συνεβούλευον αὐτῷ λέγοντες ὡς οὐκ εἴη χῶρος ἐπιτηδεότερος ἐνστρατοπεδεύεσθαι ἐκείνου, οὐδὲ ἔων ἰέναι ἑκαστέρω, ἀλλ᾽ αὐτοῦ ἱζόμενον ποιέειν ὅκως ἀμαχητὶ τὴν πᾶσαν Ἑλλάδα καταστρέψεται. [2] Κατὰ μὲν γὰρ τὸ ἰσχυρὸν Ἕλληνας ὁμοφρονέοντας, οἵ περ καὶ πάρος ταὐτὰ ἐγίνωσκον, χαλεπὰ εἶναι περιγίνεσθαι καὶ ἅπασι ἀνθρώποισι· « Εἰ δὲ ποιήσεις τὰ ἡμεῖς παραινέομεν », ἔφασαν λέγοντες, « Ἕξεις ἀπόνως πάντα τὰ ἐκείνων ἰσχυρὰ βουλεύματα· [3] Πέμπε χρήματα ἐς τοὺς δυναστεύοντας ἄνδρας ἐν τῇσι πόλισι, πέμπων δὲ τὴν Ἑλλάδα διαστήσεις· ἐνθεῦτεν δὲ τοὺς μὴ τὰ σὰ φρονέοντας ῥηιδίως μετὰ τῶν στασιωτέων καταστρέψεαι ».

 

  1. Οἳ μὲν ταῦτα συνεβούλευον, ὁ δὲ οὐκ ἐπείθετο, ἀλλά οἱ δεινὸς ἐνέστακτο ἵμερος τὰς Ἀθήνας δεύτερα ἑλεῖν, ἅμα μὲν ὑπ᾽ ἀγνωμοσύνης, ἅμα δὲ πυρσοῖσι διὰ νήσων ἐδόκεε βασιλέι δηλώσειν ἐόντι ἐν Σάρδισι ὅτι ἔχοι Ἀθήνας· [2] Ὃς οὐδὲ τότε ἀπικόμενος ἐς τὴν Ἀττικὴν εὗρε τοὺς Ἀθηναίους, ἀλλ᾽ ἔν τε Σαλαμῖνι τοὺς πλείστους ἐπυνθάνετο εἶναι ἔν τε τῇσι νηυσί, αἱρέει τε ἔρημον τὸ ἄστυ. Ἡ δὲ βασιλέος αἵρεσις ἐς τὴν ὑστέρην τὴν Μαρδονίου ἐπιστρατηίην δεκάμηνος ἐγένετο.

 

  1. Ἐπεὶ δὲ ἐν Ἀθήνῃσι ἐγένετο ὁ Μαρδόνιος, πέμπει ἐς Σαλαμῖνα Μουρυχίδην ἄνδρα Ἑλλησπόντιον φέροντα τοὺς αὐτοὺς λόγους τοὺς καὶ Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδὼν τοῖσι Ἀθηναίοισι διεπόρθμευσε. [2] Ταῦτα δὲ τὸ δεύτερον ἀπέστελλε προέχων μὲν τῶν Ἀθηναίων οὐ φιλίας γνώμας, ἐλπίζων δὲ σφέας ὑπήσειν τῆς ἀγνωμοσύνης, ὡς δοριαλώτου ἐούσης τῆς Ἀττικῆς χώρης καὶ ἐούσης ὑπ᾽ ἑωυτῷ.

 

  1. Τούτων μὲν εἵνεκα ἀπέπεμψε Μουρυχίδην ἐς Σαλαμῖνα, ὁ δὲ ἀπικόμενος ἐπὶ τὴν βουλὴν ἔλεγε τὰ παρὰ Μαρδονίου. Τῶν δὲ βουλευτέων Λυκίδης εἶπε γνώμην ὡς ἐδόκεε ἄμεινον εἶναι δεξαμένους τὸν λόγον, τόν σφι Μουρυχίδης προφέρει, ἐξενεῖκαι ἐς τὸν δῆμον. [2] Ὃ μὲν δὴ ταύτην τὴν γνώμην ἀπεφαίνετο, εἴτε δὴ δεδεγμένος χρήματα παρὰ Μαρδονίου, εἴτε καὶ ταῦτά οἱ ἑάνδανε· Ἀθηναῖοι δὲ αὐτίκα δεινὸν ποιησάμενοι οἵ τε ἐκ τῆς βουλῆς καὶ οἱ ἔξωθεν ὡς ἐπύθοντο, περιστάντες Λυκίδην κατέλευσαν βάλλοντες, τὸν δὲ Ἑλλησπόντιον Μουρυχίδην ἀπέπεμψαν ἀσινέα. [3] Γενομένου δὲ θορύβου ἐν τῇ Σαλαμῖνι περὶ τὸν Λυκίδην, πυνθάνονται τὸ γινόμενον αἱ γυναῖκες τῶν Ἀθηναίων, διακελευσαμένη δὲ γυνὴ γυναικὶ καὶ παραλαβοῦσα ἐπὶ τὴν Λυκίδεω οἰκίην ἤισαν αὐτοκελέες, καὶ κατὰ μὲν ἔλευσαν αὐτοῦ τὴν γυναῖκα κατὰ δὲ τὰ τέκνα.

 

  1. Ἐς δὲ τὴν Σαλαμῖνα διέβησαν οἱ Ἀθηναῖοι ὧδε. Ἕως μὲν προσεδέκοντο ἐκ τῆς Πελοποννήσου στρατὸν ἥξειν τιμωρήσοντά σφι, οἳ δὲ ἔμενον ἐν τῇ Ἀττικῇ· ἐπεὶ δὲ οἳ μὲν μακρότερα καὶ σχολαίτερα ἐποίεον, ὁ δὲ ἐπιὼν καὶ δὴ ἐν τῇ Βοιωτίῃ ἐλέγετο εἶναι, οὕτω δὴ ὑπεξεκομίσαντό τε πάντα καὶ αὐτοὶ διέβησαν ἐς Σαλαμῖνα, ἐς Λακεδαίμονά τε ἔπεμπον ἀγγέλους ἅμα μὲν μεμψομένους τοῖσι Λακεδαιμονίοισι ὅτι περιεῖδον ἐμβαλόντα τὸν βάρβαρον ἐς τὴν Ἀττικὴν ἀλλ᾽ οὐ μετὰ σφέων ἠντίασαν ἐς τὴν Βοιωτίην, ἅμα δὲ ὑπομνήσοντας ὅσα σφι ὑπέσχετο ὁ Πέρσης μεταβαλοῦσι δώσειν, προεῖπαί τε ὅτι εἰ μὴ ἀμυνεῦσι Ἀθηναίοισι, ὡς καὶ αὐτοί τινα ἀλεωρὴν εὑρήσονται.

 

  1. Οἱ γὰρ δὴ Λακεδαιμόνιοι ὅρταζόν τε τοῦτον τὸν χρόνον καί σφι ἦν Ὑακίνθια, περὶ πλείστου δ᾽ ἦγον τὰ τοῦ θεοῦ πορσύνειν· ἅμα δὲ τὸ τεῖχός σφι, τὸ ἐν τῷ Ἰσθμῷ ἐτείχεον, καὶ ἤδη ἐπάλξις ἐλάμβανε. Ὡς δὲ ἀπίκοντο ἐς τὴν Λακεδαίμονα οἱ ἄγγελοι οἱ ἀπ᾽ Ἀθηνέων, ἅμα ἀγόμενοι ἔκ τε Μεγάρων ἀγγέλους καὶ ἐκ Πλαταιέων, ἔλεγον τάδε ἐπελθόντες ἐπὶ τοὺς ἐφόρους. 7A. « Ἔπεμψαν ἡμέας Ἀθηναῖοι λέγοντες ὅτι ἡμῖν βασιλεὺς ὁ Μήδων τοῦτο μὲν τὴν χώρην ἀποδιδοῖ, τοῦτο δὲ συμμάχους ἐθέλει ἐπ᾽ ἴσῃ τε καὶ ὁμοίῃ ποιήσασθαι ἄνευ τε δόλου καὶ ἀπάτης, ἐθέλει δὲ καὶ ἄλλην χώρην πρὸς τῇ ἡμετέρῃ διδόναι, τὴν ἂν αὐτοὶ ἑλώμεθα. [2] Ἡμεῖς δὲ Δία τε Ἑλλήνιον αἰδεσθέντες καὶ τὴν Ἑλλάδα δεινὸν ποιεύμενοι προδοῦναι οὐ καταινέσαμεν ἀλλ᾽ ἀπειπάμεθα, καίπερ ἀδικεόμενοι ὑπ᾽ Ἑλλήνων καὶ καταπροδιδόμενοι, ἐπιστάμενοί τε ὅτι κερδαλεώτερον ἐστὶ ὁμολογέειν τῷ Πέρσῃ μᾶλλον ἤ περ πολεμέειν· οὐ μὲν οὐδὲ ὁμολογήσομεν ἑκόντες εἶναι. Καὶ τὸ μὲν ἀπ᾽ ἡμέων οὕτω ἀκίβδηλον νέμεται ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας· 7B. Ὑμεῖς δὲ ἐς πᾶσαν ἀρρωδίην τότε ἀπικόμενοι μὴ ὁμολογήσωμεν τῷ Πέρσῃ, ἐπείτε ἐξεμάθετε τὸ ἡμέτερον φρόνημα σαφέως, ὅτι οὐδαμὰ προδώσομεν τὴν Ἑλλάδα, καὶ διότι τεῖχος ὑμῖν διὰ τοῦ Ἰσθμοῦ ἐλαυνόμενον ἐν τέλεϊ ἐστί, καὶ δὴ λόγον οὐδένα τῶν Ἀθηναίων ποιέεσθε, συνθέμενοί τε ἡμῖν τὸν Πέρσην ἀντιώσεσθαι ἐς τὴν Βοιωτίην προδεδώκατε, περιείδετέ τε προεσβαλόντα ἐς τὴν Ἀττικὴν τὸν βάρβαρον. [2] Ἔς μέν νυν τὸ παρεὸν Ἀθηναῖοι ὑμῖν μηνίουσι· οὐ γὰρ ἐποιήσατε ἐπιτηδέως. Νῦν δὲ ὅτι τάχος στρατιὴν ἅμα ἡμῖν ἐκέλευσαν ὑμέας ἐκπέμπειν, ὡς ἂν τὸν βάρβαρον δεκώμεθα ἐν τῇ Ἀττικῇ· ἐπειδὴ γὰρ ἡμάρτομεν τῆς Βοιωτίης, τῆς γε ἡμετέρης ἐπιτηδεότατον ἐστὶ μαχέσασθαι τὸ Θριάσιον πεδίον».

 

  1. Ὡς δὲ ἄρα ἤκουσαν οἱ ἔφοροι ταῦτα, ἀνεβάλλοντο ἐς τὴν ὑστεραίην ὑποκρίνασθαι, τῇ δὲ ὑστεραίῃ ἐς τὴν ἑτέρην· τοῦτο καὶ ἐπὶ δέκα ἡμέρας ἐποίεον, ἐξ ἡμέρης ἐς ἡμέρην ἀναβαλλόμενοι. Ἐν δὲ τούτῳ τῷ χρόνῳ τὸν Ἰσθμὸν ἐτείχεον σπουδὴν ἔχοντες πολλὴν πάντες Πελοποννήσιοι, [2] Καί σφι ἦν πρὸς τέλεϊ. Οὐδ᾽ ἔχω εἰπεῖν τὸ αἴτιον διότι ἀπικομένου μὲν Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος ἐς Ἀθήνας σπουδὴν μεγάλην ἐποιήσαντο μὴ μηδίσαι Ἀθηναίους, τότε δὲ ὤρην ἐποιήσαντο οὐδεμίαν, ἄλλο γε ἢ ὅτι ὁ Ἰσθμός σφι ἐτετείχιστο καὶ ἐδόκεον Ἀθηναίων ἔτι δεῖσθαι οὐδέν· ὅτε δὲ Ἀλέξανδρος ἀπίκετο ἐς τὴν Ἀττικήν, οὔκω ἀπετετείχιστο, ἐργάζοντο δὲ μεγάλως καταρρωδηκότες τοὺς Πέρσας.

 

  1. Τέλος δὲ τῆς τε ὑποκρίσιος καὶ ἐξόδου τῶν Σπαρτιητέων ἐγένετο τρόπος τοιόσδε. Τῇ προτεραίῃ τῆς ὑστάτης καταστάσιος μελλούσης ἔσεσθαι Χίλεος ἀνὴρ Τεγεήτης, δυνάμενος ἐν Λακεδαίμονι μέγιστον ξείνων, τῶν ἐφόρων ἐπύθετο πάντα λόγον τὸν δὴ οἱ Ἀθηναῖοι ἔλεγον· ἀκούσας δὲ ὁ Χίλεος ἔλεγε ἄρα σφι τάδε. [2] « Οὕτω ἔχει, ἄνδρες ἔφοροι· Ἀθηναίων ἡμῖν ἐόντων μὴ ἀρθμίων τῷ δὲ βαρβάρῳ συμμάχων, καίπερ τείχεος διὰ τοῦ Ἰσθμοῦ ἐληλαμένου καρτεροῦ, μεγάλαι κλισιάδες ἀναπεπτέαται ἐς τὴν Πελοπόννησον τῷ Πέρσῃ. Ἀλλ᾽ ἐσακούσατε, πρίν τι ἄλλο Ἀθηναίοισι δόξαι σφάλμα φέρον τῇ Ἑλλάδι ».

 

  1. Ὃ μέν σφι ταῦτα συνεβούλευε· οἳ δὲ φρενὶ λαβόντες τὸν λόγον αὐτίκα, φράσαντες οὐδὲν τοῖσι ἀγγέλοισι τοῖσι ἀπιγμένοισι ἀπὸ τῶν πολίων, νυκτὸς ἔτι ἐκπέμπουσι πεντακισχιλίους Σπαρτιητέων καὶ ἑπτὰ περὶ ἕκαστον τάξαντες τῶν εἱλώτων, Παυσανίῃ τῷ Κλεομβρότου ἐπιτάξαντες ἐξάγειν. [2] Ἔγίνετο μὲν ἡ ἡγεμονίη Πλειστάρχου τοῦ Λεωνίδεω· ἀλλ᾽ ὃ μὲν ἦν ἔτι παῖς, ὁ δὲ τούτου ἐπίτροπός τε καὶ ἀνεψιός. […]

 

  1. Όταν γύρισε ο Αλέξανδρος με την απάντηση των Αθηναίων, ο Μαρδόνιος ξεκίνησε από τη Θεσσαλία προς την Αθήνα με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα, επιστρατεύοντας άνδρες απ’ όλες τις περιοχές που διέσχιζε. Οι βασιλικοί οίκοι της Θεσσαλίας διατήρησαν την προηγούμενη ευνοϊκή στάση τους και μάλιστα ενθάρρυναν τους Πέρσες να εξαπολύσουν πολύ σκληρή επίθεση. Ο Θώρακας από τη Λάρισα, μάλιστα, είχε φτάσει σε σημείο να συνοδεύσει τον Ξέρξη κατά την υποχώρηση του και τώρα ενθάρρυνε ανοιχτά τον Μαρδόνιο στη νέα του επιχείρηση ενάντια στην Ελλάδα.

 

  1. Όταν ο στρατός έφτασε στη Βοιωτία, οι Θηβαίοι προσπάθησαν να πείσουν τον Μαρδόνιο να σταματήσει. Ήταν, όπως έλεγαν, η καλύτερη περιοχή, για να στρατοπεδεύσει και τον συμβούλευσαν να κάνει βάση του τη Βοιωτία και να πάρει μέτρα για την υποδούλωση της Ελλάδας χωρίς να γίνει ούτε μία μάχη. Αν οι Έλληνες έμεναν ενωμένοι, όπως ήταν και πρωτύτερα, όλος ο κόσμος μαζί θα δυσκολευόταν να τους νικήσει· οι Θηβαίοι συμπλήρωσαν: «Αν κάνεις αυτό που σου προτείνουμε, θα βάλεις ένα τέλος σε όλα τους τα σχέδια χωρίς να κινδυνεύσεις. Στείλε χρήματα στους ηγέτες των διάφορων πόλεων·

έτσι, θα διαλύσεις την ενότητα της Ελλάδας και θα μπορείς πλέον, με τη βοήθεια όσων έρθουν με το πλευρό σου, να διαλύσεις αυτούς που θα σου αντιστέκονται ακόμα».

 

  1. Εκείνοι αυτά τον συμβούλευαν, αλλά ο Μαρδόνιος δε δέχτηκε να ακολουθήσει το σχέδιο. Ήταν ολόψυχα δοσμένος στην επικείμενη επίθεση του στην Αθήνα, αναμφίβολα εξαιτίας της ανοησίας του, αλλά και επειδή ήθελε να αναγγείλει τη δεύτερη άλωση της Αθήνας στο βασιλιά στις Σάρδεις με μια αλυσίδα πυρσών ανάμεσα στα νησιά. Φτάνοντας στην Αττική, πάντως, δε βρήκε κανέναν Αθηναίο· όπως έμαθε, οι περισσότεροι ήταν μαζί με το στόλο ή στη Σαλαμίνα. Έτσι, κατέλαβε μια έρημη πόλη. Η άλωση της πόλης από τον βασιλιά έγινε δέκα μήνες πριν από την άλωσή της από τον Μαρδόνιο.

 

  1. Όταν ο Μαρδόνιος έφτασε στην Αθήνα, έστειλε το Μουρυχίδη, έναν άνδρα από τον Ελλήσποντο, στη Σαλαμίνα με τη διαταγή να επαναλάβει στους Αθηναίους την πρόταση που τους είχε κάνει ήδη ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας. Αυτό δε σημαίνει ότι αγνοούσε τα αισθήματά τους απέναντι του, απλώς επανέλαβε την απόπειρα με την ελπίδα ότι ίσως σταματούσαν τις ανοησίες, όταν ήξεραν ότι είχε ξανά στην κατοχή του ολόκληρη την Αττική. Γι’ αυτό το σκοπό έστειλε τον Μουρυχίδη στη Σαλαμίνα. Έτσι, ξεκίνησε για την αποστολή του και μετέφερε το μήνυμα του Μαρδόνιου στο συμβούλιο.

 

  1. Ένα από τα μέλη του συμβουλίου, κάποιος Λυκίδης, υποστήριξε ότι η καλύτερη οδός θα ήταν να δεχτούν τις προτάσεις που τους έφερνε ο αγγελιαφόρος και να τις υποβάλουν για έγκριση στη συνέλευση του δήμου. Αυτή ήταν η άποψή του· είτε είχε εξαγοραστεί από τον Μαρδόνιο, για να την εκφράσει, είτε την πίστευε πραγματικά. Οι Αθηναίοι, όμως, όσοι ήταν μέσα στην αίθουσα συσκέψεων κι όσοι βρίσκονταν έξω, οργίστηκαν τόσο, όταν την άκουσαν, ώστε περικύκλωσαν τον Λυκίδη και τον λιθοβόλησαν μέχρι θανάτου. Τον Μουρυχίδη τον Ελλησπόντιο τον άφησαν να φύγει χωρίς να τον πειράξουν. Με την οχλοβοή που ξέσπασε στη Σαλαμίνα εναντίον του Λυκίδη οι Αθηναίες έμαθαν τι είχε συμβεί· τότε, συγκεντρώθηκαν και, παρασύροντας η μία την άλλη, μαζεύτηκαν ένα πλήθος στο σπίτι του Λυκίδη και λιθοβόλησαν τη γυναίκα και τα παιδιά του.

 

  1. Και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες πέρασαν οι Αθηναίοι στη Σαλαμίνα ήταν οι εξής. Όσο περίμεναν βοήθεια από το στρατό της Πελοποννήσου, έμεναν στην Αττική· όταν, όμως, κατάλαβαν ότι οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοί τους καθυστερούσαν κι ήταν απρόθυμοι να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους κι έφτασε η είδηση ότι οι Πέρσες είχαν φτάσει στη Βοιωτία, έσπευσαν να περάσουν στη Σαλαμίνα μαζί με όλη την κινητή τους περιουσία. Έστειλαν ένα μήνυμα που κατέκρινε τους Σπαρτιάτες, γιατί επέτρεψαν στον εχθρό να εισβάλει στην Αττική, αντί να τον αναχαιτίσουν στη Βοιωτία μαζί με τους Αθηναίους και, παράλληλα, υπενθύμιζε τις προτάσεις που τους είχε κάνει η Περσία, για να αποσχιστούν από τους Έλληνες, καθώς και το αυτονόητο γεγονός ότι, αν δεν προασπίζονταν τους Αθηναίους, θα έπρεπε να βρουν έναν τρόπο να σωθούν από μόνοι τους.

 

  1. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη την εποχή γιόρταζαν στη Σπάρτη τα Υακίνθια . Ο λαός θεωρούσε σημαντικό καθήκον του να τιμήσει όσο μπορούσε περισσότερο το θεό. Κόντευε σχεδόν να τελειώσει το τείχος που έχτιζαν στον Ισθμό, στο οποίο έμενε να προσθέσουν τις επάλξεις. Οι Αθηναίοι πρέσβεις, που συνοδεύονταν από αντιπροσώπους από τα Μέγαρα και τις Πλαταιές, έφτασαν στη Σπάρτη και ζήτησαν να δουν τους εφόρους. Και τους είπαν τα εξής: «Οι Αθηναίοι μας στέλνουν να σας πούμε ότι ο βασιλιάς των Μήδων προσφέρθηκε να μας επιστρέψει την πατρίδα μας και, ταυτόχρονα, όχι μόνο να γίνει σύμμαχος μας με δίκαιους και ίσους όρους, χωρίς δόλο και απάτη, αλλά και να μας παραχωρήσει όποια άλλη περιοχή θα θέλαμε να προσαρτήσουμε. Εμείς, από σεβασμό στο Δία, που λατρεύει ολόκληρη η Ελλάδα, και από απέχθεια στη σκέψη και μόνο της προδοσίας, αρνηθήκαμε κατηγορηματικά την πρόταση, παρά το γεγονός ότι πέσαμε θύματα προδοσίας των ίδιων των συμμάχων μας και γνωρίζουμε ότι θα έχουμε πολύ μεγαλύτερο κέρδος συμμαχώντας με την Περσία παρά κάνοντας αυτόν τον πόλεμο. Όμως, δε θα συμμαχήσουμε ποτέ με τον εχθρό με τη θέλησή μας. Εμείς τουλάχιστον, πληρώνουμε τα χρέη μας στην Ελλάδα με αληθινά νομίσματα· εσείς όμως, που τρομοκρατηθήκατε μήπως συμμαχούσαμε με την Περσία, τώρα που γνωρίσατε το πνεύμα μας με σαφήνεια και καταλάβατε ότι δεν πρόκειται να προδώσουμε την Ελλάδα —κι ενώ παράλληλα το οχυρό σας στον Ισθμό έχει ολοκληρωθεί σχεδόν, δεν νοιάζεστε πια για την Αθήνα. Συμφωνήσατε μαζί μας να αντιμετωπίσουμε τον εχθρό στη Βοιωτία, αλλά καταπατήσατε τον λόγο σας αφήνοντάς τον να εισβάλει ξανά στην Αττική. Αυτή η στάση σας προκάλεσε την οργή των Αθηναίων γιατί ήταν αταίριαστη με την περίσταση. Το άμεσο καθήκον σας είναι να δεχτείτε το τωρινό τους αίτημα· ετοιμάστε το στρατό σας να αντιμετωπίσουμε μαζί τον βάρβαρο στην Αττική. Τώρα που χάσαμε πλέον τη Βοιωτία, η καλύτερη τοποθεσία, για να τον αντιμετωπίσουμε μέσα σε δικό μας έδαφος είναι το Θριάσιο πεδίο».

 

  1. Οι έφοροι, όταν άκουσαν αυτά, δεσμεύτηκαν να δώσουν την απάντηση τους την επόμενη μέρα· την επόμενη μέρα, το ανέβαλαν ξανά και συνέχισαν να το αναβάλλουν, ώσπου πέρασαν με τις συνεχείς αναβολές δέκα μέρες. Στο μεταξύ, όλοι οι Πελοποννήσιοι δούλευαν με γρήγορο ρυθμό το τείχος κατά μήκος του Ισθμού, και πλησίαζε το τέλος. Δεν μπορώ να πω γιατί, όταν ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας επισκέφτηκε την Αθήνα, οι Σπαρτιάτες αγωνιούσαν τότε μήπως οι Αθηναίοι συμμαχήσουν με τους Πέρσες, ενώ τώρα δε φαίνονταν να νοιάζονται ιδιαίτερα. Η μόνη εξήγηση που μπορώ να βρω είναι ότι, αφού ολοκλήρωσαν την οχύρωση του Ισθμού, ένιωθαν ότι η υποστήριξη των Αθηναίων δεν τους ήταν πια απαραίτητη. Όταν έφτασε ο Αλέξανδρος στην Αττική, το τείχος δεν είχε τελειώσει ακόμα, και δούλευαν με ένταση από φόβο μήπως καταφτάσουν οι Πέρσες, πριν προλάβουν να το ολοκληρώσουν.

 

  1. Τέλος, όμως, οι Σπαρτιάτες έδωσαν την απάντησή τους κι έστειλαν στρατό στο πεδίο της μάχης. Την παραμονή της μέρας που είχε οριστεί για την τελική ακρόαση των απεσταλμένων, ένας Τεγεάτης που λεγόταν Χίλεος κι είχε το μεγαλύτερο κύρος στη Σπάρτη απ’ οποιονδήποτε άλλο ξένο, ρώτησε τους εφόρους τι ακριβώς είχαν πει οι Αθηναίοι. Αφού άκουσε αυτά ο Χίλεος είπε τα εξής: «Έτσι έχουν τα πράγματα, άνδρες έφοροι. Αν οι  Αθηναίοι μάς εγκαταλείψουν και γίνουν σύμμαχοι με τους Πέρσες, τότε, όσο ισχυρή κι αν είναι η οχύρωση του Ισθμού, όλες οι πύλες θα είναι ανοιχτές για τους Πέρσες προς την Πελοπόννησο. Γι’ αυτό, είναι καλύτερα να τους βοηθήσετε προτού αλλάξουν γνώμη και υιοθετήσουν μια πολιτική που θα καταστρέψει την Ελλάδα».

 

  1. Αυτός έδωσε τις παραπάνω συμβουλές. Οι έφοροι έλαβαν υπόψη τους αυτή την προειδοποίηση και, χωρίς να πουν τίποτα στους αντιπροσώπους που είχαν έρθει από τις πόλεις, ενώ ήταν ακόμη νύχτα, έστειλαν πέντε χιλιάδες Σπαρτιάτες, που ο καθένας τους συνοδευόταν από επτά είλωτες, με στρατηγό τον Παυσανία, γιο του Κλεόμβροτου. Η ανώτατη εξουσία της Σπάρτης ανήκε εκείνη την εποχή στον γιο του Λεωνίδα, Πλείσταρχο· επειδή ήταν ακόμα ανήλικος, ο Παυσανίας ο ξάδελφος του ήταν και επίτροπός του [κηδεμόνας]. [….]

 

Τα στρατεύματα
  1. […] Μετὰ δὲ ταῦτα ἐτάσσοντο ὧδε οἱ ἐπιφοιτῶντές τε καὶ οἱ ἀρχὴν ἐλθόντες Ἑλλήνων. Τὸ μὲν δεξιὸν κέρας εἶχον Λακεδαιμονίων μύριοι· τούτων δὲ τοὺς πεντακισχιλίους ἐόντας Σπαρτιήτας ἐφύλασσον ψιλοὶ τῶν εἱλώτων πεντακισχίλιοι καὶ τρισμύριοι, περὶ ἄνδρα ἕκαστον ἑπτὰ τεταγμένοι. [3] Προσεχέας δὲ σφίσι εἵλοντο ἑστάναι οἱ Σπαρτιῆται τοὺς Τεγεήτας καὶ τιμῆς εἵνεκα καὶ ἀρετῆς· τούτων δ᾽ ἦσαν ὁπλῖται χίλιοι καὶ πεντακόσιοι. Μετὰ δὲ τούτους ἵσταντο Κορινθίων πεντακισχίλιοι, παρὰ δὲ σφίσι εὕροντο παρὰ Παυσανίεω ἑστάναι Ποτιδαιητέων τῶν ἐκ Παλλήνης τοὺς παρεόντας τριηκοσίους. [4] Τούτων δὲ ἐχόμενοι ἵσταντο Ἀρκάδες Ὀρχομένιοι ἑξακόσιοι, τούτων δὲ Σικυώνιοι τρισχίλιοι. Τούτων δὲ εἴχοντο Ἐπιδαυρίων ὀκτακόσιοι. Παρὰ δὲ τούτους Τροιζηνίων ἐτάσσοντο χίλιοι, Τροιζηνίων δὲ ἐχόμενοι Λεπρεητέων διηκόσιοι, τούτων δὲ Μυκηναίων καὶ Τιρυνθίων τετρακόσιοι, τούτων δὲ ἐχόμενοι Φλειάσιοι χίλιοι. Παρὰ δὲ τούτους ἔστησαν Ἑρμιονέες τριηκόσιοι. [5] Ἑρμιονέων δὲ ἐχόμενοι ἵσταντο Ἐρετριέων τε καὶ Στυρέων ἑξακόσιοι, τούτων δὲ Χαλκιδέες τετρακόσιοι, τούτων δὲ Ἀμπρακιητέων πεντακόσιοι. Μετὰ δὲ τούτους Λευκαδίων καὶ Ἀνακτορίων ὀκτακόσιοι ἔστησαν, τούτων δὲ ἐχόμενοι Παλέες οἱ ἐκ Κεφαλληνίης διηκόσιοι. [6] Μετὰ δὲ τούτους Αἰγινητέων πεντακόσιοι ἐτάχθησαν. Παρὰ δὲ τούτους ἐτάσσοντο Μεγαρέων τρισχίλιοι. Εἴχοντο δὲ τούτων Πλαταιέες ἑξακόσιοι. Τελευταῖοι δὲ καὶ πρῶτοι Ἀθηναῖοι ἐτάσσοντο, κέρας ἔχοντες τὸ εὐώνυμον, ὀκτακισχίλιοι· ἐστρατήγεε δ᾽ αὐτῶν Ἀριστείδης ὁ Λυσιμάχου.

 

  1. Οὗτοι, πλὴν τῶν ἑπτὰ περὶ ἕκαστον τεταγμένων Σπαρτιήτῃσι, ἦσαν ὁπλῖται, σύμπαντες ἐόντες ἀριθμὸν τρεῖς τε μυριάδες καὶ ὀκτὼ χιλιάδες καὶ ἑκατοντάδες ἑπτά. Ὁπλῖται μὲν οἱ πάντες συλλεγέντες ἐπὶ τὸν βάρβαρον ἦσαν τοσοῦτοι, ψιλῶν δὲ πλῆθος ἦν τόδε, τῆς μὲν Σπαρτιητικῆς τάξιος πεντακισχίλιοι καὶ τρισμύριοι ἄνδρες, ὡς ἐόντων ἑπτὰ περὶ ἕκαστον ἄνδρα, καὶ τούτων πᾶς τις παρήρτητο ὡς ἐς πόλεμον· [2] Οἱ δὲ τῶν λοιπῶν Λακεδαιμονίων καὶ Ἑλλήνων ψιλοί, ὡς εἷς περὶ ἕκαστον ἐὼν ἄνδρα, πεντακόσιοι καὶ τετρακισχίλιοι καὶ τρισμύριοι ἦσαν.

 

  1. Ψιλῶν μὲν δὴ τῶν ἁπάντων τῶν μαχίμων ἦν τὸ πλῆθος ἕξ τε μυριάδες καὶ ἐννέα χιλιάδες καὶ ἑκατοντάδες πέντε, τοῦ δὲ σύμπαντος τοῦ Ἑλληνικοῦ τοῦ συνελθόντος ἐς Πλαταιὰς σύν τε ὁπλίτῃσι καὶ ψιλοῖσι τοῖσι μαχίμοισι ἕνδεκα μυριάδες ἦσαν, μιῆς χιλιάδος, πρὸς δὲ ὀκτακοσίων ἀνδρῶν καταδέουσαι. Σὺν δὲ Θεσπιέων τοῖσι παρεοῦσι ἐξεπληροῦντο αἱ ἕνδεκα μυριάδες· παρῆσαν γὰρ καὶ Θεσπιέων ἐν τῷ στρατοπέδῳ οἱ περιεόντες, ἀριθμὸν ἐς ὀκτακοσίους καὶ χιλίους· ὅπλα δὲ οὐδ᾽ οὗτοι εἶχον. Οὗτοι μέν νυν ταχθέντες ἐπὶ τῷ Ἀσωπῷ ἐστρατοπεδεύοντο.

 

  1. Οἱ δὲ ἀμφὶ Μαρδόνιον βάρβαροι […], παρῆσαν, πυθόμενοι τοὺς Ἕλληνας εἶναι ἐν Πλαταιῇσι, καὶ αὐτοὶ ἐπὶ τὸν Ἀσωπὸν τὸν ταύτῃ ῥέοντα. Ἀπικόμενοι δὲ ἀντετάσσοντο ὧδε ὑπὸ Μαρδονίου. Κατὰ μὲν Λακεδαιμονίους ἔστησε Πέρσας. [2] Καὶ δὴ πολλὸν γὰρ περιῆσαν πλήθεϊ οἱ Πέρσαι, ἐπί τε τάξις πλεῦνας ἐκεκοσμέατο καὶ ἐπεῖχον τοὺς Τεγεήτας. Ἔταξε δὲ οὕτω· ὅ τι μὲν ἦν αὐτῶν δυνατώτατον πᾶν ἀπολέξας ἔστησε ἀντίον Λακεδαιμονίων, τὸ δὲ ἀσθενέστερον παρέταξε κατὰ τοὺς Τεγεήτας. Ταῦτα δ᾽ ἐποίεε φραζόντων τε καὶ διδασκόντων Θηβαίων. [3] Περσέων δὲ ἐχομένους ἔταξε Μήδους· οὗτοι δὲ ἐπέσχον Κορινθίους τε καὶ Ποτιδαιήτας καὶ Ὀρχομενίους τε καὶ Σικυωνίους. Μήδων δὲ ἐχομένους ἔταξε Βακτρίους· οὗτοι δὲ ἐπέσχον Ἐπιδαυρίους τε καὶ Τροιζηνίους καὶ Λεπρεήτας τε καὶ Τιρυνθίους καὶ Μυκηναίους τε καὶ Φλειασίους. [4] Μετὰ δὲ Βακτρίους ἔστησε Ἰνδούς· οὗτοι δὲ ἐπέσχον Ἑρμιονέας τε καὶ Ἐρετριέας καὶ Στυρέας τε καὶ Χαλκιδέας. Ἰνδῶν δὲ ἐχομένους Σάκας ἔταξε, οἳ ἐπέσχον Ἀμπρακιήτας τε καὶ Ἀνακτορίους καὶ Λευκαδίους καὶ Παλέας καὶ Αἰγινήτας. [5] Σακέων δὲ ἐχομένους ἔταξε ἀντία Ἀθηναίων τε καὶ Πλαταιέων καὶ Μεγαρέων Βοιωτούς τε καὶ Λοκροὺς καὶ Μηλιέας τε καὶ Θεσσαλοὺς καὶ Φωκέων τοὺς χιλίους· οὐ γὰρ ὦν ἅπαντες οἱ Φωκέες ἐμήδισαν, ἀλλὰ τινὲς αὐτῶν καὶ τὰ Ἑλλήνων ηὖξον περὶ τὸν Παρνησσὸν κατειλημένοι, καὶ ἐνθεῦτεν ὁρμώμενοι ἔφερόν τε καὶ ἦγον τήν τε Μαρδονίου στρατιὴν καὶ τοὺς μετ᾽ αὐτοῦ ἐόντας Ἑλλήνων. Ἔταξε δὲ καὶ Μακεδόνας τε καὶ τοὺς περὶ Θεσσαλίην οἰκημένους κατὰ τοὺς Ἀθηναίους.

 

  1. Ταῦτα μὲν τῶν ἐθνέων τὰ μέγιστα ὠνόμασται τῶν ὑπὸ Μαρδονίου ταχθέντων, τά περ ἐπιφανέστατά τε ἦν καὶ λόγου πλείστου· ἐνῆσαν δὲ καὶ ἄλλων ἐθνέων ἄνδρες ἀναμεμιγμένοι, Φρυγῶν τε καὶ Θρηίκων καὶ Μυσῶν τε καὶ Παιόνων καὶ τῶν ἄλλων, ἐν δὲ καὶ Αἰθιόπων τε καὶ Αἰγυπτίων οἵ τε Ἑρμοτύβιες καὶ οἱ Καλασίριες καλεόμενοι μαχαιροφόροι, οἵ περ εἰσὶ Αἰγυπτίων μοῦνοι μάχιμοι. [2] Τούτους δὲ ἔτι ἐν Φαλήρῳ ἐὼν ἀπὸ τῶν νεῶν ἀπεβιβάσατο ἐόντας ἐπιβάτας· οὐ γὰρ ἐτάχθησαν ἐς τὸν πεζὸν τὸν ἅμα Ξέρξῃ ἀπικόμενον ἐς Ἀθήνας Αἰγύπτιοι. Τῶν μὲν δὴ βαρβάρων ἦσαν τριήκοντα μυριάδες, ὡς καὶ πρότερον δεδήλωται· τῶν δὲ Ἑλλήνων τῶν Μαρδονίου συμμάχων οἶδε μὲν οὐδεὶς ἀριθμόν· οὐ γὰρ ὦν ἠριθμήθησαν· ὡς δὲ ἐπεικάσαι, ἐς πέντε μυριάδας συλλεγῆναι εἰκάζω. Οὗτοι οἱ παραταχθέντες πεζοὶ ἦσαν, ἡ δὲ ἵππος χωρὶς ἐτέτακτο.

 

  1. Ὡς δὲ ἄρα πάντες οἱ ἐτετάχατο κατὰ ἔθνεα καὶ κατὰ τέλεα, ἐνθαῦτα τῇ δευτέρῃ ἐθύοντο καὶ ἀμφότεροι. […]

 

  1. Μετὰ δὲ τοῦτο τὸ ἔργον ἑτέρας δύο ἡμέρας διέτριψαν, οὐδέτεροι βουλόμενοι μάχης ἄρξαι· μέχρι μὲν γὰρ τοῦ Ἀσωποῦ ἐπήισαν οἱ βάρβαροι πειρώμενοι τῶν Ἑλλήνων, διέβαινον δὲ οὐδέτεροι. Ἡ μέντοι ἵππος ἡ Μαρδονίου αἰεὶ προσέκειτό τε καὶ ἐλύπεε τοὺς Ἕλληνας· οἱ γὰρ Θηβαῖοι, ἅτε μηδίζοντες μεγάλως, προθύμως ἔφερον τὸν πόλεμον καὶ αἰεὶ κατηγέοντο μέχρι μάχης, τὸ δὲ ἀπὸ τούτου παραδεκόμενοι Πέρσαι τε καὶ Μῆδοι μάλα ἔσκον οἳ ἀπεδείκνυντο ἀρετάς.

 

  1. […]  Στα ελληνικά στρατεύματα που βρίσκονταν ήδη στην περιοχή των Πλαταιών προστέθηκαν αργότερα ενισχύσεις τα τμήματα του στρατού κατέλαβαν τις θέσεις τους. Στο δεξιό άκρο ήταν δέκα χιλιάδες Λακεδαιμόνιοι, εκ των οποίων πέντε χιλιάδες Σπαρτιάτες που συνοδεύονταν από τριάντα πέντε χιλιάδες ψιλούς είλωτες — μια αντιστοιχία επτά προς ένα. Δίπλα στους Σπαρτιάτες, ως αναγνώριση της αξίας τους, παρατάχτηκαν οι Τεγεάτες με χίλιους πεντακόσιους οπλίτες. Μετά πήραν θέση οι πέντε χιλιάδες Κορίνθιοι, που είχαν πάρει άδεια από τον Παυσανία να έχουν τους τριακόσιους άνδρες από την Ποτείδαια της Παλλήνης στο πλευρό τους. Δίπλα τους ήταν εξακόσιοι άνδρες από τον Ορχομενό της Αρκαδίας, τρεις χιλιάδες από τη Σικυώνα και οχτακόσιοι από την Επίδαυρο· έπειτα, χίλιοι από την Τροιζήνα, διακόσιοι από το Λέπρεο, τετρακόσιοι από τις Μυκήνες και την Τίρυνθα, χίλιοι από τον Φλειούντα και τριακόσιοι από την Ερμιόνη· μετά, εξακόσιοι από την Ερέτρια και τα Στύρα, τετρακόσιοι από τη Χαλκίδα, πεντακόσιοι από την Αμπρακία, οχτακόσιοι από τη Λευκάδα και το Ανακτόριο και διακόσιοι Πάλεις από την Κεφαλληνία· έπειτα, πεντακόσιοι από την Αίγινα, τρεις χιλιάδες από τα Μέγαρα και εξακόσιοι από τις Πλαταιές. Τελευταίοι, στο αριστερό άκρο της παράταξης, ήταν οι οχτώ χιλιάδες Αθηναίοι, με διοικητή τον Αριστείδη, γιο του Λυσίμαχου.

 

  1. Όλοι αυτοί, εκτός από τους επτά είλωτες που αντιστοιχούσαν σε κάθε Σπαρτιάτη, αποτελούνταν από οπλίτες και η συνολική τους δύναμη έφτανε τους τριάντα οχτώ χιλιάδες επτακόσιους άνδρες. Ο αριθμός των οπλιτών, που συγκεντρώθηκαν κατά των βαρβάρων ήταν αυτός. Οι τριάντα πέντε χιλιάδες Σπαρτιάτες είλωτες που ανέφερα, όλοι τους μάχιμοι, και τριάντα τέσσερις χιλιάδες πεντακόσιοι ακόμα, που ανήκαν σε άλλες πόλεις της Λακεδαίμονας και άλλων περιοχών, σε αναλογία ένας βοηθητικός για κάθε πολεμιστή, αποτελούσαν το πλήθος των «ψιλών».

 

  1. Ο συνολικός αριθμός των βοηθητικών έφτανε, λοιπόν, τους εξήντα εννιά χιλιάδες πεντακόσιους ανεβάζοντας το σύνολο του ελληνικού στρατού, μαζί με τους οπλίτες και τους ψιλούς, στις Πλαταιές, στους εκατόν δέκα χιλιάδες άνδρες, εκτός από χίλιους οχτακόσιους Θεσπιείς, των οποίων οι άνδρες που επέζησαν είχαν ενωθεί με τον ελληνικό στρατό. Ωστόσο, αυτοί δεν ήταν πλήρως εξοπλισμένοι. Αυτά για τη δύναμη και την οργάνωση του ελληνικού στρατού που παρατάχτηκε κοντά στον Ασωπό.

 

  1.  Οι άνδρες του Μαρδόνιου, […] απλώθηκαν κι αυτοί προς το ρεύμα του ποταμού μόλις έμαθαν ότι οι Έλληνες ήταν στις Πλαταιές και παρατάχτηκαν ως εξής με τις διαταγές του Μαρδόνιου. Απέναντι από τους Λακεδαιμονίους, ο Μαρδόνιος τοποθέτησε τους Πέρσες, που υπερίσχυαν τόσο σε πλήθος ώστε οι γραμμές τους είχαν μεγαλύτερο βάθος από το συνηθισμένο κι αρκετό άνοιγμα, για να καλύπτουν και τους Τεγεάτες. Αυτή η προφύλαξη οφειλόταν σε συμβουλή των Θηβαίων. Δίπλα στους Πέρσες ήταν οι Μήδοι, που κάλυπταν τα στρατεύματα από την Κόρινθο, την Ποτείδαια, τον Ορχομενό και τη Σικυώνα· μετά οι Βάκτριοι που κάλυπταν τους Έλληνες από την Επίδαυρο, την Τροιζήνα, το Λέπρεο, την Τίρυνθα, τις Μυκήνες και τον Φλειούντα. Δίπλα παρατάχτηκαν οι Ινδοί, απέναντι από τους Ερμιονείς, τους Ερετριείς, τους Στυρείς, και τους Χαλκιδιώτες· μετά οι Σάκες, που κάλυπταν τους Αμπρακιώτες, τους Ανακτορίους, τους Λευκαδίτες, τους Παλείς και τους Αιγινήτες· τέλος, μετά τους Σάκες και απέναντι από τους Αθηναίους, τους Πλαταιείς και τους Μεγαρίτες, παρατάχτηκαν οι Βοιωτείς, οι Λοκροί, οι Μηλιείς και οι Θεσσαλοί, μαζί με τους χίλιους Φωκείς. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχαν συμπαραταχτεί με τους Πέρσες όλοι οι Φωκείς· αρκετοί απ’ αυτούς υπηρετούσαν το σκοπό των Ελλήνων από τη βάση τους στις παρυφές του Παρνασσού, κάνοντας επιδρομές και παρενοχλώντας τον στρατό του Μαρδόνιου και των Ελλήνων που υπηρετούσαν μαζί του. Ο Μαρδόνιος έβαλε επίσης στη δεξιά πτέρυγα, απέναντι από τους Αθηναίους, τους Μακεδόνες και μερικές μονάδες Θεσσαλών.

 

  1. Ανέφερα τα σπουδαιότερα και πιο αξιόλογα στρατεύματα από διάφορες εθνικότητες που παρέταξε ο Μαρδόνιος σ’ αυτή τη μάχη. Ο στρατός του περιλάμβανε επίσης λίγους άνδρες από άλλες εθνικότητες· Φρύγες, Μυσούς, Θράκες, Παίονες και άλλους, όπως Αιθίοπες και Αιγυπτίους. Αυτοί οι τελευταίοι ανήκαν στους Ερμοτύβιες και Καλασίριες — τις τάξεις των πολεμιστών της Αιγύπτου που πολεμάνε με όπλο το μαχαίρι. Νωρίτερα, είχαν υπηρετήσει με το στόλο, αλλά ο Μαρδόνιος τους αποβίβασε πριν αποπλεύσουν τα πλοία από το Φάληρο, αφού δεν υπήρχε στρατός ξηράς από την Αίγυπτο στη δύναμη που οδήγησε ο Ξέρξης ενάντια στην Αθήνα. Οι δυνάμεις των βαρβάρων έφταναν, όπως είπα ήδη, τις τριακόσιες χιλιάδες. Ο αριθμός των Ελλήνων που ήταν σύμμαχοι με τον Μαρδόνιο είναι άγνωστος (κανείς δεν τους μέτρησε). Εγώ τους υπολογίζω γύρω στους πενήντα χιλιάδες άνδρες. Όλοι αυτοί που ανέφερα ως τώρα είχαν παραταχτεί στο πεζικό. Το ιππικό σχημάτιζε χωριστή ενότητα.

 

  1. Αφού ο Μαρδόνιος ολοκλήρωσε την παράταξη των ανδρών του, καθορίζοντας τη θέση κάθε έθνους, τα δύο στρατεύματα άρχισαν την επόμενη μέρα να προσφέρουν θυσίες […]

 

  1. Στις δυο μέρες που ακολούθησαν δεν συνέβη τίποτα. Καμιά πλευρά δεν είχε πρόθεση να ξεκινήσει τη συμπλοκή. Οι Πέρσες προκαλούσαν τους Έλληνες να επιτεθούν μπαίνοντας στα νερά του Ασωπού, αλλά κανείς τους δεν τόλμησε να το διασχίσει πραγματικά. Ωστόσο, το ιππικό του Μαρδόνιου παρενοχλούσε ασταμάτητα τις ελληνικές δυνάμεις και, κυρίως οι Θηβαίοι, οι ακλόνητοι φίλοι της Περσίας ήταν δοσμένοι ολόψυχα σ’ αυτό τον πόλεμο και οδηγούσαν κατ’ επανάληψη το ιππικό σε απόσταση βολής, οπότε οι Πέρσες και οι Μήδοι έμπαιναν στη δράση, για να αποδείξουν ότι ήταν αυτοί οι οποίοι έκαναν τα κατορθώματα.

 

Ο Αλέξανδρος ειδοποιεί τους Αθηναίους. Μετακινήσεις στρατευμάτων
  1. […] νύξ τε ἐγίνετο καὶ ἐς φυλακὰς ἐτάσσοντο. Ὡς δὲ πρόσω τῆς νυκτὸς προελήλατο καὶ ἡσυχίη ἐδόκεε εἶναι ἀνὰ τὰ στρατόπεδα καὶ μάλιστα οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐν ὕπνῳ, τηνικαῦτα προσελάσας ἵππῳ πρὸς τὰς φυλακὰς τὰς Ἀθηναίων Ἀλέξανδρος ὁ Ἀμύντεω, στρατηγός τε ἐὼν καὶ βασιλεὺς Μακεδόνων, ἐδίζητο τοῖσι στρατηγοῖσι ἐς λόγους ἐλθεῖν. [2] Τῶν δὲ φυλάκων οἱ μὲν πλεῦνες παρέμενον, οἳ δ᾽ ἔθεον ἐπὶ τοὺς στρατηγούς, ἐλθόντες δὲ ἔλεγον ὡς ἄνθρωπος ἥκοι ἐπ᾽ ἵππου ἐκ τοῦ στρατοπέδου τοῦ Μήδων, ὃς ἄλλο μὲν οὐδὲν παραγυμνοῖ ἔπος, στρατηγοὺς δὲ ὀνομάζων ἐθέλειν φησὶ ἐς λόγους ἐλθεῖν.

 

  1. Οἳ δὲ ἐπεὶ ταῦτα ἤκουσαν, αὐτίκα εἵποντο ἐς τὰς φυλακάς· ἀπικομένοισι δὲ ἔλεγε Ἀλέξανδρος τάδε. « Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, παραθήκην ὑμῖν τὰ ἔπεα τάδε τίθεμαι, ἀπόρρητα ποιεύμενος πρὸς μηδένα λέγειν ὑμέας ἄλλον ἢ Παυσανίην, μή με καὶ διαφθείρητε· οὐ γὰρ ἂν ἔλεγον, εἰ μὴ μεγάλως ἐκηδόμην συναπάσης τῆς Ἑλλάδος. [2] αὐτός τε γὰρ Ἕλλην γένος εἰμὶ τὠρχαῖον καὶ ἀντ᾽ ἐλευθέρης δεδουλωμένην οὐκ ἂν ἐθέλοιμι ὁρᾶν τὴν Ἑλλάδα. Λέγω δὲ ὦν ὅτι Μαρδονίῳ τε καὶ τῇ στρατιῇ τὰ σφάγια οὐ δύναται καταθύμια γενέσθαι· πάλαι γὰρ ἂν ἐμάχεσθε. Νῦν δέ οἱ δέδοκται τὰ μὲν σφάγια ἐᾶν χαίρειν, ἅμ᾽ ἡμέρῃ δὲ διαφωσκούσῃ συμβολὴν ποιέεσθαι· καταρρώδηκε γὰρ μὴ πλεῦνες συλλεχθῆτε, ὡς ἐγὼ εἰκάζω. Πρὸς ταῦτα ἑτοιμάζεσθε. ἢν δὲ ἄρα ὑπερβάληται τὴν συμβολὴν Μαρδόνιος καὶ μὴ ποιέηται, λιπαρέετε μένοντες· ὀλιγέων γάρ σφι ἡμερέων λείπεται σιτία. [3] Ἢν δὲ ὑμῖν ὁ πόλεμος ὅδε κατὰ νόον τελευτήσῃ, μνησθῆναι τινὰ χρὴ καὶ ἐμεῦ ἐλευθερώσιος πέρι, ὃς Ἑλλήνων εἵνεκα οὕτω ἔργον παράβολον ἔργασμαι ὑπὸ προθυμίης, ἐθέλων ὑμῖν δηλῶσαι τὴν διάνοιαν τὴν Μαρδονίου, ἵνα μὴ ἐπιπέσωσι ὑμῖν ἐξαίφνης οἱ βάρβαροι μὴ προσδεκομένοισί κω. Εἰμὶ δὲ Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδών ». Ὃ μὲν ταῦτα εἴπας ἀπήλαυνε ὀπίσω ἐς τὸ στρατόπεδον καὶ τὴν ἑωυτοῦ τάξιν.

 

  1. Οἱ δὲ στρατηγοὶ τῶν Ἀθηναίων ἐλθόντες ἐπὶ τὸ δεξιὸν κέρας ἔλεγον Παυσανίῃ τά περ ἤκουσαν Ἀλεξάνδρου. Ὁ δὲ τούτῳ τῷ λόγῳ καταρρωδήσας τοὺς Πέρσας ἔλεγε τάδε. [2] « Ἐπεὶ τοίνυν ἐς ἠῶ ἡ συμβολὴ γίνεται, ὑμέας μὲν χρεόν ἐστι τοὺς Ἀθηναίους στῆναι κατὰ τοὺς Πέρσας, ἡμέας δὲ κατὰ τοὺς Βοιωτούς τε καὶ τοὺς κατ᾽ ὑμέας τεταγμένους Ἑλλήνων, τῶνδε εἵνεκα· ὑμεῖς ἐπίστασθε τοὺς Μήδους καὶ τὴν μάχην αὐτῶν ἐν Μαραθῶνι μαχεσάμενοι, ἡμεῖς δὲ ἄπειροί τε εἰμὲν καὶ ἀδαέες τούτων τῶν ἀνδρῶν· Σπαρτιητέων γὰρ οὐδεὶς πεπείρηται Μήδων· ἡμεῖς δὲ Βοιωτῶν καὶ Θεσσαλῶν ἔμπειροι εἰμέν. [3] ἀλλ᾽ ἀναλαβόντας τὰ ὅπλα χρεόν ἐστι ἰέναι ὑμέας ἐς τόδε τὸ κέρας, ἡμέας δὲ ἐς τὸ εὐώνυμον ». Πρὸς δὲ ταῦτα εἶπαν οἱ Ἀθηναῖοι τάδε. « Καὶ αὐτοῖσι ἡμῖν πάλαι ἀπ᾽ ἀρχῆς, ἐπείτε εἴδομεν κατ᾽ ὑμέας τασσομένους τοὺς Πέρσας, ἐν νόῳ ἐγένετο εἰπεῖν ταῦτα τά περ ὑμεῖς φθάντες προφέρετε· ἀλλὰ ἀρρωδέομεν μὴ ὑμῖν οὐκ ἡδέες γένωνται οἱ λόγοι. Ἐπεὶ δ᾽ ὦν αὐτοὶ ἐμνήσθητε, καὶ ἡδομένοισι ἡμῖν οἱ λόγοι γεγόνασι καὶ ἕτοιμοι εἰμὲν ποιέειν ταῦτα ».

 

  1. Ὡς δ᾽ ἤρεσκε ἀμφοτέροισι ταῦτα, ἠώς τε διέφαινε καὶ διαλλάσσοντο τὰς τάξις. Γνόντες δὲ οἱ Βοιωτοὶ τὸ ποιεύμενον ἐξαγορεύουσι Μαρδονίῳ. Ὃ δ᾽ ἐπείτε ἤκουσε, αὐτίκα μετιστάναι καὶ αὐτὸς ἐπειρᾶτο, παράγων τοὺς Πέρσας κατὰ τοὺς Λακεδαιμονίους. Ὡς δὲ ἔμαθε τοῦτο τοιοῦτο γινόμενον ὁ Παυσανίης, γνοὺς ὅτι οὐ λανθάνει, ὀπίσω ἦγε τοὺς Σπαρτιήτας ἐπὶ τὸ δεξιὸν κέρας· ὣς δὲ οὕτως καὶ ὁ Μαρδόνιος ἐπὶ τοῦ εὐωνύμου.

 

  1. Ἐπεὶ δὲ κατέστησαν ἐς τὰς ἀρχαίας τάξις, πέμψας ὁ Μαρδόνιος κήρυκα ἐς τοὺς Σπαρτιήτας ἔλεγε τάδε. « Ὦ Λακεδαιμόνιοι, ὑμεῖς δὴ λέγεσθε εἶναι ἄνδρες ἄριστοι ὑπὸ τῶν τῇδε ἀνθρώπων, ἐκπαγλεομένων ὡς οὔτε φεύγετε ἐκ πολέμου οὔτε τάξιν ἐκλείπετε, μένοντές τε ἢ ἀπόλλυτε τοὺς ἐναντίους ἢ αὐτοὶ ἀπόλλυσθε. [2] Τῶν δ᾽ ἄρ᾽ ἦν οὐδὲν ἀληθές· πρὶν γὰρ ἢ συμμῖξαι ἡμέας ἐς χειρῶν τε νόμον ἀπικέσθαι, καὶ δὴ φεύγοντας καὶ στάσιν ἐκλείποντας ὑμέας εἴδομεν, ἐν Ἀθηναίοισί τε τὴν πρόπειραν ποιευμένους αὐτούς τε ἀντία δούλων τῶν ἡμετέρων τασσομένους. [3] Ταῦτα οὐδαμῶς ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἔργα, ἀλλὰ πλεῖστον δὴ ἐν ὑμῖν ἐψεύσθημεν. Προσδεκόμενοι γὰρ κατὰ κλέος ὡς δὴ πέμψετε ἐς ἡμέας κήρυκα προκαλεύμενοι καὶ βουλόμενοι μούνοισι Πέρσῃσι μάχεσθαι, ἄρτιοι ἐόντες ποιέειν ταῦτα οὐδὲν τοιοῦτο λέγοντας ὑμέας εὕρομεν ἀλλὰ πτώσσοντας μᾶλλον. Νῦν ὦν ἐπειδὴ οὐκ ὑμεῖς ἤρξατε τούτου τοῦ λόγου, ἀλλ᾽ ἡμεῖς ἄρχομεν. [4] Τί δὴ οὐ πρὸ μὲν τῶν Ἑλλήνων ὑμεῖς, ἐπείτε δεδόξωσθε εἶναι ἄριστοι, πρὸ δὲ τῶν βαρβάρων ἡμεῖς ἴσοι πρὸς ἴσους ἀριθμὸν ἐμαχεσάμεθα; καὶ ἢν μὲν δοκέῃ καὶ τοὺς ἄλλους μάχεσθαι, οἱ δ᾽ ὦν μετέπειτα μαχέσθων ὕστεροι· εἰ δὲ καὶ μὴ δοκέοι ἀλλ᾽ ἡμέας μούνους ἀποχρᾶν, ἡμεῖς δὲ διαμαχεσώμεθα· ὁκότεροι δ᾽ ἂν ἡμέων νικήσωσι, τούτους τῷ ἅπαντι στρατοπέδῳ νικᾶν».

 

  1. Ὃ μὲν ταῦτα εἴπας τε καὶ ἐπισχὼν χρόνον, ὥς οἱ οὐδεὶς οὐδὲν ὑπεκρίνατο, ἀπαλλάσσετο ὀπίσω, ἀπελθὼν δὲ ἐσήμαινε Μαρδονίῳ τὰ καταλαβόντα. Ὁ δὲ περιχαρὴς γενόμενος καὶ ἐπαερθεὶς ψυχρῇ νίκῃ ἐπῆκε τὴν ἵππον ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας. [2] Ὡς δὲ ἐπήλασαν οἱ ἱππόται, ἐσίνοντο πᾶσαν τὴν στρατιὴν τὴν Ἑλληνικὴν ἐσακοντίζοντές τε καὶ τοξεύοντες ὥστε ἱπποτοξόται τε ἐόντες καὶ προσφέρεσθαι ἄποροι· τήν τε κρήνην τὴν Γαργαφίην, ἀπ᾽ ἧς ὑδρεύετο πᾶν τὸ στράτευμα τὸ Ἑλληνικόν, συνετάραξαν καὶ συνέχωσαν. [3] Ἦσαν μὲν ὦν κατὰ τὴν κρήνην Λακεδαιμόνιοι τεταγμένοι μοῦνοι, τοῖσι δὲ ἄλλοισι Ἕλλησι ἡ μὲν κρήνη πρόσω ἐγίνετο, ὡς ἕκαστοι ἔτυχον τεταγμένοι, ὁ δὲ Ἀσωπὸς ἀγχοῦ· ἐρυκόμενοι δὲ τοῦ Ἀσωποῦ οὕτω δὴ ἐπὶ τὴν κρήνην ἐφοίτων· ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ γάρ σφι οὐκ ἐξῆν ὕδωρ φορέεσθαι ὑπό τε τῶν ἱππέων καὶ τοξευμάτων.

 

  1. Τούτου δὲ τοιούτου γινομένου οἱ τῶν Ἑλλήνων στρατηγοί, ἅτε τοῦ τε ὕδατος στερηθείσης τῆς στρατιῆς καὶ ὑπὸ τῆς ἵππου ταρασσομένης, συνελέχθησαν περὶ αὐτῶν τε τούτων καὶ ἄλλων, ἐλθόντες παρὰ Παυσανίην ἐπὶ τὸ δεξιὸν κέρας. ἄλλα γὰρ τούτων τοιούτων ἐόντων μᾶλλον σφέας ἐλύπεε· οὔτε γὰρ σιτία εἶχον ἔτι, οἵ τε σφέων ὀπέωνες ἀποπεμφθέντες ἐς Πελοπόννησον ὡς ἐπισιτιεύμενοι ἀπεκεκληίατο ὑπὸ τῆς ἵππου, οὐ δυνάμενοι ἀπικέσθαι ἐς τὸ στρατόπεδον.

 

  1. Βουλευομένοισι δὲ τοῖσι στρατηγοῖσι ἔδοξε, ἣν ὑπερβάλωνται ἐκείνην τὴν ἡμέρην οἱ Πέρσαι συμβολὴν ποιεύμενοι, ἐς τὴν νῆσον ἰέναι. Ἣ δὲ ἐστὶ ἀπὸ τοῦ Ἀσωποῦ καὶ τῆς κρήνης τῆς Γαργαφίης, ἐπ᾽ ᾗ ἐστρατοπεδεύοντο τότε, δέκα σταδίους ἀπέχουσα, πρὸ τῆς Πλαταιέων πόλιος. [2] Νῆσος δὲ οὕτω ἂν εἴη ἐν ἠπείρῳ· σχιζόμενος ὁ ποταμὸς ἄνωθεν ἐκ τοῦ Κιθαιρῶνος ῥέει κάτω ἐς τὸ πεδίον, διέχων ἀπ᾽ ἀλλήλων τὰ ῥέεθρα ὅσον περ τρία στάδια, καὶ ἔπειτα συμμίσγει ἐς τὠυτό. Οὔνομα δέ οἱ Ὠερόη· [3] Θυγατέρα δὲ ταύτην λέγουσι εἶναι Ἀσωποῦ οἱ ἐπιχώριοι. Ἐς τοῦτον δὴ τὸν χῶρον ἐβουλεύσαντο μεταναστῆναι, ἵνα καὶ ὕδατι ἔχωσι χρᾶσθαι ἀφθόνῳ καὶ οἱ ἱππέες σφέας μὴ σινοίατο ὥσπερ κατιθὺ ἐόντων· μετακινέεσθαί τε ἐδόκεε τότε ἐπεὰν τῆς νυκτὸς ᾖ δευτέρη φυλακή, ὡς ἂν μὴ ἰδοίατο οἱ Πέρσαι ἐξορμωμένους καί σφεας ἑπόμενοι ταράσσοιεν οἱ ἱππόται. [4] ἀπικομένων δὲ ἐς τὸν χῶρον τοῦτον, τὸν δὴ ἡ Ἀσωπὶς Ὠερόη περισχίζεται ῥέουσα ἐκ τοῦ Κιθαιρῶνος, ὑπὸ τὴν νύκτα ταύτην ἐδόκεε τοὺς ἡμίσεας ἀποστέλλειν τοῦ στρατοπέδου πρὸς τὸν Κιθαιρῶνα, ὡς ἀναλάβοιεν τοὺς ὀπέωνας τοὺς ἐπὶ τὰ σιτία οἰχομένους· ἦσαν γὰρ ἐν τῷ Κιθαιρῶνι ἀπολελαμμένοι.

 

  1. Ταῦτα βουλευσάμενοι κείνην μὲν τὴν ἡμέρην πᾶσαν προσκειμένης τῆς ἵππου εἶχον πόνον ἄτρυτον· ὡς δὲ ἥ τε ἡμέρη ἔληγε καὶ οἱ ἱππέες ἐπέπαυντο, νυκτὸς δὴ γινομένης καὶ ἐούσης τῆς ὥρης ἐς τὴν συνέκειτό σφι ἀπαλλάσσεσθαι, ἐνθαῦτα ἀερθέντες οἱ πολλοὶ ἀπαλλάσσοντο, ἐς μὲν τὸν χῶρον ἐς τὸν συνέκειτο οὐκ ἐν νόῳ ἔχοντες, οἳ δὲ ὡς ἐκινήθησαν ἔφευγον ἄσμενοι τὴν ἵππον πρὸς τὴν Πλαταιέων πόλιν, φεύγοντες δὲ ἀπικνέονται ἐπὶ τὸ Ἥραιον· τὸ δὲ πρὸ τῆς πόλιος ἐστὶ τῆς Πλαταιέων, εἴκοσι σταδίους ἀπὸ τῆς κρήνης τῆς Γαργαφίης ἀπέχον· ἀπικόμενοι δὲ ἔθεντο πρὸ τοῦ ἱροῦ τὰ ὅπλα.

 

  1. Καὶ οἳ μὲν περὶ τὸ Ἥραιον ἐστρατοπεδεύοντο, Παυσανίης δὲ ὁρῶν σφεας ἀπαλλασσομένους ἐκ τοῦ στρατοπέδου παρήγγελλε καὶ τοῖσι Λακεδαιμονίοισι ἀναλαβόντας τὰ ὅπλα ἰέναι κατὰ τοὺς ἄλλους τοὺς προϊόντας, νομίσας αὐτοὺς ἐς τὸν χῶρον ἰέναι ἐς τὸν συνεθήκαντο. […]

 

  1. […] έπεσε το σκοτάδι και τοποθετήθηκαν σκοποί. Κύλησαν λίγες ώρες· όταν στα δύο στρατόπεδα επικράτησε ησυχία, και όλοι έπεσαν σε βαθύ ύπνο, ο Αλέξανδρος, γιος του Αμύντα, βασιλιάς και στρατηγός των Μακεδόνων, κάλπασε με το άλογό του στο φυλάκιο των Αθηναίων και ζήτησε να δει και να μιλήσει με τους στρατηγούς τους. Οι περισσότεροι φρουροί έμειναν στη θέση τους, αλλά μερικοί έτρεξαν να ειδοποιήσουν τους ανωτέρους τους ότι ένας ιππέας είχε φτάσει από το εχθρικό στρατόπεδο και, το μόνο που έλεγε ήταν ότι ήθελε να μιλήσει στους διοικητές του στρατού, των οποίων γνώριζε και τα ονόματα.

 

  1. Οι Αθηναίοι ακολούθησαν αμέσως τους σκοπούς στο φυλάκιο τους και συνάντησαν τον Αλέξανδρο. Και αυτός τους είπε: «Άνδρες της Αθήνας, εμπιστεύομαι την τιμή σας γι’ αυτό που έχω να σας πω· κρατήστε το μυστικό απ’ όλους, εκτός από τον Παυσανία, αλλιώς θα με καταστρέψετε. Δε θα βρισκόμουν εδώ, αν δε φρόντιζα για όλη την Ελλάδα. Είμαι κι εγώ Έλληνας στην καταγωγή και δε θέλω να δω την πατρίδα να ανταλλάσσει την ελευθερία της με σκλαβιά. Λέω, λοιπόν, ότι ο Μαρδόνιος κι ο στρατός του δεν έχουν ευνοϊκούς οιωνούς από τις θυσίες τους, αλλιώς η μάχη θα είχε ξεκινήσει πριν καιρό. Ο Μαρδόνιος, πάντως, αποφάσισε να αγνοήσει τους οιωνούς και να σας επιτεθεί με την αυγή, επειδή, φαντάζομαι, ανησυχεί μήπως συγκεντρωθείτε πολλοί στις γραμμές σας. Να είστε έτοιμοι. Αν, πάλι, αναβάλει την επίθεση του ο Μαρδόνιος, σας συμβουλεύω να μείνετε στις θέσεις σας, γιατί δεν έχει προμήθειες παρά για λίγες μόνο μέρες. Στη περίπτωση που δώσετε σ’ αυτό τον πόλεμο αίσιο τέλος, πρέπει να με θυμηθείτε πως συνέβαλα κι εγώ στην ελευθερία σας· διατρέχω μεγάλο κίνδυνο για το καλό της Ελλάδας, θέλοντας να σας ειδοποιήσω για τις προθέσεις του Μαρδόνιου και να σας σώσω από μια αιφνιδιαστική επίθεση των βαρβάρων. Είμαι ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας». Αφού είπε αυτά, ο Αλέξανδρος κάλπασε πίσω στο στρατόπεδο του και γύρισε στη θέση του.

 

  1. Οι Αθηναίοι στρατηγοί έτρεξαν στον Παυσανία, στη δεξιά πτέρυγα της ελληνικής παράταξης, και του είπαν τι είχαν ακούσει από τον Αλέξανδρο. Ο Παυσανίας φοβήθηκε τους Πέρσες και είπε τα εξής: «Αν πρόκειται να ξεσπάσει η μάχη την αυγή», είπε, «είναι καλύτερα εσείς οι Αθηναίοι να παραταχτείτε απέναντι από τους Πέρσες, και ν’ αναλάβουμε εμείς την πτέρυγα απέναντι από τους Βοιωτούς και τους άλλους Έλληνες, που βρίσκονται τώρα απέναντι σας. Στο Μαραθώνα γνωρίσατε τους Μήδους και την τακτική τους στη μάχη, αντίθετα από μας, που δεν τους έχουμε συναντήσει ποτέ στο πεδίο της μάχης. Κανένας Σπαρτιάτης δεν έχει πολεμήσει ενάντια σε Μήδο, ενώ έχουμε εξοικειωθεί αρκετά με τους στρατιώτες της Βοιωτίας και της Θεσσαλίας. Γι’ αυτό, πάρτε τα όπλα σας κι ελάτε στη δεξιά πτέρυγα. Εμείς θα πάρουμε τη θέση σας στην αριστερή». Σ’ αυτά οι Αθηναίοι απάντησαν τα εξής: «Σκεφτήκαμε κι εμείς πριν αρκετό καιρό —από τότε, δηλαδή, που είδαμε ότι οι Πέρσες παρατάχθηκαν απέναντι σας—να κάνουμε την ίδια πρόταση, αλλά φοβηθήκαμε μη σας προσβάλουμε. Αφού, όμως, το θίξατε εσείς οι ίδιοι, δεχόμαστε πρόθυμα και θα συμμορφωθούμε αμέσως».

 

  1. Το ζήτημα τακτοποιήθηκε ικανοποιητικά και για τα δύο σώματα και, στα πρώτα σημάδια της αυγής οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες άλλαξαν θέση στην παράταξη. Οι Βοιωτοί, όμως, παρατήρησαν την κίνηση και την ανέφεραν στον Μαρδόνιο, ο οποίος μετακίνησε αμέσως τα περσικά στρατεύματα στο άλλο άκρο της παράταξης, φέρνοντας τα πάλι αντιμέτωπα με τους Σπαρτιάτες. Όταν το είδε ο Παυσανίας, γύρισε πάλι στο δεξιό άκρο τους Σπαρτιάτες και, όπως και πριν, ο Μαρδόνιος στο αριστερό.

 

  1. Αφού γύρισαν πάλι στις αρχικές τους θέσεις, ο Μαρδόνιος έστειλε έναν αγγελιαφόρο στις γραμμές των Σπαρτιατών και είπε τα εξής: «Άνδρες Λακεδαιμόνιοι, όλοι εδώ γύρω σας θεωρούν γενναίους άνδρες και σας θαυμάζουν, γιατί δεν υποχωρείτε ποτέ στη μάχη και δεν εγκαταλείπετε ποτέ τη θέση σας· μένετε ακλόνητοι, λένε, μέχρι να πέσει κι ο τελευταίος είτε από τον εχθρικό στρατό είτε από σας. Από αυτά όμως τίποτα δεν είναι αλήθεια. Σας είδαμε να τρέχετε εδώ κι εκεί και να εγκαταλείπετε τη θέση σας πριν αρχίσει η μάχη ή ανταλλάξουμε έστω ένα χτύπημα· αφήνετε την πιο επικίνδυνη θέση στους Αθηναίους, ενώ εσείς προσπαθείτε να χτυπηθείτε με τους σκλάβους μας. Αυτή η συμπεριφορά δεν ταιριάζει καθόλου σε γενναίους άνδρες· πράγματι, φαίνεται ότι κάναμε λάθος σχετικά με σας. Με βάση τη φήμη σας, μάλιστα, περιμέναμε ότι θα μας στέλνατε και μια πρόκληση, για να είστε σίγουροι ότι θα αναμετρηθείτε με τους Πέρσες πολεμιστές και κανέναν άλλο. Θα την είχαμε αποδεχτεί πρόθυμα, αν την είχατε στείλει· αλλά δεν το κάνατε. Αντίθετα, σας βλέπουμε να πασχίζετε να μας αποφύγετε. Τέλος πάντων, αφού εσείς δεν έχετε το θάρρος, σας προκαλούμε εμείς. Γιατί να μην χτυπηθεί ίσος αριθμός ανδρών από τις δύο πλευρές, εσείς ως οι πιο γενναίοι της Ελλάδας κι εμείς ως οι πιο γενναίοι της Ασίας; Αν, πάλι, θέλουν να πολεμήσουν και οι υπόλοιποι, ας το κάνουν αφού έχουμε τελειώσει εμείς μεταξύ μας· αλλιώς, ας λύσουμε το θέμα μεταξύ μας κι ας θεωρήσουμε ότι οι νικητές αντιπροσώπευαν όλο το στράτευμά τους».

 

  1. Όταν παρέδωσε την πρόκληση, ο αγγελιαφόρος περίμενε λίγο· αφού, όμως, δεν έπαιρνε απάντηση, γύρισε στον Μαρδόνιο και του είπε τι είχε συμβεί. Ο Μαρδόνιος ενθουσιάστηκε και υπερήφανος γι’ αυτή τη νίκη διέταξε το ιππικό του να επιτεθεί. Οι Πέρσες ιππείς, οπλισμένοι με τόξα —δεν ήταν εύκολος αντίπαλος— προκάλεσαν σοβαρές απώλειες, χτυπώντας παράλληλα ολόκληρη την ελληνική παράταξη και με τα βέλη και τα ακόντιά τους· αυτή τη φορά έφραξαν τη Γαργαφία πηγή με χώμα, απ’ όπου έπαιρναν νερό όλοι οι Έλληνες στρατιώτες. Για την ακρίβεια, μόνο οι Σπαρτιάτες βρίσκονταν κοντά στην πηγή, ενώ ο υπόλοιπος στρατός ήταν παραταγμένος σε μεγαλύτερη απόσταση, παράλληλα με τις όχθες του Ασωπού· ωστόσο, ήταν υποχρεωμένοι να παίρνουν κι αυτοί νερό από την πηγή, γιατί το εχθρικό ιππικό, με τα τοξεύματά του, τους εμπόδιζε να πλησιάσουν στο ποτάμι.

 

  1. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, με τους άνδρες τους να παρενοχλούνται διαρκώς από το εχθρικό ιππικό και στερημένοι από νερό, οι στρατηγοί των διαφόρων ελληνικών σωμάτων πήγαν όλοι μαζί στον Παυσανία στη δεξιά πτέρυγα της παράταξης. Η έλλειψη νερού, μολονότι αρκετά σοβαρό θέμα, δεν ήταν το μόνο που έπρεπε να συζητηθεί, αφού, στο μεταξύ, είχαν εξαντληθεί τα τρόφιμα κι οι υπηρέτες που είχαν σταλεί να φέρουν προμήθειες από την Πελοπόννησο είχαν αποκλειστεί από ίλες του περσικού ιππικού και δεν μπορούσαν να γυρίσουν στο στρατόπεδο.

 

  1. Στη διάρκεια της συζήτησης οι στρατηγοί αποφάσισαν ότι, αν οι Πέρσες άφηναν τη μέρα να περάσει χωρίς να επιτεθούν, ο στρατός θα αποσυρόταν στο νησί. Η περιοχή αυτή βρίσκεται μπροστά στις Πλαταιές και απέχει δέκα στάδια από τον Ασωπό και την πηγή Γαργαφία, όπου και είχαν στρατοπεδεύσει. Η περιοχή αυτή είναι ένα νησί στην ξηρά· υπάρχει ένα ποτάμι που χωρίζεται σε δύο ρείθρα κοντά στην πηγή του, στον Κιθαιρώνα· στην πεδιάδα, τα δυο ρείθρα έχουν άνοιγμα περίπου τρία στάδια πριν ενωθούν ξανά πιο χαμηλά. Το όνομα της περιοχής είναι Ωερόη και είναι γνωστή στην περιοχή ως κόρη του Ασωπού. Δύο ήταν οι λόγοι που τους οδήγησαν να επιλέξουν το νησί για να παραταχτούν. Κατ’ αρχάς, θα είχαν άφθονο νερό και, δεύτερον, το εχθρικό ιππικό δεν θα ήταν πια σε θέση να τους παρενοχλεί μια και δεν θα ήταν αντιμέτωποι. Το σχέδιο ήταν να μετακινηθούν στη διάρκεια της νύχτας, στη δεύτερη φυλακή μετά τα μεσάνυχτα, για να μην τους αντιληφθεί ο εχθρός, και ν’ αποφύγουν έτσι αψιμαχίες με το ιππικό του στην πορεία τους. Συμφώνησαν, επίσης, ότι, μόλις έφταναν στο νησί, στο σημείο όπου η Ασωπίδα Ωερόη χωρίζεται καθώς πηγάζει από τον Κιθαιρώνα, θα έστελναν, πάντα στη διάρκεια της νύχτας, το μισό στράτευμα στις πλαγιές του Κιθαιρώνα, για να βοηθήσει τις φάλαγγες με τα εφόδια που είχαν αποκλειστεί εκεί.

 

  1. Αφού πήραν αυτές τις αποφάσεις, εξακολούθησαν όλη την υπόλοιπη μέρα, χωρίς διακοπή, να υπομένουν παρενοχλήσεις από το ιππικό· γύρω στο απόγευμα, οι επιθέσεις αραίωσαν κι όταν σκοτείνιασε, την ώρα που είχε συμφωνηθεί να γίνει η μετακίνηση, οι περισσότεροι έφυγαν. Όπως αποδείχτηκε, όμως, δεν σκόπευαν ν’ ακολουθήσουν το σχέδιο και να πάνε στο νησί· αντίθετα, μόλις ξεκίνησε η πορεία, έφυγαν με ανακούφιση από το ιππικό και κατευθύνονταν στις Πλαταιές. Εκεί, σταμάτησαν μπροστά στο Ηραίο, που είναι χτισμένο έξω από την πόλη, σε μια απόσταση είκοσι στάδια από τη Γαργαφία. Όταν έφτασαν εκεί, στρατοπέδευσαν μπροστά από τον ναό.

 

  1. Αυτοί λοιπόν στρατοπέδευσαν στο Ηραίο. Όταν ο Παυσανίας είδε τα άλλα στρατεύματα να ξεκινούν, διέταξε τους Λακεδαιμονίους να αδειάσουν το στρατόπεδο και να τους ακολουθήσουν, υποθέτοντας ότι αυτοί που είχαν φύγει ήδη κατευθύνονταν για τη θέση που είχαν συμφωνήσει. […]

 

Η μάχη
  1. Ταῦτα εἴπας ἦγε τοὺς Πέρσας δρόμῳ διαβάντας τὸν Ἀσωπὸν κατὰ στίβον τῶν Ἑλλήνων ὡς δὴ ἀποδιδρησκόντων, ἐπεῖχέ τε ἐπὶ Λακεδαιμονίους τε καὶ Τεγεήτας μούνους· Ἀθηναίους γὰρ τραπομένους ἐς τὸ πεδίον ὑπὸ τῶν ὄχθων οὐ κατώρα. [2] Πέρσας δὲ ὁρῶντες ὁρμημένους διώκειν τοὺς Ἕλληνας οἱ λοιποὶ τῶν βαρβαρικῶν τελέων ἄρχοντες αὐτίκα πάντες ἤειραν τὰ σημήια, καὶ ἐδίωκον ὡς ποδῶν ἕκαστος εἶχον, οὔτε κόσμῳ οὐδενὶ κοσμηθέντες οὔτε τάξι.

 

  1. Καὶ οὗτοι μὲν βοῇ τε καὶ ὁμίλῳ ἐπήισαν ὡς ἀναρπασόμενοι τοὺς Ἕλληνας· Παυσανίης δέ, ὡς προσέκειτο ἡ ἵππος, πέμψας πρὸς τοὺς Ἀθηναίους ἱππέα λέγει τάδε. « Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἀγῶνος μεγίστου προκειμένου ἐλευθέρην εἶναι ἢ δεδουλωμένην τὴν Ἑλλάδα, προδεδόμεθα ὑπὸ τῶν συμμάχων ἡμεῖς τε οἱ Λακεδαιμόνιοι καὶ ὑμεῖς οἱ Ἀθηναῖοι ὑπὸ τὴν παροιχομένην νύκτα διαδράντων. [2] Νῦν ὦν δέδοκται τὸ ἐνθεῦτεν τὸ ποιητέον ἡμῖν· ἀμυνομένους γὰρ τῇ δυνάμεθα ἄριστα περιστέλλειν ἀλλήλους. Εἰ μέν νυν ἐς ὑμέας ὅρμησε ἀρχὴν ἡ ἵππος, χρῆν δὴ ἡμέας τε καὶ τοὺς μετ᾽ ἡμέων τὴν Ἑλλάδα οὐ προδιδόντας Τεγεήτας βοηθέειν ὑμῖν· νῦν δέ, ἐς ἡμέας γὰρ ἅπασα κεχώρηκε, δίκαιοι ἐστὲ ὑμεῖς πρὸς τὴν πιεζομένην μάλιστα τῶν μοιρέων ἀμυνέοντες ἰέναι. [3] Εἰ δ᾽ ἄρα αὐτοὺς ὑμέας καταλελάβηκε ἀδύνατόν τι βοηθέειν, ὑμεῖς δ᾽ ἡμῖν τοὺς τοξότας ἀποπέμψαντες χάριν θέσθε. Συνοίδαμεν δὲ ὑμῖν ὑπὸ τὸν παρεόντα τόνδε πόλεμον ἐοῦσι πολλὸν προθυμοτάτοισι, ὥστε καὶ ταῦτα ἐσακούειν ».

 

  1. Ταῦτα οἱ Ἀθηναῖοι ὡς ἐπύθοντο, ὁρμέατο βοηθέειν καὶ τὰ μάλιστα ἐπαμύνειν· καί σφι ἤδη στείχουσι ἐπιτίθενται οἱ ἀντιταχθέντες Ἑλλήνων τῶν μετὰ βασιλέος γενομένων, ὥστε μηκέτι δύνασθαι βοηθῆσαι· τὸ γὰρ προσκείμενον σφέας ἐλύπεε. [2] Οὕτω δὴ μουνωθέντες Λακεδαιμόνιοι καὶ Τεγεῆται, ἐόντες σὺν ψιλοῖσι ἀριθμὸν οἳ μὲν πεντακισμύριοι Τεγεῆται δὲ τρισχίλιοι (οὗτοι γὰρ οὐδαμὰ ἀπεσχίζοντο ἀπὸ Λακεδαιμονίων), ἐσφαγιάζοντο ὡς συμβαλέοντες Μαρδονίῳ καὶ τῇ στρατιῇ τῇ παρεούσῃ. [3] Καὶ οὐ γάρ σφι ἐγίνετο τὰ σφάγια χρηστά, ἔπιπτον δὲ αὐτῶν ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ πολλοὶ καὶ πολλῷ πλεῦνες ἐτρωματίζοντο· φράξαντες γὰρ τὰ γέρρα οἱ Πέρσαι ἀπίεσαν τῶν τοξευμάτων πολλὰ ἀφειδέως, οὕτω ὥστε πιεζομένων τῶν Σπαρτιητέων καὶ τῶν σφαγίων οὐ γινομένων ἀποβλέψαντα τὸν Παυσανίην πρὸς τὸ Ἥραιον τὸ Πλαταιέων ἐπικαλέσασθαι τὴν θεόν, χρηίζοντα μηδαμῶς σφέας ψευσθῆναι τῆς ἐλπίδος.

 

  1. Ταῦτα δ᾽ ἔτι τούτου ἐπικαλεομένου προεξαναστάντες πρότεροι οἱ Τεγεῆται ἐχώρεον ἐς τοὺς βαρβάρους, καὶ τοῖσι Λακεδαιμονίοισι αὐτίκα μετὰ τὴν εὐχὴν τὴν Παυσανίεω ἐγίνετο θυομένοισι τὰ σφάγια χρηστά· ὡς δὲ χρόνῳ κοτὲ ἐγένετο, ἐχώρεον καὶ οὗτοι ἐπὶ τοὺς Πέρσας, καὶ οἱ Πέρσαι ἀντίοι τὰ τόξα μετέντες. [2] Ἔγίνετο δὲ πρῶτον περὶ τὰ γέρρα μάχη. Ὡς δὲ ταῦτα ἐπεπτώκεε, ἤδη ἐγίνετο ἡ μάχη ἰσχυρὴ παρ᾽ αὐτὸ τὸ Δημήτριον καὶ χρόνον ἐπὶ πολλόν, ἐς ὃ ἀπίκοντο ἐς ὠθισμόν· τὰ γὰρ δόρατα ἐπιλαμβανόμενοι κατέκλων οἱ βάρβαροι. [3] Λήματι μέν νυν καὶ ῥώμῃ οὐκ ἥσσονες ἦσαν οἱ Πέρσαι, ἄνοπλοι δὲ ἐόντες καὶ πρὸς ἀνεπιστήμονες ἦσαν καὶ οὐκ ὅμοιοι τοῖσι ἐναντίοισι σοφίην, προεξαΐσσοντες δὲ κατ᾽ ἕνα καὶ δέκα, καὶ πλεῦνές τε καὶ ἐλάσσονες συστρεφόμενοι, ἐσέπιπτον ἐς τοὺς Σπαρτιήτας καὶ διεφθείροντο.

 

  1. Τῇ δὲ ἐτύγχανε αὐτὸς ἐὼν Μαρδόνιος, ἀπ᾽ ἵππου τε μαχόμενος λευκοῦ ἔχων τε περὶ ἑωυτὸν λογάδας Περσέων τοὺς ἀρίστους χιλίους, ταύτῃ δὲ καὶ μάλιστα τοὺς ἐναντίους ἐπίεσαν. Ὅσον μέν νυν χρόνον Μαρδόνιος περιῆν, οἳ δὲ ἀντεῖχον καὶ ἀμυνόμενοι κατέβαλλον πολλοὺς τῶν Λακεδαιμονίων· [2] Ὡς δὲ Μαρδόνιος ἀπέθανε καὶ τὸ περὶ ἐκεῖνον τεταγμένον ἐὸν ἰσχυρότατον ἔπεσε, οὕτω δὴ καὶ οἱ ἄλλοι ἐτράποντο καὶ εἶξαν τοῖσι Λακεδαιμονίοισι. Πλεῖστον γὰρ σφέας ἐδηλέετο ἡ ἐσθὴς ἔρημος ἐοῦσα ὅπλων· πρὸς γὰρ ὁπλίτας ἐόντες γυμνῆτες ἀγῶνα ἐποιεῦντο.

 

  1. Ἐνθαῦτα ἥ τε δίκη τοῦ Λεωνίδεω κατὰ τὸ χρηστήριον τοῖσι Σπαρτιήτῃσι ἐκ Μαρδονίου ἐπετελέετο, καὶ νίκην ἀναιρέεται καλλίστην ἁπασέων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν Παυσανίης ὁ Κλεομβρότου τοῦ Ἀναξανδρίδεω· [2] Τῶν δὲ κατύπερθέ οἱ προγόνων τὰ οὐνόματα εἴρηται ἐς Λεωνίδην· ὡυτοὶ γάρ σφι τυγχάνουσι ἐόντες. Ἀποθνήσκει δὲ Μαρδόνιος ὑπὸ Ἀειμνήστου ἀνδρὸς ἐν Σπάρτῃ λογίμου, ὃς χρόνῳ ὕστερον μετὰ τὰ Μηδικὰ ἔχων ἄνδρας τριηκοσίους συνέβαλε ἐν Στενυκλήρῳ πολέμου ἐόντος Μεσσηνίοισι πᾶσι, καὶ αὐτός τε ἀπέθανε καὶ οἱ τριηκόσιοι.

 

  1. Ἐν δὲ Πλαταιῇσι οἱ Πέρσαι ὡς ἐτράποντο ὑπὸ τῶν Λακεδαιμονίων, ἔφευγον οὐδένα κόσμον ἐς τὸ στρατόπεδον τὸ ἑωυτῶν καὶ ἐς τὸ τεῖχος τὸ ξύλινον τὸ ἐποιήσαντο ἐν μοίρῃ τῇ Θηβαΐδι. [2] Θῶμα δέ μοι ὅκως παρὰ τῆς Δήμητρος τὸ ἄλσος μαχομένων οὐδὲ εἷς ἐφάνη τῶν Περσέων οὔτε ἐσελθὼν ἐς τὸ τέμενος οὔτε ἐναποθανών, περί τε τὸ ἱρὸν οἱ πλεῖστοι ἐν τῷ βεβήλῳ ἔπεσον. Δοκέω δέ, εἴ τι περὶ τῶν θείων πρηγμάτων δοκέειν δεῖ, ἡ θεὸς αὐτή σφεας οὐκ ἐδέκετο ἐμπρήσαντας τὸ ἱρὸν τὸ ἐν Ἐλευσῖνι ἀνάκτορον.

 

  1. Μετά απ’ αυτά, ο Μαρδόνιος έδωσε τη διαταγή να ξεκινήσουν. Οι άνδρες του διέσχισαν τον Ασωπό κι ακολούθησαν με ταχύτητα τα ίχνη των ελληνικών δυνάμεων, υποθέτοντας πως είχαν τραπεί σε άτακτη φυγή. Στην πραγματικότητα, μόνο τους Σπαρτιάτες και τους Τεγεάτες καταδίωκε ο Μαρδόνιος, γιατί τους Αθηναίους, που είχαν ακολουθήσει το δρόμο μέσα από τα χαμηλότερα εδάφη, τους κάλυπταν οι ενδιάμεσοι λόφοι και τα βουνά. Όταν οι άλλες βαρβαρικές μονάδες είδαν ότι οι Πέρσες άρχισαν την καταδίωξη των Ελλήνων, διέταξαν αμέσως να υψώσουν τις σημαίες κι όλοι οι άνδρες μπήκαν στο κυνήγι με όση ταχύτητα μπορούσαν να τρέξουν, κάτω από τις διαταγές των στρατηγών τους. Όρμησαν μπροστά χωρίς την παραμικρή μέριμνα να διατηρήσουν τις γραμμές τους, φωνάζοντας κι αλαλάζοντας, σίγουροι ότι θα κατατρόπωναν τους φυγάδες.

 

  1. Ο Παυσανίας, όταν δέχτηκε επίθεση από το εχθρικό ιππικό, έστειλε έναν ιππέα στους Αθηναίους καλώντας τους σε βοήθεια: «Άνδρες της Αθήνας», έλεγε το μήνυμα, «η επίθεση έχει εξαπολυθεί τώρα εναντίον μας —σε μια μάχη που θα κρίνει την ελευθερία ή την  υποδούλωση της Ελλάδας· οι φίλοι μας όμως, έφυγαν χτες βράδυ από το πεδίο της μάχης, προδίδοντας και τους δυο μας. Τώρα, το καθήκον μας είναι ολοφάνερο. Πρέπει να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας και να προστατευτούμε μεταξύ μας όσο καλύτερα μπορούμε. Αν είχατε δεχτεί εσείς πρώτοι την επίθεση του ιππικού, θα είμαστε υποχρεωμένοι να έρθουμε να σας βοηθήσουμε, μαζί με τους Τεγεάτες, που είναι, όπως εμείς, αφοσιωμένοι στον ελληνικό σκοπό· αφού όμως, όλο το ιππικό έχει έρθει εναντίον μας, είναι καθήκον σας να βοηθήσετε αυτούς που δέχονται τη μεγαλύτερη πίεση. Αν αντιμετωπίζετε οποιοδήποτε πρόβλημα που σας εμποδίζει να ανταποκριθείτε στην έκκληση μας, στείλτε μας τουλάχιστον τους τοξότες σας και θα σας είμαστε ευγνώμονες. Αναγνωρίζουμε ότι σε όλη τη διάρκεια αυτού του πολέμου κανείς δεν μπόρεσε να συναγωνιστεί την ανδρεία σας· δε θα αρνηθείτε, λοιπόν, να μας βοηθήσετε».

 

  1. Μόλις έλαβαν αυτό το μήνυμα, οι Αθηναίοι ξεκίνησαν αμέσως να ενισχύσουν τους Σπαρτιάτες, ανυπομονώντας να τους βοηθήσουν με όποιον τρόπο μπορούσαν λίγο μετά, όμως, δέχτηκαν επίθεση από τους Έλληνες, που υπηρετούσαν κάτω από τις διαταγές του Μαρδόνιου, που παρατάχτηκαν απέναντι τους. Η επίθεση ήταν σκληρή και δεν τους άφησε τα περιθώρια να πραγματοποιήσουν τον σκοπό τους· έτσι, οι Λακεδαιμόνιοι και οι Τεγεάτες, οι πρώτοι μαζί με τους ψιλούς ήταν πενήντα χιλιάδες και οι Τεγεάτες ήταν τρεις χιλιάδες (αυτοί ποτέ δεν εγκατέλειπαν τους Λακεδαιμόνιους), έκαναν τις θυσίες σαν να επρόκειτο να συμπλακούν με το Μαρδόνιο και το στράτευμά του. Οι οιωνοί δεν ήταν ευνοϊκοί· στο μεταξύ, αρκετοί από τους άνδρες τους είχαν σκοτωθεί κι είχαν πολλούς τραυματίες, γιατί οι Πέρσες είχαν κάνει φράκτη με τις πλεκτές ασπίδες τους και, προστατευμένοι πίσω απ’ αυτό, πετούσαν τόσα βέλη ώστε τα τμήματα των Σπαρτιατών ήταν σε πολύ δύσκολη θέση· αυτό, μαζί με τους αρνητικούς οιωνούς, έκανε τον Παυσανία να στρέψει το βλέμμα στο Ηραίο στις Πλαταιές, και να καλέσει τη θεά σε βοήθεια, παρακαλώντας τη να μην επιτρέψει να στερηθούν οι Έλληνες την ελπίδα της νίκης.

 

  1. Προτού προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, οι Τεγεάτες όρμησαν μπροστά περνώντας στην επίθεση και, την αμέσως επόμενη στιγμή, οι οιωνοί υποσχέθηκαν επιτυχία. Τότε, οι Σπαρτιάτες κινήθηκαν κι αυτοί ενάντια στους Πέρσες, και οι Πέρσες εναντίον τους… και έριχναν τα τόξα. Η πρώτη συμπλοκή έγινε μπροστά στο φράγμα με τις ασπίδες· έπειτα, όταν έπεσε αυτό, ακολούθησε μια σκληρή και παρατεταμένη μάχη, κυριολεκτικά σώμα με σώμα, κοντά στο Δημήτριο [ναό της Δήμητρας], αφού οι βάρβαροι μπορούσαν κι έπιαναν τα δόρατα και τα έσπαγαν σε ανδρεία και θάρρος ήταν ίσοι με τους αντιπάλους τους, αλλά μειονεκτούσαν σε όπλα, ήταν ανεκπαίδευτοι και πολύ κατώτεροι σε ικανότητες. Άλλοτε ένας ένας κι άλλοτε σε ομάδες δέκα ανδρών —και άλλοτε περισσότεροι άλλοτε λιγότεροι— έπεφταν πάνω στις γραμμές των Σπαρτιατών κι αποδεκατίζονταν.

 

  1. Ο Μαρδόνιος μπήκε προσωπικά στη μάχη, ιππεύοντας το άσπρο του άλογο και περικυκλωμένος από τους χίλιους επίλεκτους Πέρσες. Όσο ζούσε ο Μαρδόνιος, οι άνδρες συνέχισαν να αντιστέκονται και να υπερασπίζονται τους εαυτούς τους, σκοτώνοντας πολλούς Λακεδαιμονίους· μόλις όμως σκοτώθηκε ο διοικητής τους, μαζί με την προσωπική του φρουρά, που ήταν πολύ γενναία, οι υπόλοιποι υποχώρησαν μπροστά στους Λακεδαιμονίους και τράπηκαν σε φυγή. Ο κυριότερος λόγος των απωλειών τους ήταν η έλλειψη πανοπλίας, όταν βρέθηκαν να πολεμούν χωρίς αυτήν ενάντια σε οπλίτες.

 

  1. Έτσι εκπληρώθηκε ο χρησμός κι ο Μαρδόνιος έδωσε ικανοποίηση στους Σπαρτιάτες για τον θάνατο του Λεωνίδα· μ’ αυτό τον τρόπο, ο Παυσανίας, γιος του Κλεόμβροτου και εγγονός του Αναξανδρίδη, κέρδισε την πιο λαμπρή νίκη που έχει γραφτεί στην ιστορία. Τα ονόματα των απωτέρων προγόνων του είναι τα ίδια με των προγόνων του Λεωνίδα, που ανέφερα σε προηγούμενο σημείο του έργου μου. Ο Μαρδόνιος φονεύτηκε από τον Αρίμνηστο , άνδρα φημισμένο στη Σπάρτη, ο οποίος, λίγο μετά τα Μηδικά, βρήκε τον θάνατο, στη Στενύκλαρο, μαζί με τους τριακόσιους άνδρες που είχε στις διαταγές του, πολεμώντας ενάντια στους Μεσσηνίους.

 

  1. Στις Πλαταιές, μόλις έσπασε η άμυνα των Περσών από τους Λακεδαιμονίους, οι στρατιώτες τράπηκαν σε άτακτη φυγή και κατέφυγαν στο ξύλινο τείχος που είχαν χτίσει σε Θηβαϊκό έδαφος. Θεωρώ πραγματικό θαύμα το γεγονός ότι, μολονότι η μάχη δόθηκε πολύ κοντά στο άλσος της Δήμητρας, ούτε ένας Πέρσης στρατιώτης δεν βρέθηκε νεκρός πάνω σε ιερό έδαφος κι ούτε πάτησε μέσα, απ’ ό,τι φαίνεται, ενώ έξω από τον ναό και το ιερό έδαφος βρίσκονταν τόσοι νεκροί. Η γνώμη μου είναι —αν μπορεί κανείς να έχει γνώμη σχετικά με τέτοια μυστήρια— ότι η ίδια η θεά τους εμπόδισε να μπουν, επειδή είχαν κάψει το ιερό ανάκτορο στην Ελευσίνα.

 

Το ήθος του Παυσανία
  1. Ἐν δὲ Πλαταιῇσι ἐν τῷ στρατοπέδῳ τῶν Αἰγινητέων ἦν Λάμπων Πυθέω, Αἰγινητέων ἐὼν τὰ πρῶτα· ὃς ἀνοσιώτατον ἔχων λόγον ἵετο πρὸς Παυσανίην, ἀπικόμενος δὲ σπουδῇ ἔλεγε τάδε. [2] « Ὦ παῖ Κλεομβρότου, ἔργον ἔργασταί τοι ὑπερφυὲς μέγαθός τε καὶ κάλλος, καί τοι θεὸς παρέδωκε ῥυσάμενον τὴν Ἑλλάδα κλέος καταθέσθαι μέγιστον Ἑλλήνων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν. Σὺ δὲ καὶ τὰ λοιπὰ τὰ ἐπὶ τούτοισι ποίησον, ὅκως λόγος τε σὲ ἔχῃ ἔτι μέζων καί τις ὕστερον φυλάσσηται τῶν βαρβάρων μὴ ὑπάρχειν ἔργα ἀτάσθαλα ποιέων ἐς τοὺς Ἕλληνας. [3] Λεωνίδεω γὰρ ἀποθανόντος ἐν Θερμοπύλῃσι Μαρδόνιός τε καὶ Ξέρξης ἀποταμόντες τὴν κεφαλὴν ἀνεσταύρωσαν· τῷ σὺ τὴν ὁμοίην ἀποδιδοὺς ἔπαινον ἕξεις πρῶτα μὲν ὑπὸ πάντων Σπαρτιητέων, αὖτις δὲ καὶ πρὸς τῶν ἄλλων Ἑλλήνων· Μαρδόνιον γὰρ ἀνασκολοπίσας τετιμωρήσεαι ἐς πάτρων τὸν σὸν Λεωνίδην ».

 

  1. Ὃ μὲν δοκέων χαρίζεσθαι ἔλεγε τάδε, ὃ δ᾽ ἀνταμείβετο τοῖσιδε. « Ὦ ξεῖνε Αἰγινῆτα, τὸ μὲν εὐνοέειν τε καὶ προορᾶν ἄγαμαί σευ, γνώμης μέντοι ἡμάρτηκας χρηστῆς· ἐξαείρας γάρ με ὑψοῦ καὶ τὴν πάτρην καὶ τὸ ἔργον, ἐς τὸ μηδὲν κατέβαλες παραινέων νεκρῷ λυμαίνεσθαι, καὶ ἢν ταῦτα ποιέω, φὰς ἄμεινόν με ἀκούσεσθαι· τὰ πρέπει μᾶλλον βαρβάροισι ποιέειν ἤ περ Ἕλλησι· [2] Καὶ ἐκείνοισι δὲ ἐπιφθονέομεν. Ἐγὼ δ᾽ ὦν τούτου εἵνεκα μήτε Αἰγινήτῃσι ἅδοιμι μήτε τοῖσι ταῦτα ἀρέσκεται, ἀποχρᾷ δέ μοι Σπαρτιήτῃσι ἀρεσκόμενον ὅσια μὲν ποιέειν, ὅσια δὲ καὶ λέγειν. Λεωνίδῃ δέ, τῷ με κελεύεις τιμωρῆσαι, φημὶ μεγάλως τετιμωρῆσθαι, ψυχῇσί τε τῇσι τῶνδε ἀναριθμήτοισι τετίμηται αὐτός τε καὶ οἱ ἄλλοι οἱ ἐν Θερμοπύλῃσι τελευτήσαντες. Σὺ μέντοι ἔτι ἔχων λόγον τοιόνδε μήτε προσέλθῃς ἔμοιγε μήτε συμβουλεύσῃς, χάριν τε ἴσθι ἐὼν ἀπαθής ».

 

  1. Μαζί με τους Αιγινήτες στις Πλαταιές υπηρετούσε κι ένας άνδρας που λεγόταν Λάμπωνας. Πατέρας του ήταν ο Πυθέας, κι είχε πολύ καλή φήμη ανάμεσα στους Αιγινήτες. Ο άνδρας αυτός, λοιπόν, πήγε να δει τον Παυσανία και του έλεγε αυτή την πρόταση. «Γιε του Κλεόμβροτου, οι υπηρεσίες που πρόσφερες είναι πέρα από κάθε προσδοκία. Ο θεός σου έδωσε το προνόμιο να γίνεις σωτήρας της Ελλάδας και να γράψεις το όνομά σου στην ιστορία. Τώρα, ως επισφράγιση όλων αυτών, υπάρχει ένα ακόμα πράγμα που απομένει να κάνεις, για να αυξήσεις τη φήμη σου και, ταυτόχρονα, να κάνεις τους ξένους να σκεφτούν καλύτερα την επόμενη φορά που θα προσβάλουν ή θα πειράξουν τους Έλληνες. Όταν ο Λεωνίδας σκοτώθηκε στις Θερμοπύλες, ο Ξέρξης κι ο Μαρδόνιος του έκοψαν το κεφάλι και το κάρφωσαν σ’ έναν πάσσαλο. Ανταποδίδοντας τα ίδια θα κερδίσεις τον θαυμασμό όχι μόνο όλων των Σπαρτιατών αλλά κι όλων των Ελλήνων. Κάρφωσε το σώμα του Μαρδόνιου σ’ έναν πάσσαλο… κι ο Λεωνίδας, ο αδελφός του πατέρα σου, θα έχει πάρει εκδίκηση». Ο Λάμπωνας πίστευε πραγματικά ότι η πρόταση του θα γινόταν δεκτή. Ο Παυσανίας, ωστόσο, απάντησε.

 

  1. «Σ’ ευχαριστώ, Αιγινήτη φίλε μου, για την καλή σου πρόθεση και το ενδιαφέρον σου για μένα· όμως, όσον αφορά στην κρίση σου, έκανες λάθος. Πρώτα εκθειάζεις κι εμένα και την πατρίδα μου, με επαίνους για τη νίκη μου, κι έπειτα τα εκμηδενίζεις όλα, συμβουλεύοντάς με να βεβηλώσω το σώμα ενός νεκρού και λέγοντας ότι η φήμη μου θα απλωθεί περισσότερο, αν διαπράξω μια βάρβαρη πράξη που ταιριάζει περισσότερο στους βαρβάρους και που εμείς οι Έλληνες θεωρούμε αποτρόπαια. Η απάντηση μου είναι όχι· σ’ αυτό το θέμα δε θα ικανοποιήσω τους Αιγινήτες ούτε κανέναν άλλο που προτείνει τέτοια. Μου είναι αρκετό να ικανοποιήσω τους Σπαρτιάτες, που εκτιμούν την αξιοπρέπεια και την ευσέβεια στα λόγια και στα έργα. Όσο για τον Λεωνίδα, που για χάρη του μου ζητάς να εκδικηθώ, υποστηρίζω πως έχει πάρει ήδη άφθονη εκδίκηση· ασφαλώς οι αμέτρητες ζωές που χάθηκαν είναι αρκετή αποζημίωση, όχι μόνο για τον Λεωνίδα αλλά και για όλους τους άλλους που έπεσαν στις Θερμοπύλες. Μην ξανάρθεις ποτέ να μου κάνεις παρόμοια πρόταση και να ευγνωμονείς την τύχη σου που φεύγεις ατιμώρητος».

byza_grn

Τα γεγονότα σύμφωνα με το Διόδωρο το Σικελιώτη

Διόδωρου Σικελιώτη, Βιβλιοθήκης Ιστορικής Βίβλος Ενδεκάτη

[11,28] διαβοηθείσης δὲ τῆς τῶν Ἀθηναίων πρὸς τοὺς Ἕλληνας ἀλλοτριότητος, ἧκον εἰς τὰς Ἀθήνας πρέσβεις παρὰ Περσῶν καὶ παρὰ τῶν Ἑλλήνων. οἱ μὲν οὖν ὑπὸ τῶν Περσῶν ἀποσταλέντες ἔφασαν τὸν στρατηγὸν Μαρδόνιον ἐπαγγέλλεσθαι τοῖς Ἀθηναίοις, ἐὰν τὰ Περσῶν προέλωνται, δώσειν χώραν ἣν ἂν βούλωνται τῆς Ἑλλάδος, καὶ τὰ τείχη καὶ τοὺς ναοὺς πάλιν ἀνοικοδομήσειν, καὶ τὴν πόλιν ἐάσειν αὐτόνομον· οἱ δὲ παρὰ τῶν Λακεδαιμονίων πεμφθέντες ἠξίουν μὴ πεισθῆναι τοῖς βαρβάροις, ἀλλὰ τηρεῖν τὴν πρὸς τοὺς Ἕλληνας καὶ συγγενεῖς καὶ ὁμοφώνους εὔνοιαν. οἱ δὲ Ἀθηναῖοι τοῖς βαρβάροις ἀπεκρίθησαν, ὡς οὔτε χώρα τοῖς Πέρσαις ἐστὶ τοιαύτη οὔτε χρυσὸς τοσοῦτος ὃν Ἀθηναῖοι δεξάμενοι τοὺς Ἕλληνας ἐγκαταλείψουσι· τοῖς δὲ Λακεδαιμονίοις εἶπον, ὡς αὐτοὶ μὲν ἣν πρότερον ἐποιοῦντο φροντίδα τῆς Ἑλλάδος καὶ μετὰ ταῦτα πειράσονται τὴν αὐτὴν διαφυλάττειν, ἐκείνους δ´ ἠξίουν τὴν ταχίστην ἐλθεῖν εἰς τὴν Ἀττικὴν μετὰ πάντων τῶν συμμάχων· πρόδηλον γὰρ εἶναι, διότι Μαρδόνιος, ἠναντιωμένων τῶν Ἀθηναίων αὐτῷ, μετὰ δυνάμεως ἥξει ἐπὶ τὰς Ἀθήνας. ὃ καὶ συνέβη γενέσθαι· ὁ γὰρ Μαρδόνιος ἐν τῇ Βοιωτίᾳ διατρίβων μετὰ τῶν δυνάμεων τὸ μὲν πρῶτον τῶν ἐν Πελοποννήσῳ πόλεων ἐπειρᾶτό τινας ἀφιστάνειν, χρήματα διαπεμπόμενος τοῖς προεστηκόσι τῶν πόλεων, μετὰ δὲ ταῦτα πυνθανόμενος τὴν τῶν Ἀθηναίων ἀπόκρισιν καὶ παροξυνθείς, ἅπασαν ἦγεν ἐπὶ τὴν Ἀττικὴν τὴν δύναμιν· χωρὶς γὰρ τῆς δεδομένης ὑπὸ Ξέρξου στρατιᾶς πολλοὺς ἄλλους αὐτὸς Μαρδόνιος ἐκ τῆς Θρᾴκης καὶ Μακεδονίας καὶ τῶν ἄλλων τῶν συμμαχίδων πόλεων ἠθροίκει, πλείους τῶν εἴκοσι μυριάδων. τηλικαύτης δὲ δυνάμεως προαγούσης εἰς τὴν Ἀττικήν, οἱ μὲν Ἀθηναῖοι βιβλιαφόρους ἀπέστειλαν πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους δεόμενοι βοηθεῖν· βραδυνόντων δὲ αὐτῶν καὶ τῶν βαρβάρων ἐμβαλόντων εἰς τὴν Ἀττικήν, κατεπλάγησαν, καὶ πάλιν ἀναλαβόντες τέκνα καὶ γυναῖκας καὶ τῶν ἄλλων ὅσα δυνατὸν ἦν ταχέως ἀποκομίζειν, ἐξέλιπον τὴν πατρίδα καὶ συνέφυγον πάλιν εἰς τὴν Σαλαμῖνα. ὁ δὲ Μαρδόνιος χαλεπῶς ἔχων πρὸς αὐτούς, τὴν χώραν ἅπασαν κατέφθειρε καὶ τὴν πόλιν κατέσκαψε καὶ τὰ ἱερὰ τὰ καταλελειμμένα παντελῶς ἐλυμήνατο. 28. Όταν η αποξένωση που είχε επέλθει μεταξύ των Αθηναίων και των υπολοίπων Ελλήνων έγινε ευρέως γνωστή, έφτασαν στην Αθήνα πρέσβεις τόσο από τους Πέρσες όσο και από τους Έλληνες. Αυτοί λοιπόν που είχαν αποσταλεί από τους Πέρσες, είπαν πως ο στρατηγός Μαρδόνιος υποσχόταν στους Αθηναίους ότι, αν πήγαιναν με το μέρος των Περσών, θα τους έδινε όποια περιοχή της Ελλάδας ήθελαν, ότι θα ανοικοδομούσε τα τείχη και τους ναούς και ότι θα επέτρεπε στην πόλη να είναι αυτόνομη. Ενώ εκείνοι που είχαν σταλεί από τους Λακεδαιμονίους τους ζητούσαν να μη δώσουν πίστη στους βαρβάρους, αλλά να διατηρήσουν την εύνοια τους προς τους Έλληνες που ήταν συγγενείς τους και είχαν την ίδια με αυτούς γλώσσα. Οι Αθηναίοι αποκρίθηκαν στους βαρβάρους ότι οι Πέρσες δε διέθεταν ούτε χώρα τέτοια ούτε χρυσάφι τόσο που, αν τα δέχονταν οι Αθηναίοι, θα εγκατέλειπαν τους Έλληνες. Στους Λακεδαιμονίους είπαν ότι την ίδια φροντίδα που είχαν επιδείξει στο παρελθόν για την Ελλάδα, θα προσπαθούσαν να τη διατηρήσουν και στο εξής, και ότι από εκείνους ζητούσαν να έρθουν το συντομότερο στην Αττική μαζί με όλους τους συμμάχους, γιατί ήταν ολοφάνερο ότι ο Μαρδόνιος, τώρα που οι Αθηναίοι του είχαν εναντιωθεί, θα ερχόταν με στρατό στην Αθήνα. Κι έτσι κι έγινε. Ο Μαρδόνιος, που παρέμενε στη Βοιωτία με τις δυνάμεις του, επιχείρησε αρχικά να κάνει μερικές από τις πόλεις της Πελοποννήσου να αποστατήσουν στέλνοντας χρήματα στους προεστούς των πόλεων, αλλά στη συνέχεια, μαθαίνοντας την απόκριση των Αθηναίων, εξοργισμένος οδήγησε όλο του τον στρατό εναντίον της Αττικής. Πέρα από την στρατιά που του είχε δώσει ο Ξέρξης, ο ίδιος ο Μαρδόνιος είχε συγκεντρώσει από τη Θράκη και τη Μακεδονία και από τις άλλες συμμαχικές πόλεις, περισσότερους από διακόσιες χιλιάδες άνδρες. Με την προέλαση μιας τόσο μεγάλης δύναμης στην Αττική, οι Αθηναίοι έστειλαν γραμματοκομιστές προς τους Λακεδαιμονίους ζητώντας τους να τους βοηθήσουν. Καθώς όμως αυτοί καθυστερούσαν και οι βάρβαροι εισέβαλλαν στην Αττική, τρομοκρατήθηκαν. Για μια ακόμη φορά πήραν τα παιδιά και τις γυναίκες τους και ό,τι άλλο ήταν δυνατόν να σηκώσουν στη βιασύνη τους, εγκατέλειψαν την πατρίδα τους και κατέφυγαν όλοι μαζί ξανά στη Σαλαμίνα. Ο Μαρδόνιος θυμωμένος πολύ μαζί τους αφάνισε όλη την περιοχή και ισοπέδωσε την πόλη, ενώ τα ιερά που είχαν απομείνει τα κατέστρεψε ολοκληρωτικά.
[11,29] Ἐπανελθόντος δὲ εἰς τὰς Θήβας τοῦ Μαρδονίου μετὰ τῆς δυνάμεως, ἔδοξε τοῖς συνέδροις τῶν Ἑλλήνων παραλαβεῖν τοὺς Ἀθηναίους, καὶ πανδημεὶ προελθόντας εἰς τὰς Πλαταιὰς διαγωνίσασθαι περὶ τῆς ἐλευθερίας, εὔξασθαι δὲ καὶ τοῖς θεοῖς, ἐὰν νικήσωσιν, ἄγειν κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν τοὺς Ἕλληνας ἐλευθέρια κοινῇ, καὶ τὸν ἐλευθέριον ἀγῶνα συντελεῖν ἐν ταῖς Πλαταιαῖς. συναχθέντων δὲ τῶν Ἑλλήνων εἰς τὸν Ἰσθμόν, ἐδόκει τοῖς πᾶσιν ὅρκον ὀμόσαι περὶ τοῦ πολέμου, τὸν στέξοντα μὲν τὴν ὁμόνοιαν αὐτῶν, ἀναγκάσοντα δὲ γενναίως τοὺς κινδύνους ὑπομένειν. ὁ δὲ ὅρκος ἦν τοιοῦτος· οὐ ποιήσομαι περὶ πλείονος τὸ ζῆν τῆς ἐλευθερίας, οὐδὲ καταλείψω τοὺς ἡγεμόνας οὔτε ζῶντας οὔτε ἀποθανόντας, ἀλλὰ τοὺς ἐν τῇ μάχῃ τελευτήσαντας τῶν συμμάχων πάντας θάψω, καὶ κρατήσας τῷ πολέμῳ τῶν βαρβάρων οὐδεμίαν τῶν ἀγωνισαμένων πόλεων ἀνάστατον ποιήσω, καὶ τῶν ἱερῶν τῶν ἐμπρησθέντων καὶ καταβληθέντων οὐδὲν ἀνοικοδομήσω, ἀλλ´ ὑπόμνημα τοῖς ἐπιγινομένοις ἐάσω καὶ καταλείψω τῆς τῶν βαρβάρων ἀσεβείας. τὸν δὲ ὅρκον ὀμόσαντες ἐπορεύθησαν ἐπὶ τὴν Βοιωτίαν διὰ τοῦ Κιθαιρῶνος, καὶ πρὸς τὰς ὑπωρείας καταντήσαντες πλησίον τῶν Ἐρυθρῶν, αὐτοῦ κατεστρατοπέδευσαν. ἡγεῖτο δὲ τῶν μὲν Ἀθηναίων Ἀριστείδης, τῶν δὲ συμπάντων Παυσανίας, ἐπίτροπος ὢν τοῦ Λεωνίδου παιδός.  29. Όταν ο Μαρδόνιος ξαναγύρισε στις Θήβες με το στρατό του, οι Έλληνες σύνεδροι αποφάσισαν να παραλάβουν τους Αθηναίους και, βγαίνοντας όλοι μαζί στις Πλαταιές, να αγωνιστούν μέχρι τέλους για την ελευθερία. Αποφάσισαν επίσης να κάνουν όρκο στους θεούς ότι, αν νικήσουν, θα τελούν εκείνη την ημέρα οι Έλληνες από κοινού τη γιορτή της Ελευθερίας και θα οργανώσουν τους αγώνες της ελευθερίας στις Πλαταιές. Όταν οι Έλληνες συγκεντρώθηκαν στον Ισθμό, αποφάσισαν να δώσουν όλοι όρκο σχετικά με τον πόλεμο, που θα προστάτευε την ομόνοια μεταξύ τους και θα τους ανάγκαζε να υπομείνουν γενναία τους κινδύνους. Ο όρκος ήταν ο εξής: «Δε θα θεωρήσω πιο σημαντική τη ζωή από την ελευθερία ούτε θα εγκαταλείψω τους αρχηγούς, είτε ζωντανούς είτε πεθαμένους, και θα θάψω όλους τους συμμάχους που θα έχουν πεθάνει στη μάχη. Αν επικρατήσω των βαρβάρων στον πόλεμο, δεν θα ερημώσω καμιά από τις πόλεις που συμμετείχαν στον αγώνα και δε θα ανοικοδομήσω κανένα από τα ιερά που πυρπολήθηκαν ή γκρεμίστηκαν, αλλά θα τα αφήσω και θα τα παραδώσω στους μεταγενέστερους ως υπενθύμιση της ασέβειας των βαρβάρων». Αφού έδωσαν τον όρκο, πορεύτηκαν προς τη Βοιωτία μέσω του Κιθαιρώνα και αφού κατέβηκαν προς τις υπώρειες κοντά στις Ερυθρές, έστησαν εκεί το στρατόπεδό τους. Αρχηγός των Αθηναίων ήταν ο Αριστείδης, ενώ γενικός αρχηγός όλων ήταν ο Παυσανίας, που ήταν επίτροπος του γιου του Λεωνίδα.
[11,30] Μαρδόνιος δὲ πυθόμενος τὴν τῶν πολεμίων δύναμιν προάγειν ἐπὶ Βοιωτίας, προῆλθεν ἐκ τῶν Θηβῶν· καὶ παραγενόμενος ἐπὶ τὸν Ἀσωπὸν ποταμὸν ἔθετο παρεμβολήν, ἣν ὠχύρωσε τάφρῳ βαθείᾳ καὶ τείχει ξυλίνῳ περιέλαβεν. ἦν δὲ ὁ σύμπας ἀριθμὸς τῶν μὲν Ἑλλήνων εἰς δέκα μυριάδας, τῶν δὲ βαρβάρων εἰς πεντήκοντα. πρῶτοι δὲ κατήρξαντο μάχης οἱ βάρβαροι νυκτὸς ἐκχυθέντες ἐπ´ αὐτοὺς καὶ πᾶσι τοῖς ἱππεῦσι πρὸς τὴν στρατοπεδείαν ἐπελάσαντες. τῶν δὲ Ἀθηναίων προαισθομένων καὶ συντεταγμένῃ τῇ στρατιᾷ τεθαρρηκότως ἀπαντώντων, συνέβη καρτερὰν γενέσθαι μάχην. τέλος δὲ τῶν Ἑλλήνων οἱ μὲν ἄλλοι πάντες τοὺς καθ´ αὑτοὺς ταχθέντας τῶν βαρβάρων ἐτρέψαντο, μόνοι δὲ Μεγαρεῖς πρός τε τὸν ἵππαρχον καὶ τοὺς ἀρίστους τῶν Περσῶν ἱππεῖς ἀνθεστῶτες, καὶ πιεζόμενοι τῇ μάχῃ, τὴν μὲν τάξιν οὐ κατέλιπον, πρὸς δὲ τοὺς Ἀθηναίους καὶ Λακεδαιμονίους πέμψαντές τινας ἐξ αὐτῶν ᾔτουν κατὰ τάχος βοηθῆσαι. Ἀριστείδου δὲ τοὺς περὶ αὐτὸν τῶν Ἀθηναίων ταχέως ἀποστείλαντος τοὺς ἐπιλέκτους, συστραφέντες οὗτοι καὶ προσπεσόντες τοῖς βαρβάροις τοὺς μὲν Μεγαρεῖς ἐξείλοντο τῶν κινδύνων τῶν ἐπικειμένων, τῶν δὲ Περσῶν αὐτόν τε τὸν ἵππαρχον καὶ πολλοὺς ἄλλους ἀποκτείναντες τοὺς λοιποὺς ἐτρέψαντο. οἱ μὲν οὖν Ἕλληνες, ὡσπερεί τινι προαγῶνι λαμπρῶς προτερήσαντες, εὐέλπιδες ἐγένοντο περὶ τῆς ὁλοσχεροῦς νίκης· μετὰ δὲ ταῦτα ἐκ τῆς ὑπωρείας μετεστρατοπέδευσαν εἰς ἕτερον τόπον εὐθετώτερον πρὸς τὴν ὁλοσχερῆ νίκην. ἦν γὰρ ἐκ μὲν τῶν δεξιῶν γεώλοφος ὑψηλός, ἐκ δὲ τῶν εὐωνύμων ὁ Ἀσωπὸς ποταμός· τὸν δ´ ἀνὰ μέσον τόπον ἐπεῖχεν ἡ στρατοπεδεία, πεφραγμένη τῇ φύσει καὶ ταῖς τῶν τόπων ἀσφαλείαις. τοῖς μὲν οὖν Ἕλλησιν ἐμφρόνως βουλευσαμένοις πολλὰ συνεβάλετο πρὸς τὴν νίκην ἡ τῶν τόπων στενοχωρία· οὐ γὰρ ἦν ἐπὶ πολὺ μῆκος παρεκτείνειν τὴν φάλαγγα τῶν Περσῶν, ὥστε ἀχρήστους εἶναι συνέβαινε τὰς πολλὰς μυριάδας τῶν βαρβάρων. διόπερ οἱ περὶ τὸν Παυσανίαν καὶ Ἀριστείδην θαρρήσαντες τοῖς τόποις προῆγον τὴν δύναμιν εἰς τὴν μάχην, καὶ συντάξαντες ἑαυτοὺς οἰκείως τῆς περιστάσεως ἦγον ἐπὶ τοὺς πολεμίους.

 

[11,31] Μαρδόνιος δὲ συναναγκαζόμενος βαθεῖαν ποιῆσαι τὴν φάλαγγα, διέταξε τὴν δύναμιν ὅπως ποτ´ ἔδοξεν αὐτῷ συμφέρειν, καὶ μετὰ βοῆς ἀπήντησε τοῖς Ἕλλησιν. ἔχων δὲ περὶ αὐτὸν τοὺς ἀρίστους πρῶτος ἐνέβαλεν εἰς τοὺς ἀντιτεταγμένους Λακεδαιμονίους, καὶ γενναίως ἀγωνισάμενος πολλοὺς ἀνεῖλε τῶν Ἑλλήνων· ἀντιταχθέντων δὲ τῶν Λακεδαιμονίων εὐρώστως, καὶ πάντα κίνδυνον ὑπομενόντων προθύμως, πολὺς ἐγίνετο φόνος τῶν βαρβάρων. ἕως μὲν οὖν συνέβαινε τὸν Μαρδόνιον μετὰ τῶν ἐπιλέκτων προκινδυνεύειν, εὐψύχως ὑπέμενον τὸ δεινὸν οἱ βάρβαροι· ἐπεὶ δ´ ὅ τε Μαρδόνιος ἀγωνιζόμενος ἐκθύμως ἔπεσε καὶ τῶν ἐπιλέκτων οἱ μὲν ἀπέθανον, οἱ δὲ κατετρώθησαν, ἀνατραπέντες ταῖς ψυχαῖς πρὸς φυγὴν ὥρμησαν. ἐπικειμένων δὲ τῶν Ἑλλήνων, οἱ μὲν πλείους τῶν βαρβάρων εἰς τὸ ξύλινον τεῖχος συνέφυγον, τῶν δ´ ἄλλων οἱ μὲν μετὰ Μαρδονίου ταχθέντες Ἕλληνες εἰς τὰς Θήβας ἀνεχώρησαν, τοὺς δὲ λοιποὺς ὄντας πλείους τῶν τετρακισμυρίων ἀναλαβὼν Ἀρτάβαζος, ἀνὴρ παρὰ Πέρσαις ἐπαινούμενος, εἰς θάτερον μέρος ἔφυγε, καὶ σύντονον τὴν ἀναχώρησιν ποιησάμενος προῆγεν ἐπὶ τῆς Φωκίδος.

 

  1. Όταν ο Μαρδόνιος πληροφορήθηκε ότι η δύναμη των εχθρών βάδιζε κατά της Βοιωτίας, βγήκε από τις Θήβες. Φτάνοντας στον Ασωπό ποταμό, έστησε το στρατόπεδο του, το οποίο οχύρωσε με βαθιά τάφρο και το περιέβαλε με ξύλινο τείχος. Ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων έφτανε τις εκατό χιλιάδες, ενώ των βαρβάρων τις πεντακόσιες χιλιάδες. Πρώτοι ξεκίνησαν τη μάχη οι βάρβαροι, οι οποίοι ξεχύθηκαν καταπάνω τους και επέλασαν με όλους τους ιππείς τους εναντίον του στρατοπέδου. Οι Αθηναίοι, που το αντιλήφθηκαν έγκαιρα και είχαν συντάξει τις δυνάμεις τους, τους αντιμετώπισαν θαρραλέα και επακολούθησε κρατερή μάχη. Τελικά, όλοι οι άλλοι Έλληνες έτρεψαν σε φυγή τους βαρβάρους που είχαν παραταχθεί εναντίον τους, και μόνο οι Μεγαρείς, που αντιμετώπιζαν τον ίππαρχο και τους άριστους ιππείς των Περσών και πιέζονταν ισχυρά κατά τη μάχη, δεν εγκατέλειψαν μεν τις γραμμές τους, αλλά έστειλαν μερικούς άντρες στους Αθηναίους και στους Λακεδαιμονίους ζητώντας τους να τους βοηθήσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν. Ο Αριστείδης έστειλε γρήγορα τους επίλεκτους Αθηναίους του, κι αυτοί, πυκνώνοντας τις γραμμές τους και πέφτοντας με ορμή εναντίον των βαρβάρων, τους μεν Μεγαρείς τους έβγαλαν από τους επικείμενους κινδύνους, ενώ από τους Πέρσες σκότωσαν τον ίδιο τον ίππαρχο καθώς και πολλούς άλλους και τους υπόλοιπους τους έτρεψαν σε φυγή. Οι Έλληνες, τώρα που είχαν υπερισχύσει λαμπρά σ’ ένα είδος προκαταρκτικού αγώνα, ήταν πια γεμάτοι ελπίδες για την ολοκληρωτική νίκη. Μετά από αυτά, μετέφεραν το στρατόπεδο τους από τις υπώρειες σε άλλο τόπο που ήταν πιο πρόσφορος για την τελική νίκη. Γιατί δεξιά υπήρχε ένα ψηλός λόφος και από τα αριστερά ο Ασωπός ποταμός, ενώ η ανάμεσα περιοχή καταλαμβανόταν από το στρατόπεδο που ήταν οχυρωμένο από τη φύση και την ασφάλεια που παρείχαν οι τόποι. Ο περιορισμένος χώρος, λοιπόν, του τόπου συνέβαλε κατά πολύ στη νίκη των Ελλήνων που είχαν καταστρώσει τα σχέδια τους με σύνεση, γιατί η φάλαγγα των Περσών δεν μπορούσε να αναπτυχθεί σ’ όλο της το μήκος κι έτσι αχρηστεύονταν οι πολλές μυριάδες των βαρβάρων. Ως εκ τούτου, ο Παυσανίας και ο Αριστείδης, παίρνοντας θάρρος από το πλεονέκτημα που τους έδινε ο τόπος, οδήγησαν το στρατό τους στη μάχη και, αφού συντάχθηκαν με τρόπο που ήταν κατάλληλος για την περίσταση, βάδισαν εναντίον των εχθρών.

 

  1. Ο Μαρδόνιος, αναγκασμένος εκ των πραγμάτων να αυξήσει το βάθος της φάλαγγας, παρέταξε τη δύναμη με τον τρόπο που θεώρησε πως θα ήταν προς το συμφέρον του, και με δυνατές ιαχές αντιμετώπισε τους Έλληνες. Έχοντας γύρω του τους καλύτερους στρατιώτες, ρίχτηκε πρώτος εναντίον των Λακεδαιμονίων, που ήταν παραταγμένοι απέναντι του, και μαχόμενος γενναία σκότωσε πολλούς Έλληνες. Οι Λακεδαιμόνιοι του αντιστάθηκαν ρωμαλέα και υπέμεναν κάθε κίνδυνο με προθυμία, με αποτέλεσμα να προκληθεί μεγάλο φονικό στους βαρβάρους. Όση ώρα λοιπόν ο Μαρδόνιος με τους επίλεκτους άντρες του συνέχιζαν να αγωνίζονται μπροστά, οι βάρβαροι υπέμεναν με ευψυχία τη φοβερή μάχη, όταν όμως ο Μαρδόνιος έπεσε αγωνιζόμενος μανιασμένα και από τους επίλεκτους άλλοι πέθαναν και άλλοι κατατραυματίστηκαν, το θάρρος τους εξανεμίστηκε και τράπηκαν ορμητικά σε φυγή. Καθώς οι Έλληνες τους ακολουθούσαν, οι περισσότεροι από τους βαρβάρους κατέφυγαν στο ξύλινο τείχος, ενώ, από τους άλλους, οι Έλληνες που είχαν ταχθεί με το μέρος του Μαρδόνιου αναχώρησαν για τις Θήβες, και τους υπόλοιπους, που ήταν περισσότεροι από τετρακόσιες χιλιάδες, τους πήρε μαζί του ο Αρτάβαζος, άντρας που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους Πέρσες, ο οποίος στράφηκε προς την άλλη κατεύθυνση και υποχωρώντας κάτω από μεγάλη πίεση βάδισε προς τη Φωκίδα.

 

[11,32] Τοῦτον δὲ τὸν τρόπον ἐν τῇ φυγῇ τῶν βαρβάρων σχισθέντων, ὁμοίως καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων πλῆθος διεμερίσθη· Ἀθηναῖοι μὲν γὰρ καὶ Πλαταιεῖς καὶ Θεσπιεῖς τοὺς ἐπὶ Θηβῶν ὁρμήσαντας ἐδίωξαν, Κορίνθιοι δὲ καὶ Σικυώνιοι καὶ Φλιάσιοι καί τινες ἕτεροι τοῖς μετὰ Ἀρταβάζου φεύγουσιν ἐπηκολούθησαν, Λακεδαιμόνιοι δὲ μετὰ τῶν λοιπῶν τοὺς εἰς τὸ ξύλινον τεῖχος καταφυγόντας διώξαντες ἐπόρθησαν προθύμως. οἱ δὲ Θηβαῖοι δεξάμενοι τοὺς φεύγοντας καὶ προσαναλαβόντες ἐπέθεντο τοῖς διώκουσιν Ἀθηναίοις· γενομένης δὲ πρὸ τῶν τειχῶν καρτερᾶς μάχης, καὶ τῶν Θηβαίων λαμπρῶς ἀγωνισαμένων, ἔπεσον μὲν οὐκ ὀλίγοι παρ´ ἀμφοτέροις, τὸ δὲ τελευταῖον βιασθέντες ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων, συνέφυγον πάλιν εἰς τὰς Θήβας. μετὰ δὲ ταῦτα οἱ μὲν Ἀθηναῖοι πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους ἀποχωρήσαντες, μετὰ τούτων ἐτειχομάχουν πρὸς τοὺς καταφυγόντας εἰς τὴν παρεμβολὴν τῶν Περσῶν· μεγάλου δὲ ἀγῶνος ἐξ ἀμφοτέρων γενομένου, καὶ τῶν μὲν βαρβάρων ἐκ τόπων ὠχυρωμένων καλῶς ἀγωνισαμένων, τῶν δ´ Ἑλλήνων βίαν προσαγόντων τοῖς ξυλίνοις τείχεσι, πολλοὶ μὲν παραβόλως ἀγωνιζόμενοι κατετιτρώσκοντο, οὐκ ὀλίγοι δὲ καὶ τῷ πλήθει τῶν βελῶν διαφθειρόμενοι τὸν θάνατον εὐψύχως ὑπέμενον. οὐ μήν γε τὴν ὁρμὴν καὶ βίαν τῶν Ἑλλήνων ἔστεγεν οὔτε τὸ κατεσκευασμένον τεῖχος οὔτε τὸ πλῆθος τῶν βαρβάρων, ἀλλ´ ἅπαν τὸ ἀντιτεταγμένον ὑπείκειν ἠναγκάζετο· ἡμιλλῶντο γὰρ πρὸς ἀλλήλους οἱ τῆς Ἑλλάδος ἡγούμενοι Λακεδαιμόνιοι καὶ Ἀθηναῖοι, μεμετεωρισμένοι μὲν ταῖς προγεγενημέναις νίκαις, πεποιθότες δὲ ταῖς ἑαυτῶν ἀρεταῖς. τέλος δὲ κατὰ κράτος ἁλόντες οἱ βάρβαροι, δεόμενοι ζωγρεῖν οὐδενὸς ἐτύγχανον ἐλέου. ὁ γὰρ στρατηγὸς τῶν Ἑλλήνων Παυσανίας ὁρῶν τοῖς πλήθεσιν ὑπερέχοντας τοὺς βαρβάρους, εὐλαβεῖτο μή τι παράλογον γένηται, πολλαπλασίων ὄντων τῶν βαρβάρων· διὸ καὶ παραγγείλαντος αὐτοῦ μηδένα ζωγρεῖν, ταχὺ πλῆθος ἄπιστον νεκρῶν ἐγένετο. τέλος δὲ οἱ Ἕλληνες ὑπὲρ τὰς δέκα μυριάδας τῶν βαρβάρων κατακόψαντες μόγις ἐπαύσαντο τοῦ κτείνειν τοὺς πολεμίους. 32. Καθώς οι βάρβαροι χωρίστηκαν μ’ αυτό τον τρόπο κατά τη φυγή τους, με τον ίδιο τρόπο μοιράστηκαν και οι Έλληνες. Γιατί οι Αθηναίοι, οι Πλαταιείς και οι Θεσπιείς όρμησαν εναντίον αυτών που κατευθύνονταν στις Θήβες και τους καταδίωξαν, οι Κορίνθιοι, οι Σικυώνιοι, οι Φλιάσιοι και μερικοί άλλοι, ακολούθησαν κατά πόδας εκείνους που είχαν τραπεί σε φυγή με τον Αρτάβαζο, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι μαζί με τους υπόλοιπους, αφού καταδίωξαν όσους είχαν καταφύγει στο ξύλινο τείχος, τους εξολόθρευσαν με ζήλο. Οι Θηβαίοι δέχτηκαν τους φυγάδες και, αφού τους πρόσθεσαν στις δυνάμεις τους, επιτέθηκαν στους Αθηναίους που τους καταδίωκαν. Ακολούθησε κρατερή μάχη μπροστά στα τείχη και μετά από λαμπρό αγώνα των Θηβαίων, έπεσαν όχι και λίγοι και από τις δυο πλευρές, αλλά τελικά, μετά από ισχυρή πίεση των Αθηναίων, κατέφυγαν πάλι όλοι μαζί στις Θήβες. Μετά από αυτά, οι Αθηναίοι αποχώρησαν προς τους Λακεδαιμονίους και επιτέθηκαν μαζί τους στα τείχη εναντίον των Περσών που είχαν καταφύγει στο στρατόπεδο. Επακολούθησε μεγάλος αγώνας και από τις δυο πλευρές, και οι μεν βάρβαροι αγωνίστηκαν γενναία από οχυρωμένες θέσεις, ενώ από τους Έλληνες που επιτίθονταν στα ξύλινα τείχη, πολλοί, αγωνιζόμενοι ριψοκίνδυνα, δέχτηκαν πολλά τραύματα και, ουκ ολίγοι που σκοτώνονταν από το πλήθος των βελών υπέμεναν τον θάνατο με ευψυχία. Ωστόσο, την ορμή και τη βία των Ελλήνων δεν άντεξε ούτε το κατασκευασμένο τείχος ούτε το πλήθος των βαρβάρων, και κάθε είδους αντίσταση υποχρεώθηκε να ενδώσει, γιατί συναγωνίζονταν μεταξύ τους οι πρώτοι της Ελλάδας, οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι, που είχαν αποκτήσει έπαρση από τις προηγούμενες νίκες τους και είχαν εμπιστοσύνη στην ανδρεία τους. Τέλος, οι βάρβαροι νικήθηκαν κατά κράτος και, μολονότι παρακαλούσαν να πιαστούν αιχμάλωτοι, δεν βρήκαν έλεος. Γιατί ο στρατηγός των Ελλήνων, ο Παυσανίας, βλέποντας πόσο υπερείχαν σε πλήθος οι βάρβαροι, φυλαγόταν μήπως συμβεί κάτι απροσδόκητο, μια που οι βάρβαροι ήταν πολύ περισσότεροι αριθμητικά. Γι’ αυτό, έχοντας δώσει εντολή να μην πιαστεί κανείς αιχμάλωτος, πολύ γρήγορα το πλήθος των νεκρών ήταν απίστευτο. Τελικά, οι Έλληνες, αφού κατέσφαξαν πάνω από εκατό χιλιάδες βαρβάρους, με κόπο κατάφεραν να πάψουν να σκοτώνουν τους εχθρούς.[11,33] Τοιοῦτον δὲ πέρας τῆς μάχης λαβούσης, οἱ μὲν Ἕλληνες τοὺς πεσόντας ἔθαψαν, ὄντας πλείους τῶν μυρίων. διελόμενοι δὲ τὰ λάφυρα κατὰ τὸν τῶν στρατιωτῶν ἀριθμὸν τὴν περὶ τῶν ἀριστείων κρίσιν ἐποιήσαντο, καὶ χάριτι δουλεύσαντες ἔκριναν ἀριστεῦσαι πόλιν μὲν Σπάρτην, ἄνδρα δὲ Παυσανίαν τὸν Λακεδαιμόνιον. Ἀρτάβαζος δ´ ἔχων τῶν φευγόντων Περσῶν εἰς τετρακισμυρίους, καὶ διὰ τῆς Φωκίδος εἰς Μακεδονίαν πορευθείς, ὀξυτάταις πορείαις ἐχρῆτο, καὶ ἐσώθη μετὰ τῶν στρατιωτῶν εἰς τὴν Ἀσίαν. οἱ δ´ Ἕλληνες ἐκ τῶν λαφύρων δεκάτην ἐξελόμενοι κατεσκεύασαν χρυσοῦν τρίποδα, καὶ ἀνέθηκαν εἰς Δελφοὺς χαριστήριον τῷ θεῷ, ἐπιγράψαντες ἐλεγεῖον τόδε,

 

 

Ἑλλάδος εὐρυχόρου σωτῆρες τόνδ´ ἀνέθηκαν,

δουλοσύνης στυγερᾶς ῥυσάμενοι πόλιας.

 

ἐπέγραψαν δὲ καὶ τοῖς ἐν Θερμοπύλαις ἀποθανοῦσι Λακεδαιμονίοις κοινῇ μὲν ἅπασι τόδε,

 

μυριάσιν ποτὲ τῇδε διηκοσίαις ἐμάχοντο

ἐκ Πελοποννήσου χιλιάδες τέτορες,

 

ἰδίᾳ δὲ αὐτοῖς τόδε,

 

ὦ ξεῖν´, ἄγγειλον Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα

τοῖς κείνων πειθόμενοι νομίμοις.

 

ὁμοίως δὲ καὶ ὁ τῶν Ἀθηναίων δῆμος ἐκόσμησε τοὺς τάφους τῶν ἐν τῷ Περσικῷ πολέμῳ τελευτησάντων, καὶ τὸν ἀγῶνα τὸν ἐπιτάφιον τότε πρῶτον ἐποίησε, καὶ νόμον ἔθηκε λέγειν ἐγκώμια τοῖς δημοσίᾳ θαπτομένοις τοὺς προαιρεθέντας τῶν ῥητόρων. μετὰ δὲ ταῦτα Παυσανίας μὲν ὁ στρατηγὸς ἀναλαβὼν τὴν δύναμιν ἐστράτευσεν ἐπὶ τὰς Θήβας, καὶ τοὺς αἰτίους τῆς πρὸς Πέρσας συμμαχίας ἐξῄτει πρὸς τὴν τιμωρίαν· τῶν δὲ Θηβαίων καταπεπληγμένων τό τε πλῆθος τῶν πολεμίων καὶ τὰς ἀρετάς, οἱ μὲν αἰτιώτατοι τῆς ἀπὸ τῶν Ἑλλήνων ἀποστάσεως ἑκουσίως ὑπομείναντες τὴν παράδοσιν ἐκολάσθησαν ὑπὸ τοῦ Παυσανίου καὶ πάντες ἀνῃρέθησαν.

 

 

 

 

  1. Αφού με τέτοιο τρόπο τέλειωσε η μάχη, οι Έλληνες έθαψαν τους πεσόντες που ήταν περισσότεροι από δέκα χιλιάδες. Μοίρασαν τα λάφυρα ανάλογα με τον αριθμό των στρατιωτών και έβαλαν το θέμα για την απονομή των αριστείων. Κάνοντας πάλι εκδούλευση, από τις πόλεις έκριναν άξια του βραβείου τη Σπάρτη και από τους άντρες τον Παυσανία τον Λακεδαιμόνιο. Στο μεταξύ, ο Αρτάβαζος, έχοντας μαζί του περίπου σαράντα χιλιάδες Πέρσες, πέρασε μέσω της Φωκίδας στη Μακεδονία, βαδίζοντας με τη μεγαλύτερη ταχύτητα, και έφτασε σώος με τους στρατιώτες του στην Ασία. Οι Έλληνες, αφαιρώντας το ένα δέκατο από τα λάφυρα, κατασκεύασαν χρυσό τρίποδα και τον αφιέρωσαν στους Δελφούς χαράζοντας πάνω του την εξής ελεγεία:

 

Οι σωτήρες της πλατιάς Ελλάδας αφιέρωσαν τούτο τον τρίποδα,

 αφού ελευθέρωσαν τις πόλεις από τη στυγερή σκλαβιά.

 

Αφιέρωσαν επίσης επιτύμβια επιγράμματα για τους Λακεδαιμονίους που έπεσαν στις Θερμοπύλες, για όλους μαζί το εξής:

 

Εδώ κάποτε διακόσιες μυριάδες εχθρών πολέμησαν

τέσσερις χιλιάδες άντρες από την Πελοπόννησο.

 

Και ιδιαίτερα για τους Λακεδαιμονίους:

 

Ξένε, ανάγγειλε στους Λακεδαιμονίους ότι εδώ είμαστε πεσμένοι,

πιστοί στους δικούς τους νόμους.

 

Με όμοιο τρόπο, ο δήμος των Αθηναίων, στόλισε τους τάφους εκείνων που πέθαναν στον Περσικό πόλεμο, τέλεσε για πρώτη φορά τους επιτάφιους αγώνες και ψήφισε νόμο να εκφωνούνται εγκώμια για εκείνους που θάβονταν με δημόσια δαπάνη, από προεπιλεγμένους ρήτορες. Μετά από αυτά, ο στρατηγός Παυσανίας πήρε το στράτευμα και εκστράτευσε εναντίον των Θηβών, όπου απαίτησε να εκδοθούν οι αίτιοι της συμμαχίας με τους Πέρσες για να τιμωρηθούν. Οι Θηβαίοι ήταν τόσο τρομαγμένοι από το πλήθος των αντιπάλων και από την ανδρεία τους στη μάχη, ώστε οι κύριοι αίτιοι για την αποστασία από τους Έλληνες, αφού δέχτηκαν εκούσια την παράδοση τους, τιμωρήθηκαν από τον Παυσανία και εκτελέστηκαν όλοι. (4120)

4,739 total views, no views today

Η ΣΠΑΡΤΗ ΚΑΙ Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ (480 Π.Ν.Χ.)

slamina-maxi

ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΗΡΟΔΟΤΟ

ΣΤΗΝ ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ Η ΣΠΑΡΤΗ ΕΛΑΒΕ ΜΕΡΟΣ ΜΕ 70 ΠΕΝΤΗΚΟΡΟΥΣ ΚΑΙ 16 ΤΡΙΗΡΕΙΣ

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΓΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΙΒΙΑΔΗ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΤΗΝ ΑΡΧΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΤΟΛΟΥ

aaaaaaaa1

Στις  σπαρτιατικές  τριήρεις,  οι  «επιβάτες»,  δηλαδή  οι  πεζοναύτες  οπλίτες  τους,  αποτελούντο  από  Σπαρτιάτες  και  άλλους  Λακεδαιμόνιους,  οι  ναύτες  ήταν  Λάκωνες  περίοικοι  ενώ  οι  κωπηλάτες  ήταν  περίοικοι  και  είλωτες.  Οι  τριήραρχοι  ήταν  Σπαρτιάτες  ή  Λάκωνες  περίοικοι.

Από  τους  αριθμούς  των  πλοίων  που  παρέταξαν  στα  Μηδικά,  συνάγεται  ότι  περί  το  480  π.Χ.,  η  συνολική  δύναμη  τους  ανερχόταν  σε  120-130  τριήρεις.

horse-carrier4

Μία  σπάνια  απεικόνιση  ενός  αρχαιοελληνικού   ιππαγωγού  σκάφους  (μεταφοράς  ίππων), από  τον  Sam  Manning.  Πρέπει  να  θεωρείται  βέβαιο  ότι το Πελοποννησιακό  ναυτικό  διέθετε  τέτοιου  είδους  πλοία.

Ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Ευρυβιάδης έδωσε το σήμα για επίθεση. Στην αρχή, ένα ελληνικό πλοίο, με ένα απλό χτύπημα, διέλυσε το πιο κοντινό περσικό πλοίο. Οι Αθηναίοι δήλωσαν ότι ήταν το πλοίο του Αμεινία, Αθηναίου από την Παλλήνη, αν και οι Αιγινήτες ισχυρίστηκαν ότι ήταν ένα από τα δικά τους πλοία[Ηρόδοτος, Ουρανία 84]. Τότε, τα ελληνικά πλοία επιτέθηκαν[ Ηρόδοτος, Ουρανία 86].

33

Ο Αριστείδης, μαζί με ένα σώμα οπλιτών, κατευθύνθηκε στην Ψυττάλεια, για να εξοντώσει όσους Πέρσες άφησε εκεί ο Ξέρξης.

( Ηρόδοτος, Ουρανία 95)

byza_grn

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Στο  επίπεδο  των  διοικητών  του  στόλου,  ο  έγκυρος  «Σπαρτιατολόγος»  ιστορικός  Κάρλτετζ  θεωρεί  τον  Λύσανδρο (Έλαβε μέρος στον μετέπειτα εμφύλιο μεταξύ Σπάρτης-Αθήνας)  ως  τον  καλύτερο  Έλληνα  ναύαρχο  από  την  εποχή  του  Θεμιστοκλή  με  την  εξαίρεση  ίσως  του  Φορμίωνος.  Αποψη  του  γράφοντος  είναι  ότι  ο  Λύσανδρος  υπήρξε  ανώτερος  και  του  Φορμίωνος  λόγω  της  γενικότερης  στρατηγικής  του  στις  θαλάσσιες  επιχειρήσεις  του  πολέμου.

(4836)

5,791 total views, no views today

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ Λ Υ Σ Ι Σ Τ Ρ Α Τ Η

318428

Η Λυσιστράτη είναι κωμωδία του Αριστοφάνη που γράφτηκε και διδάχθηκε το 411 π.Χ.. Θεωρείται ένα από τα παλιότερα και χαρακτηριστικότερα αντιπολεμικά έργα. Η υπόθεση έχει να κάνει με τη σεξουαλική απεργία που κηρύσσουν οι γυναίκες της Αθήνας και της Σπάρτης, προσπαθώντας έτσι να πείσουν τους άντρες τους να σταματήσουν τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ Σπάρτης και Αθήνας.

021

Στην αρχαία Αθήνα, κατά την περίοδο του πολέμου, οι γυναίκες με επικεφαλής τη Λυσιστράτη αποφασίζουν να σταματήσουν τον πόλεμο και να ξαναφέρουν την ειρήνη στον τόπο τους. Ανάμεσα στις συγκεντρωμένες γυναίκες, ξεχωρίζουν εκτός από τη Λυσιστράτη, η Αθηναία Κλεονίκη, η νεαρή Μυρρίνη, και η Σπαρτιάτισσα Λαμπιτώ.

Την αρχική ιδέα έχει συλλάβει η Λυσιστράτη η οποία για αυτόν το λόγο έχει συγκαλέσει κρυφά όλες τις Αθηναίες αλλά και αντιπροσώπους από τις υπόλοιπες πόλεις. Οι γυναίκες συγκεντρώνονται και όταν εκείνη τους προτείνει την κήρυξη ερωτικής αποχής μέχρι οι άντρες να αποφασίσουν τη λήξη του πολέμου, αρχικα αυτές διαφωνούν. Τελικά μετά από έντονους δισταγμούς πείθονται όταν η σπαρτιάτισσα Λαμπιτώ με αποφασιστικότητα προσχωρεί στο σχέδιο της Λυσιστράτης. Η απόφαση σφραγίζεται με όρκο πάνω στο κρασί.

Την ίδια στιγμή ακούγονται φωνές ενθουσιασμού από την Ακρόπολη, σημάδι πως το δεύτερο σκέλος του σχεδίου της Λυσιστράτης πέτυχε. Οι ηλικιωμένες γυναίκες έχουν κυριεύσει την Ακρόπολη, εκεί όπου βρίσκεται το θησαυροφυλάκιο των δημοσίων χρημάτων με τα οποία χρηματοδοτούντο οι πολεμικές επιχειρήσεις.

Η συγκέντρωση των γυναικών διαλύεται. Στη σκηνή μπαίνει τώρα ο Χορός που αποτελείται από ηλικιωμένους άντρες και ακολουθεί ένας δεύτερος Χορός από ηλικιωμένες γυναίκες. Οι άντρες, εξοργισμένοι από την ανταρσία των γυναικών, έρχονται κρατώντας χύτρες και αναμμένους πυρσούς. Οι γυναίκες από την άλλη πλευρά κρατάνε σταμνιά με νερό. Αρχίζει η αναμέτρηση. Οι άντρες απειλούν τις γυναίκες με τους πυρσούς τους, και οι γυναίκες τούς κατατροπώνουν αδειάζοντας τα σταμνιά τους πάνω στις φωτιές των αντρών.

Στη σκηνή έρχεται ένας ηλικιωμένος, ο Πρόβουλος (μέλος μιας δωδεκαμελούς επιτροπής διακεκριμένων πολιτών, που είχε σκοπό τον αυστηρό έλεγχο της οικονομίας). Σαν εκπρόσωπος της εκκλησίας του Δήμου, προστάζει τους τοξότες που τον ακολουθούν να συλλάβουν τις γυναίκες. Οι γυναίκες όμως δεν το επιτρέπουν.

Η Λυσιστράτη και ο Πρόβουλος επιδίδονται σ’ έναν αγώνα λόγων, όπου ο γυναικείος Χορός παραστέκεται στη Λυσιστράτη και ο αντρικός στον Πρόβουλο. Η Λυσιστράτη επαναλαμβάνει στον Πρόβουλο την απόφαση των γυναικών να επιβάλουν την ειρήνη, και ο Πρόβουλος εκδιώκεται από τις γυναίκες. Η αποχή έχει αρχίσει να γίνεται ανυπόφορη και για τα δύο φύλα. Όμως οι άντρες έχουν αρχίσει να αισθάνονται πολύ βαριές τις συνέπειες. Οι γυναίκες τους, σύμφωνα με τις οδηγίες της Λυσιστράτης, τους προκαλούν όσο γίνεται περισσότερο χωρίς όμως τελικά να υποκύπτουν στις επιθυμίες τους.

Παράλληλα το σχέδιο των γυναικών έχει επιτυχία και στη Σπάρτη. Ένας Σπαρτιάτης κήρυκας έρχεται και ζητά να ορίσουν οι Αθηναίοι αντιπροσώπους για να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις της ειρήνης. Οι Σπαρτιάτες απεσταλμένοι και οι Αθηναίοι, κάνουν έκκληση στη Λυσιστράτη να τους βοηθήσει στο συμβιβασμό. Η Λυσιστράτη το πετυχαίνει με τη βοήθεια μιας καλλονής, της προσωποποιημένης Συμφιλίωσης.

Η Λυσιστράτη κατηγορεί Αθηναίους και Σπαρτιάτες γιατί πρόδωσαν την κοινή θρησκευτική και πολιτιστική τους κληρονομιά. Οι δύο αντιπροσωπείες απορροφημένες από τα κάλλη της Συμφιλίωσης, κάνουν αμοιβαίες παραχωρήσεις και η ειρήνη εξασφαλίζεται.

Το αίσιο τέλος σφραγίζεται με ένα συμπόσιο που παραθέτουν οι γυναίκες μέσα σε μια αποθέωση από τραγούδια και χορούς.

lisistrati

Το έργο αντιπροσωπεύει μια από τις καλύτερες στιγμές του Αριστοφάνη. Είναι η τελευταία προσπάθειά του να επικρατήσει η ειρήνη, μετά τους Αχαρνής (425 π.Χ.) και την Ειρήνη (421 π.Χ.). Από την Ειρήνη μέχρι τη Λυσιστράτη, έχουν διαδραματιστεί διάφορα πολιτικά γεγονότα: Η σύναψη της Νικιείου ειρήνης το 421 π.Χ., η άμεση σχεδόν παραβίασή της και από τις δύο πλευρές, η απώλεια της Δεκέλειας (του σπουδαιότερου οχυρού της Αθήνας), η καταστροφή της σικελικής εκστρατείας του 413 π.Χ., η αποστασία ενός μεγάλου μέρους της Αθηναϊκής συμμαχίας. Οι πληγές των αντιπάλων δεν άφηναν περιθώρια ούτε για ειρήνη ούτε για νέο πόλεμο. Όλοι ήταν ηττημένοι αλλά ταυτόχρονα αμετανόητοι.

Η Λυσιστράτη έχει τα ίδια αισθήματα με τον Τρυγαίο της Ειρήνης. Αντίθετα με τον Δικαιόπολη των Αχαρνέων, η Λυσιστράτη και ο Τρυγαίος θέλουν την ειρήνη όχι για λόγους προσωπικού συμφέροντος, ούτε μόνο για το καλό της Αθήνας, αλλά για το συμφέρον ολόκληρου του ελληνικού κόσμου.

Η ειρήνη στο τέλος του έργου επιτυγχάνεται με κάποιες αμοιβαίες παραχωρήσεις. Η Λυσιστράτη πείθει αφενός τους Αθηναίους να παραιτηθούν από την Πύλο, που έγινε Αθηναϊκή κτήση κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, και αφετέρου τους Σπαρτιάτες, να παραιτηθούν από τρεις άλλες περιοχές.

Η συμφιλίωση επισφραγίζεται στο τέλος του έργου με τον Σπαρτιάτη τραγουδιστή να επικαλείται και να υμνεί θεότητες τις οποίες αναγνώριζαν και λάτρευαν και οι Αθηναίοι. Ο Σπαρτιάτης είναι αυτός που, κατά πάσα πιθανότητα κλείνει το έργο υμνώντας την Αθηνά, πολιούχο θεά της Αθήνας, που όμως λατρευόταν και στη Σπάρτη ως Αθηνά «χαλκίοικος»: «Ύμνησε τη θεά την πιο δυνατή, που όλους τους νικά, τη θεά με το χάλκινο σπίτι».

Αρχαίο Κείμενο και Μετάφραση

Μετάφραση-Σημειώσεις: Πολύβιος Δημητρακόπουλος (Pol Arcas)
εκδόσεις Φέξη, Αθήνα 1910

[real3dflipbook id=”6″]

(1704)

2,037 total views, no views today