[8,100] καὶ περὶ Πέρσας μὲν ἦν ταῦτα τὸν πάντα μεταξὺ χρόνον γενόμενον, μέχρι οὗ Ξέρξης αὐτός σφεας ἀπικόμενος ἔπαυσε. Μαρδόνιος δὲ ὁρῶν μὲν Ξέρξην συμφορὴν μεγάλην ἐκ τῆς ναυμαχίης ποιεύμενον, ὑποπτεύων δὲ αὐτὸν δρησμὸν βουλεύειν ἐκ τῶν Ἀθηνέων, φροντίσας πρὸς ἑωυτὸν ὡς δώσει δίκην ἀναγνώσας βασιλέα στρατεύεσθαι ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, καί οἱ κρέσσον εἴη ἀνακινδυνεῦσαι ἢ κατεργάσασθαι τὴν Ἑλλάδα ἢ αὐτὸν καλῶς τελευτῆσαι τὸν βίον ὑπὲρ μεγάλων αἰωρηθέντα· πλέον μέντοι ἔφερέ οἱ ἡ γνώμη κατεργάσασθαι τὴν Ἑλλάδα· λογισάμενος ὦν ταῦτα προσέφερε τὸν λόγον τόνδε. (2) “δέσποτα, μήτε λυπέο μήτε συμφορὴν μηδεμίαν μεγάλην ποιεῦ τοῦδε τοῦ γεγονότος εἵνεκα πρήγματος. οὐ γὰρ ξύλων ἀγὼν ὁ τὸ πᾶν φέρων ἐστὶ ἡμῖν, ἀλλ᾽ ἀνδρῶν τε καὶ ἵππων. σοὶ δὲ οὔτε τις τούτων τῶν τὸ πᾶν σφίσι ἤδη δοκεόντων κατεργάσθαι ἀποβὰς ἀπὸ τῶν νεῶν πειρήσεται ἀντιωθῆναι οὔτ᾽ ἐκ τῆς ἠπείρου τῆσδε· οἵ τε ἡμῖν ἠντιώθησαν, ἔδοσαν δίκας. (3) εἰ μέν νυν δοκέει, αὐτίκα πειρώμεθα τῆς Πελοποννήσου· εἰ δὲ καὶ δοκέει ἐπισχεῖν, παρέχει ποιέειν ταῦτα. μηδὲ δυσθύμεε· οὐ γὰρ ἔστι Ἕλλησι οὐδεμία ἔκδυσις μὴ οὐ δόντας λόγον τῶν ἐποίησαν νῦν τε καὶ πρότερον εἶναι σοὺς δούλους. μάλιστα μέν νυν ταῦτα ποίεε· εἰ δ᾽ ἄρα τοι βεβούλευται αὐτὸν ἀπελαύνοντα ἀπάγειν τὴν στρατιήν, ἄλλην ἔχω καὶ ἐκ τῶνδε βουλήν. (4) σὺ Πέρσας, βασιλεῦ, μὴ ποιήσῃς καταγελάστους γενέσθαι Ἕλλησι· οὐδὲ γὰρ ἐν Πέρσῃσί τοί τι δεδήληται τῶν πρηγμάτων, οὐδ᾽ ἐρέεις ὅκου ἐγενόμεθα ἄνδρες κακοί. εἰ δὲ Φοίνικές τε καὶ Αἰγύπτιοι καὶ Κύπριοί τε καὶ Κίλικες κακοὶ ἐγένοντο, οὐδὲν πρὸς Πέρσας τοῦτο προσήκει τὸ πάθος. (5) ἤδη ὦν, ἐπειδὴ οὐ Πέρσαι τοι αἴτιοι ἐισί, ἐμοὶ πείθεο· εἴ τοι δέδοκται μὴ παραμένειν, σὺ μὲν ἐς ἤθεα τὰ σεωυτοῦ ἀπέλαυνε τῆς στρατιῆς ἀπάγων τὸ πολλόν, ἐμὲ δὲ σοὶ χρὴ τὴν Ἑλλάδα παρασχεῖν δεδουλωμένην, τριήκοντα μυριάδας τοῦ στρατοῦ ἀπολεξάμενον”.[8,101] ταῦτα ἀκούσας Ξέρξης ὡς ἐκ κακῶν ἐχάρη τε καὶ ἥσθη, πρὸς Μαρδόνιόν τε βουλευσάμενος ἔφη ὑποκρινέεσθαι ὁκότερον ποιήσει τούτων.[8,113] οἱ δ᾽ ἀμφὶ Ξέρξην ἐπισχόντες ὀλίγας ἡμέρας μετὰ τὴν ναυμαχίην ἐξήλαυνον ἐς Βοιωτοὺς τὴν αὐτὴν ὁδόν. ἔδοξε γὰρ Μαρδονίῳ ἅμα μὲν προπέμψαι βασιλέα, ἅμα δὲ ἀνωρίη εἶναι τοῦ ἔτεος πολεμέειν, χειμερίσαι τε ἄμεινον εἶναι ἐν Θεσσαλίῃ, καὶ ἔπειτα ἅμα τῷ ἔαρι πειρᾶσθαι τῆς Πελοποννήσου. (2) ὡς δὲ ἀπίκατο ἐς τὴν Θεσσαλίην, ἐνθαῦτα Μαρδόνιος ἐξελέγετο πρώτους μὲν τοὺς Πέρσας πάντας τοὺς ἀθανάτους καλεομένους, πλὴν Ὑδάρνεος τοῦ στρατηγοῦ (οὗτος γὰρ οὐκ ἔφη λείψεσθαι βασιλέος), μετὰ δὲ τῶν ἄλλων Περσέων τοὺς θωρηκοφόρους καὶ τὴν ἵππον τὴν χιλίην, καὶ Μήδους τε καὶ Σάκας καὶ Βακτρίους τε καὶ Ἰνδούς, καὶ τὸν πεζὸν καὶ τὴν ἄλλην ἵππον. (3) ταῦτα μὲν ἔθνεα ὅλα εἵλετο, ἐκ δὲ τῶν ἄλλων συμμάχων ἐξελέγετο κατ᾽ ὀλίγους, τοῖσι εἴδεά τε ὑπῆρχε διαλέγων καὶ εἰ τεοῖσι τι χρηστὸν συνῄδεε πεποιημένον· ἓν δὲ πλεῖστον ἔθνος Πέρσας αἱρέετο, ἄνδρας στρεπτοφόρους τε καὶ ψελιοφόρους, ἐπὶ δὲ Μήδους· οὗτοι δὲ τὸ πλῆθος μὲν οὐκ ἐλάσσονες ἦσαν τῶν Περσέων, ῥώμῃ δὲ ἥσσονες. ὥστε σύμπαντας τριήκοντα μυριάδας γενέσθαι σὺν ἱππεῦσι.
[8,114] ἐν δὲ τούτῳ τῷ χρόνῳ, ἐν τῷ Μαρδόνιός τε τὴν στρατιὴν διέκρινε καὶ Ξέρξης ἦν περὶ Θεσσαλίην, χρηστήριον ἐληλύθεε ἐκ Δελφῶν Λακεδαιμονίοισι, Ξέρξην αἰτέειν δίκας τοῦ Λεωνίδεω φόνου καὶ τὸ διδόμενον ἐξ ἐκείνου δέκεσθαι. πέμπουσι δὴ κήρυκα τὴν ταχίστην Σπαρτιῆται, ὃς ἐπειδὴ κατέλαβε ἐοῦσαν ἔτι πᾶσαν τὴν στρατιὴν ἐν Θεσσαλίῃ, ἐλθὼν ἐς ὄψιν τὴν Ξέρξεω ἔλεγε τάδε. (2) “ὦ βασιλεῦ Μήδων, Λακεδαιμόνιοί τέ σε καὶ Ἡρακλεῖδαι οἱ ἀπὸ Σπάρτης αἰτέουσι φόνου δίκας, ὅτι σφέων τὸν βασιλέα ἀπέκτεινας ῥυόμενον τὴν Ἑλλάδα”. ὁ δὲ γελάσας τε καὶ κατασχὼν πολλὸν χρόνον, ὥς οἱ ἐτύγχανε παρεστεὼς Μαρδόνιος, δεικνὺς ἐς τοῦτον εἶπε “τοιγὰρ σφι Μαρδόνιος ὅδε δίκας δώσει τοιαύτας οἵας ἐκείνοισι πρέπει”.
|
- […] Ο Μαρδόνιος κατάλαβε ότι ο Ξέρξης είχε λυπηθεί υπερβολικά για την ήττα στη Σαλαμίνα και μάντεψε ότι ήταν αποφασισμένος να φύγει από την Αθήνα. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, σίγουρος ότι ο βασιλιάς θα τον τιμωρούσε επειδή τον πίεσε να ξεκινήσει αυτή την εκστρατεία, σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερα να αναζωπυρώσει τον αγώνα, με σκοπό ή να κατακτήσει τελικά την Ελλάδα ή, αν αποτύγχανε, να πέθαινε πολεμώντας ηρωικά για ένα σπουδαίο στόχο, αν και προτιμούσε την πρώτη περίπτωση. Έτσι πλησίασε τον Ξέρξη με μια νέα πρόταση: «Κύριε μου, σε ικετεύω να μη λυπάσαι ούτε να θεωρήσεις μεγάλη συμφορά τα πρόσφατα γεγονότα. Τι σημασία έχουν μερικές σανίδες και ξυλεία; Η αποφασιστική μάχη δεν βασιζόταν σ’ αυτά αλλά στους άνδρες και στα άλογα. Ούτε ένας από τους άνδρες, που φαντάζονται ότι πέτυχαν απολύτως σ’ αυτή την εκστρατεία, δεν θα τολμήσει ν’ αφήσει το πλοίο του, για να σε αντιμετωπίσει, και ούτε οι Έλληνες που ζουν στα ηπειρωτικά θα το επιχειρήσουν. Αυτοί που το έκαναν, το πλήρωσαν ήδη. Γι’ αυτό προτείνω άμεση επίθεση στην Πελοπόννησο. Αν, πάλι, το προτιμάς, μπορούμε να περιμένουμε λίγο. Όμως, μην απογοητεύεσαι, γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να αποφύγουν οι Έλληνες την υποταγή. Θα λογοδοτήσουν επιτέλους για τις προσβολές που σου έκαναν τώρα και στο παρελθόν. Αυτή είναι η καλύτερη τακτική· ωστόσο, έχω άλλο ένα σχέδιο να σου προτείνω, στην περίπτωση που είσαι αποφασισμένος να αποσύρεις τον στρατό σου. Βασιλιά μου, μη δώσεις στους Έλληνες το δικαίωμα να γελούν σε βάρος μας. Καμιά από τις ατυχίες που αντιμετωπίσαμε δεν οφειλόταν σε δικό μας λάθος· δεν μπορείς να πεις ότι εμείς οι Πέρσες πολεμήσαμε ποτέ ως δειλοί. Αν οι Αιγύπτιοι και οι Φοίνικες και οι Κύπριοι και οι Κίλικες φάνηκαν δειλοί, αυτό το δυστύχημα δεν έχει καμία σχέση με τους Πέρσες. Άκουσε, λοιπόν, την πρόταση μου επειδή οι Πέρσες δεν είναι υπεύθυνοι· αν έχεις πάρει οριστικά την απόφαση να μη μείνεις άλλο εδώ, τότε γύρνα στην πατρίδα με το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού κι εγώ θα επωμιστώ, μαζί με τριακόσιες χιλιάδες επίλεκτους άνδρες, το καθήκον να σου παραδώσω την Ελλάδα αλυσοδεμένη».
- Μέσα στην απογοήτευση του, ο Ξέρξης δέχτηκε την πρόταση αυτή· για την ακρίβεια, χάρηκε και είπε στο Μαρδόνιο ότι θα σκεφτόταν τα δύο σχέδιά του και θα τον ειδοποιούσε ποιο προτιμούσε.
- Λίγες μέρες μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο στρατός του Ξέρξη άρχισε να υποχωρεί, διασχίζοντας τη Βοιωτία από τον ίδιο δρόμο που είχε ακολουθήσει και στην εισβολή του. Ο Μαρδόνιος ήθελε να συνοδεύσει τον βασιλιά μέχρι ένα σημείο της πορείας του και, επειδή δεν ήταν εποχή κατάλληλη για προέλαση, αποφάσισε να ξεχειμωνιάσει στη Θεσσαλία και να χτυπήσει την Πελοπόννησο την ερχόμενη άνοιξη. Φτάνοντας εκεί, διάλεξε τα στρατεύματα που θα υπηρετούσαν κάτω από τις διαταγές του. Αυτοί ήταν, κατ’ αρχάς, το περσικό σώμα των Αθανάτων, όλοι εκτός από τον διοικητή τους, τον Υδάρνη, που δεν ήθελε ν’ αφήσει τον βασιλιά· μετά, τους Πέρσες θωρακοφόρους και το τμήμα των επίλεκτων ιππέων, με χίλιους άνδρες και τέλος, τους Μήδους, τους Σάκες, τους Βακτρίους και τους Ινδούς, τόσο το ιππικό όσο και το πεζικό. Αυτά τα τμήματα τα πήρε ολόκληρα, όπως ήταν από τις άλλες εθνικότητες διάλεξε λίγους άνδρες από την καθεμιά, έχοντας ως κριτήριο άλλοτε την εμφάνισή τους κι άλλοτε πληροφορίες ότι είχαν διακριθεί στη μάχη, ώσπου συγκέντρωσε τον συνολικό αριθμό, πεζικού και ιππικού, τριακοσίων χιλιάδων ανδρών. Οι Πέρσες, με τα περιδέραια και τα βραχιόλια τους, αποτελούσαν το μεγαλύτερο τμήμα· ακολουθούσαν οι Μήδοι, μολονότι δεν ήταν κατώτεροι σε αριθμό αλλά σε δύναμη.
- Όσο ο Ξέρξης βρισκόταν στη Θεσσαλία κι ο Μαρδόνιος συγκέντρωνε άνδρες για τον στρατό του, οι Λακεδαιμόνιοι έλαβαν ένα μήνυμα από το μαντείο των Δελφών, που τους παρότρυνε να απαιτήσουν επανόρθωση από τον Ξέρξη για τον φόνο του Λεωνίδα και να δεχτούν ό,τι τους πρόσφερε. Οι Σπαρτιάτες έστειλαν αμέσως έναν αντιπρόσωπο, που πρόλαβε τον στρατό πριν φύγει από τη Θεσσαλία. Ζήτησε να δει τον Ξέρξη και είπε: «Βασιλιά των Μήδων, οι Λακεδαιμόνιοι και ο οίκος του Ηρακλή στη Σπάρτη απαιτεί ικανοποίηση για το αίμα, επειδή σκότωσες τον βασιλιά τους που πολεμούσε υπερασπιζόμενος την Ελλάδα». Ο Ξέρξης γέλασε και δεν απάντησε για λίγο· έπειτα, δείχνοντας τον Μαρδόνιο που έτυχε να στέκεται πλάι του, είπε: «Θα έχουν όση ικανοποίηση τους αξίζει από τον Μαρδόνιο». Ο αγγελιαφόρος δέχτηκε αυτή την απάντηση και γύρισε στην πατρίδα του.
|
Ο Αλέξανδρος του Αμύντα φέρνει μήνυμα του Μαρδόνιου στους Αθηναίους |
|
[8,140] […] ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Ἀμύντεω· ὡς δὲ ἀπίκετο ἐς τὰς Ἀθήνας ἀποπεμφθεὶς ὑπὸ Μαρδονίου, ἔλεγε τάδε. “ἄνδρες Ἀθηναῖοι, Μαρδόνιος τάδε λέγει. ἐμοὶ ἀγγελίη ἥκει παρὰ βασιλέος λέγουσα οὕτω”. Ἀθηναίοισι τὰς ἁμαρτάδας τὰς ἐς ἐμὲ ἐξ ἐκείνων γενομένας πάσας μετίημι. (2) νῦν τε ὧδε Μαρδόνιε ποίεε· τοῦτο μὲν τὴν γῆν σφι ἀπόδος, τοῦτο δὲ ἄλλην πρὸς ταύτῃ ἑλέσθων αὐτοί, ἥντινα ἂν ἐθέλωσι, ἐόντες αὐτόνομοι· ἱρά τε πάντα σφι, ἢν δὴ βούλωνταί γε ἐμοὶ ὁμολογέειν, ἀνόρθωσον, ὅσα ἐγὼ ἐνέπρησα”. τούτων δὲ ἀπιγμένων ἀναγκαίως ἔχει μοι ποιέειν ταῦτα, ἢν μὴ τὸ ὑμέτερον αἴτιον γένηται. (3) λέγω δὲ ὑμῖν τάδε. νῦν τί μαίνεσθε πόλεμον βασιλέι ἀειρόμενοι; οὔτε γὰρ ἂν ὑπερβάλοισθε οὔτε οἷοί τε ἐστὲ ἀντέχειν τὸν πάντα χρόνον. εἴδετε μὲν γὰρ τῆς Ξέρξεω στρατηλασίης τὸ πλῆθος καὶ τὰ ἔργα, πυνθάνεσθε δὲ καὶ τὴν νῦν παρ᾽ ἐμοὶ ἐοῦσαν δύναμιν· ὥστε καὶ ἢν ἡμέας ὑπερβάλησθε καὶ νικήσητε, τοῦ περ ὑμῖν οὐδεμία ἐλπὶς εἴ περ εὖ φρονέετε, ἄλλη παρέσται πολλαπλησίη. (4) μὴ ὦν βούλεσθε παρισούμενοι βασιλέι στέρεσθαι μὲν τῆς χώρης, θέειν δὲ αἰεὶ περὶ ὑμέων αὐτῶν, ἀλλὰ καταλύσασθε· παρέχει δὲ ὑμῖν κάλλιστα καταλύσασθαι, βασιλέος ταύτῃ ὁρμημένου. ἔστε ἐλεύθεροι, ἡμῖν ὁμαιχμίην συνθέμενοι ἄνευ τε δόλου καὶ ἀπάτης. (140B) Μαρδόνιος μὲν ταῦτα ὦ Ἀθηναῖοι ἐνετείλατό μοι εἰπεῖν πρὸς ὑμέας· ἐγὼ δὲ περὶ μὲν εὐνοίης τῆς πρὸς ὑμέας ἐούσης ἐξ ἐμεῦ οὐδὲν λέξω, οὐ γὰρ ἂν νῦν πρῶτον ἐκμάθοιτε, προσχρηίζω δὲ ὑμέων πείθεσθαι Μαρδονίῳ. (2) ἐνορῶ γὰρ ὑμῖν οὐκ οἵοισί τε ἐσομένοισι τὸν πάντα χρόνον πολεμέειν Ξέρξῃ· εἰ γὰρ ἐνώρων τοῦτο ἐν ὑμῖν, οὐκ ἄν κοτε ἐς ὑμέας ἦλθον ἔχων λόγους τούσδε· καὶ γὰρ δύναμις ὑπὲρ ἄνθρωπον ἡ βασιλέος ἐστὶ καὶ χεὶρ ὑπερμήκης. (3) ἢν ὦν μὴ αὐτίκα ὁμολογήσητε, μεγάλα προτεινόντων ἐπ᾽ οἷσι ὁμολογέειν ἐθέλουσι, δειμαίνω ὑπὲρ ὑμέων ἐν τρίβῳ τε μάλιστα οἰκημένων τῶν συμμάχων πάντων αἰεί τε φθειρομένων μούνων, ἐξαίρετον μεταίχμιόν τε τὴν γῆν ἐκτημένων. (4) ἀλλὰ πείθεσθε· πολλοῦ γὰρ ὑμῖν ἄξια ταῦτα, εἰ βασιλεύς γε ὁ μέγας μούνοισι ὑμῖν Ἑλλήνων τὰς ἁμαρτάδας ἀπιεὶς ἐθέλει φίλος γενέσθαι”.[8,141] Ἀλέξανδρος μὲν ταῦτα ἔλεξε. Λακεδαιμόνιοι δὲ πυθόμενοι ἥκειν Ἀλέξανδρον ἐς Ἀθήνας ἐς ὁμολογίην ἄξοντα τῷ βαρβάρῳ Ἀθηναίους, ἀναμνησθέντες τῶν λογίων ὥς σφεας χρεόν ἐστι ἅμα τοῖσι ἄλλοισι Δωριεῦσι ἐκπίπτειν ἐκ Πελοποννήσου ὑπὸ Μήδων τε καὶ Ἀθηναίων, κάρτα τε ἔδεισαν μὴ ὁμολογήσωσι τῷ Πέρσῃ Ἀθηναῖοι, αὐτίκα τέ σφι ἔδοξε πέμπειν ἀγγέλους. (2) καὶ δὴ συνέπιπτε ὥστε ὁμοῦ σφεων γίνεσθαι τὴν κατάστασιν· ἐπανέμειναν γὰρ οἱ Ἀθηναῖοι διατρίβοντες, εὖ ἐπιστάμενοι ὅτι ἔμελλον Λακεδαιμόνιοι πεύσεσθαι ἥκοντα παρὰ τοῦ βαρβάρου ἄγγελον ἐπ᾽ ὁμολογίῃ, πυθόμενοί τε πέμψειν κατὰ τάχος ἀγγέλους. ἐπίτηδες ὦν ἐποίευν, ἐνδεικνύμενοι τοῖσι Λακεδαιμονίοισι τὴν ἑωυτῶν γνώμην.[8,142] ὡς δὲ ἐπαύσατο λέγων Ἀλέξανδρος, διαδεξάμενοι ἔλεγον οἱ ἀπὸ Σπάρτης ἄγγελοι “ἡμέας δὲ ἔπεμψαν Λακεδαιμόνιοι δεησομένους ὑμέων μήτε νεώτερον ποιέειν μηδὲν κατὰ τὴν Ἑλλάδα μήτε λόγους ἐνδέκεσθαι παρὰ τοῦ βαρβάρου. (2) οὔτε γὰρ δίκαιον οὐδαμῶς οὔτε κόσμον φέρον οὔτε γε ἄλλοισι Ἑλλήνων οὐδαμοῖσι, ὑμῖν δὲ δὴ καὶ διὰ πάντων ἥκιστα πολλῶν εἵνεκα. ἠγείρατε γὰρ τόνδε τὸν πόλεμον ὑμεῖς οὐδὲν ἡμέων βουλομένων, καὶ περὶ τῆς ὑμετέρης ἀρχῆθεν ὁ ἀγὼν ἐγένετο, νῦν δὲ φέρει καὶ ἐς πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα· (3) ἄλλως τε τούτων ἁπάντων αἰτίους γενέσθαι δουλοσύνης τοῖσι Ἕλλησι Ἀθηναίους οὐδαμῶς ἀνασχετόν, οἵτινες αἰεὶ καὶ τὸ πάλαι φαίνεσθε πολλοὺς ἐλευθερώσαντες ἀνθρώπων. πιεζευμένοισι μέντοι ὑμῖν συναχθόμεθα, καὶ ὅτι καρπῶν ἐστερήθητε διξῶν ἤδη καὶ ὅτι οἰκοφθόρησθε χρόνον ἤδη πολλόν. (4) ἀντὶ τούτων δὲ ὑμῖν Λακεδαιμόνιοί τε καὶ οἱ σύμμαχοι ἐπαγγέλλονται γυναῖκάς τε καὶ τὰ ἐς πόλεμον ἄχρηστα οἰκετέων ἐχόμενα πάντα ἐπιθρέψειν, ἔστ᾽ ἂν ὁ πόλεμος ὅδε συνεστήκῃ. μηδὲ ὑμέας Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδὼν ἀναγνώσῃ, λεήνας τὸν Μαρδονίου λόγον. (5) τούτῳ μὲν γὰρ ταῦτα ποιητέα ἐστί· τύραννος γὰρ ἐὼν τυράννῳ συγκατεργάζεται· ὑμῖν δὲ οὐ ποιητέα, εἴ περ εὖ τυγχάνετε φρονέοντες, ἐπισταμένοισι ὡς βαρβάροισι ἐστὶ οὔτε πιστὸν οὔτε ἀληθὲς οὐδέν”. ταῦτα ἔλεξαν οἱ ἄγγελοι.
[8,143] Ἀθηναῖοι δὲ πρὸς μὲν Ἀλέξανδρον ὑπεκρίναντο τάδε. “καὶ αὐτοὶ τοῦτό γε ἐπιστάμεθα ὅτι πολλαπλησίη ἐστὶ τῷ Μήδῳ δύναμις ἤ περ ἡμῖν, ὥστε οὐδὲν δέει τοῦτό γε ὀνειδίζειν. ἀλλ᾽ ὅμως ἐλευθερίης γλιχόμενοι ἀμυνεύμεθα οὕτω ὅκως ἂν καὶ δυνώμεθα. ὁμολογῆσαι δὲ τῷ βαρβάρῳ μήτε σὺ ἡμέας πειρῶ ἀναπείθειν οὔτε ἡμεῖς πεισόμεθα. (2) νῦν τε ἀπάγγελλε Μαρδονίῳ ὡς Ἀθηναῖοι λέγουσι, ἔστ᾽ ἂν ὁ ἥλιος τὴν αὐτὴν ὁδὸν ἴῃ τῇ περ καὶ νῦν ἔρχεται, μήκοτε ὁμολογήσειν ἡμέας Ξέρξῃ· ἀλλὰ θεοῖσί τε συμμάχοισι πίσυνοί μιν ἐπέξιμεν ἀμυνόμενοι καὶ τοῖσι ἥρωσι, τῶν ἐκεῖνος οὐδεμίαν ὄπιν ἔχων ἐνέπρησε τούς τε οἴκους καὶ τὰ ἀγάλματα. (3) σύ τε τοῦ λοιποῦ λόγους ἔχων τοιούσδε μὴ ἐπιφαίνεο Ἀθηναίοισι, μηδὲ δοκέων χρηστὰ ὑπουργέειν ἀθέμιστα ἔρδειν παραίνεε· οὐ γάρ σε βουλόμεθα οὐδὲν ἄχαρι πρὸς Ἀθηναίων παθεῖν ἐόντα πρόξεινόν τε καὶ φίλον”.
[8,144] πρὸς μὲν Ἀλέξανδρον ταῦτα ὑπεκρίναντο, πρὸς δὲ τοὺς ἀπὸ Σπάρτης ἀγγέλους τάδε. “τὸ μὲν δεῖσαι Λακεδαιμονίους μὴ ὁμολογήσωμεν τῷ βαρβάρῳ, κάρτα ἀνθρωπήιον ἦν· ἀτὰρ αἰσχρῶς γε οἴκατε ἐξεπιστάμενοι τὸ Ἀθηναίων φρόνημα ἀρρωδῆσαι, ὅτι οὔτε χρυσός ἐστι γῆς οὐδαμόθι τοσοῦτος οὔτε χώρη κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑπερφέρουσα, τὰ ἡμεῖς δεξάμενοι ἐθέλοιμεν ἂν μηδίσαντες καταδουλῶσαι τὴν Ἑλλάδα. (2) πολλά τε γὰρ καὶ μεγάλα ἐστι τὰ διακωλύοντα ταῦτα μὴ ποιέειν μηδ᾽ ἢν ἐθέλωμεν, πρῶτα μὲν καὶ μέγιστα τῶν θεῶν τὰ ἀγάλματα καὶ τὰ οἰκήματα ἐμπεπρησμένα τε καὶ συγκεχωσμένα, τοῖσι ἡμέας ἀναγκαίως ἔχει τιμωρέειν ἐς τὰ μέγιστα μᾶλλον ἤ περ ὁμολογέειν τῷ ταῦτα ἐργασαμένῳ, αὖτις δὲ τὸ Ἑλληνικὸν ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα, τῶν προδότας γενέσθαι Ἀθηναίους οὐκ ἂν εὖ ἔχοι. (3) ἐπίστασθέ τε οὕτω, εἰ μὴ πρότερον ἐτυγχάνετε ἐπιστάμενοι, ἔστ᾽ ἂν καὶ εἷς περιῇ Ἀθηναίων, μηδαμὰ ὁμολογήσοντας ἡμέας Ξέρξῃ. ὑμέων μέντοι ἀγάμεθα τὴν προνοίην τὴν πρὸς ἡμέας ἐοῦσαν, ὅτι προείδετε ἡμέων οἰκοφθορημένων οὕτω ὥστε ἐπιθρέψαι ἐθέλειν ἡμέων τοὺς οἰκέτας. (4) καὶ ὑμῖν μὲν ἡ χάρις ἐκπεπλήρωται, ἡμεῖς μέντοι λιπαρήσομεν οὕτω ὅκως ἂν ἔχωμεν, οὐδὲν λυπέοντες ὑμέας. νῦν δέ, ὡς οὕτω ἐχόντων, στρατιὴν ὡς τάχιστα ἐκπέμπετε. (5) ὡς γὰρ ἡμεῖς εἰκάζομεν, οὐκ ἑκὰς χρόνου παρέσται ὁ βάρβαρος ἐσβαλὼν ἐς τὴν ἡμετέρην, ἀλλ᾽ ἐπειδὰν τάχιστα πύθηται τὴν ἀγγελίην ὅτι οὐδὲν ποιήσομεν τῶν ἐκεῖνος ἡμέων προσεδέετο. πρὶν ὦν παρεῖναι ἐκεῖνον ἐς τὴν Ἀττικήν, ἡμέας καιρός ἐστι προβοηθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην”. οἳ μὲν ταῦτα ὑποκριναμένων Ἀθηναίων ἀπαλλάσσοντο ἐς Σπάρτην.
|
- […] Φτάνοντας στην Αθήνα (ο Αλέξανδρος του Αμύντα) ως απεσταλμένος του Μαρδόνιου είπε τα εξής: «Άνδρες της Αθήνας, μεταφέρω τα λόγια του Μαρδόνιου. Έλαβα ένα μήνυμα του βασιλιά, που λέει: Αποφάσισα να ξεχάσω τις προσβολές που μου έκαναν οι Αθηναίοι. Γι’ αυτό, Μαρδόνιε, κατ’ αρχάς δώσε τους πίσω τη γη τους και, δεύτερον, παραχώρησε τους όποια άλλη περιοχή θέλουν, καθώς κι ανεξάρτητη κυβέρνηση. Αν είναι πρόθυμοι να συμφιλιωθούν μαζί μου, σε διατάζω επίσης να ανοικοδομήσεις τους ναούς που έκαψα. Αυτές είναι οι διαταγές του βασιλιά που πρέπει να εκτελέσω, εκτός αν μ’ εμποδίσετε εσείς οι ίδιοι. Γιατί λοιπόν —σας ρωτώ— είστε τόσο τρελοί ώστε να πάρετε τα όπλα σας ενάντια στον βασιλιά; Δεν θα μπορέσετε ποτέ να τον νικήσετε κι είναι αδύνατο να του αντιστέκεστε για πάντα. Είδατε τον στρατό του, πόσο μεγάλος είναι και τι μπορεί να κάνει· γνωρίζετε καλά πόσο πανίσχυρη δύναμη έχω μαζί μου αυτή τη στιγμή. Ακόμα κι αν μας νικήσετε — πράγμα που, λίγο μυαλό αν έχετε, δεν πρέπει να το ελπίζετε— θα έρθει εναντίον σας άλλη δύναμη, πολλαπλάσια απ’ αυτήν. Σταματήστε, λοιπόν, να προσπαθείτε να ανταγωνιστείτε τον βασιλιά, με κίνδυνο να χάσετε την πατρίδα και τη ζωή σας. Αντί γι’ αυτό, συμφιλιωθείτε μαζί του, γιατί έχετε την καλύτερη δυνατή ευκαιρία, τώρα που ο Ξέρξης είναι έτσι προδιατεθειμένος απέναντί σας. Συμμαχήστε μαζί μας, χωρίς δόλο και απάτη, και διατηρήστε την ελευθερία σας. Αυτά με διέταξε να σας πω ο Μαρδόνιος. Τώρα, επιτρέψτε μου να μιλήσω για λογαριασμό μου. Δεν είναι απαραίτητο να αναφέρω τις καλές μου διαθέσεις απέναντι σας, γιατί τις γνωρίζετε ήδη πολύ καλά· θα περιοριστώ να προσθέσω τη θερμή μου παράκληση να κάνετε αυτό που σας ζητά ο Μαρδόνιος. Για μένα είναι ολοφάνερο ότι δεν θα μπορέσετε να συνεχίσετε για πάντα τη διαμάχη σας με τον Ξέρξη· αν το θεωρούσα δυνατό, δε θα αναλάμβανα ποτέ αυτή την αποστολή. Γεγονός είναι, όμως, ότι η δύναμη του Ξέρξη είναι υπεράνθρωπη και το χέρι του φτάνει παντού. Αν, λοιπόν, δεν συνάψετε αμέσως τώρα ειρήνη, που σας παραχωρούνται αυτοί οι γενναιόδωροι όροι, τρέμω για το μέλλον σας όταν σκέφτομαι ότι απ’ όλα τα συμμαχικά κράτη εσείς βαδίζετε πιο σίγουρα προς τον κίνδυνο. Μόνο εσείς θα συνεχίσετε να υποφέρετε, αφού η χώρα σας θα μετατραπεί σε μεταίχμιο των εχθροπραξιών. Σας ικετεύω, λοιπόν, να δεχτείτε· σίγουρα δεν είναι και μικρό πράγμα που ο μέγας βασιλιάς σας ξεχώρισε απ’ όλους τους λαούς της Ελλάδας κι είναι πρόθυμος να συγχωρέσει το παρελθόν και να γίνει φίλος σας».
- Ο Αλέξανδρος αυτά είπε. Στη Σπάρτη, η είδηση της επίσκεψης του Αλέξανδρου, με την αποστολή να πείσει τους Αθηναίους να συμμαχήσουν με τους Πέρσες, προκάλεσε ανησυχία. Οι Σπαρτιάτες, αναλογιζόμενοι χρησμούς, που έλεγαν ότι οι Δωριείς θα διώχνονταν κάποτε από την Πελοπόννησο από τους Πέρσες και τους Αθηναίους, κι έντρομοι μήπως υπογραφόταν η συμφωνία, αποφάσισαν αμέσως να στείλουν πρεσβευτές στην Αθήνα. Ο Αλέξανδρος και οι Σπαρτιάτες απεσταλμένοι έτυχε να βρεθούν μαζί μπροστά στη συνέλευση των Αθηναίων· δεν ήταν τυχαίο, αφού οι Αθηναίοι καθυστερούσαν τις διαπραγματεύσεις με τον Αλέξανδρο, ξέροντας ότι, μόλις οι Σπαρτιάτες πληροφορούνταν την παρουσία του στην Αθήνα, θα έστελναν πρέσβεις τους. Η αλήθεια είναι ότι ήθελαν να είναι παρόντες και οι Σπαρτιάτες, για να τους δείξουν τις απόψεις τους.
- Μόλις τελείωσε ο Αλέξανδρος, πήρε τον λόγο ένας από τους Σπαρτιάτες απεσταλμένους: «Οι Σπαρτιάτες μάς έστειλαν εδώ να σας παρακαλέσουμε να μη βάλετε σε κίνδυνο την Ελλάδα εγκαταλείποντας την προηγούμενη πολιτική σας και να μην ακούτε τις προτάσεις των Περσών. Όποιος Έλληνας κάνει κάτι τέτοιο, χάνει την τιμή του και το αίσθημα της δικαιοσύνης του· αν όμως το κάνετε εσείς, θα είναι χειρότερο από πολλές απόψεις. Γιατί από την αρχή εσείς ξεκινήσατε αυτό τον πόλεμο και τη δική μας γνώμη δεν τη λάβατε καθόλου υπόψη. Η εκστρατεία βάδιζε ενάντια στα δικά σας εδάφη και τώρα έχει εμπλακεί ολόκληρη η Ελλάδα. Επιπλέον, θα είναι αισχρό αν οι Αθηναίοι, που στο παρελθόν κέρδισαν τόσες φορές τον τίτλο του απελευθερωτή, γίνονταν τώρα αιτία να υποδουλωθεί όλη η Ελλάδα. Οπωσδήποτε, σας συμπονούμε για τις συμφορές σας· την απώλεια της σοδειάς για δύο διαδοχικές χρονιές και την καταστροφή των σπιτιών και των περιουσιών σας για τόσο καιρό· ως ένδειξη της αναγνώρισης μας, είμαστε πρόθυμοι, εμείς και όλοι οι σύμμαχοι μας, να συντηρήσουμε τις γυναίκες και τα άλλα μη μάχιμα μέλη των οικογενειών σας, όσο κρατήσει ο πόλεμος. Μην αφήσετε να μεταβάλει τη γνώμη σας ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας που παρουσίασε με ωραία λόγια τις προτάσεις του Μαρδόνιου. Κάνει μόνο ό,τι θα περίμενε κανείς απ’ αυτόν· τύραννος κι ο ίδιος, είναι φυσικό να συμμαχεί μ’ έναν όμοιό του. Όμως αυτή η στάση δεν σας ταιριάζει —τουλάχιστον, όχι αν είστε λογικοί· ασφαλώς ξέρετε ότι οι βάρβαροι δε σέβονται ούτε την αλήθεια ούτε την τιμή». Αυτά είπαν οι αγγελιαφόροι.
- Τότε οι Αθηναίοι έδωσαν στον Αλέξανδρο την εξής απάντηση: «Γνωρίζουμε», είπαν, «το ίδιο καλά όσο κι εσύ ότι η δύναμη των Μήδων είναι πολύ ανώτερη από τη δική μας· ώστε καθόλου δεν πρέπει να μας κατηγορείς γι’ αυτό. Ωστόσο, τρέφουμε τόση αγάπη για την ελευθερία, ώστε θα την υπερασπιστούμε με όποιον τρόπο μπορούμε. Όσο για το να συνάψουμε συμφωνία με τους βαρβάρους μην προσπαθείς να μας πείσεις· δε θα δεχόμαστε ποτέ. Πες, λοιπόν, στο Μαρδόνιο, ότι όσο ο ήλιος ακολουθεί την ίδια πορεία στον ουρανό, εμείς οι Αθηναίοι δε θα συμμαχήσουμε ποτέ με τον Ξέρξη. Αντίθετα, θα του αντιστεκόμαστε χωρίς ανάπαυλα, ακουμπώντας τις ελπίδες μας στους θεούς και τους ήρωές μας, τους οποίους εκείνος περιφρονεί και πυρπολεί τους ναούς και τα αγάλματα. Μην ξανάρθεις ποτέ εδώ με παρόμοια πρόταση και μη σκεφτείς ούτε μία φορά ότι μας ευνοείς ενώ μας παροτρύνεις ν’ ακολουθήσουμε έναν τόσο ατιμωτικό δρόμο, γιατί θα ήταν κρίμα να πέσεις θύμα κάποιου ατυχήματος, ενώ βρίσκεσαι στην Αθήνα εσύ που είσαι φίλος κι ευεργέτης μας».
- Αυτή ήταν η απάντηση των Αθηναίων στον Αλέξανδρο. Στους Σπαρτιάτες πρέσβεις είπαν: «Ήταν ανθρώπινο να τρομοκρατηθούν οι Λακεδαιμόνιοι στην ιδέα να υπογράψουμε συνθήκη με την Περσία· παρόλα αυτά, δείξατε μεγάλη μικροπρέπεια αφού φοβηθήκατε τόσο, ενώ γνωρίζετε καλά το φρόνημα των Αθηναίων. Δεν υπάρχει τόσο χρυσάφι στον κόσμο ούτε τόσο πανέμορφη γη που θα δεχόμαστε ποτέ σε αντάλλαγμα, για να ενωθούμε με τον κοινό μας εχθρό και να υποδουλώσουμε την Ελλάδα. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους δε θα το κάναμε, ακόμα κι αν το θέλαμε: ο πρώτος και κυριότερος είναι η πυρπόληση και το γκρέμισμα των ναών και των αγαλμάτων των θεών μας. Θεωρούμε επιτακτικό καθήκον μας να εκδικηθούμε γι’ αυτή τη βεβήλωση με όλη μας τη μανία, όχι να συμμαχήσουμε με αυτούς που την διέπραξαν. Επιπλέον, υπάρχει το ελληνικό έθνος, η ταυτότητα του αίματος και της γλώσσας, των ναών και της θρησκείας· ο κοινός μας τρόπος ζωής· η Αθήνα δεν θα μπορούσε ποτέ να τα προδώσει όλα αυτά. Σας πληροφορούμε, λοιπόν, αν δεν το ξέρετε ήδη, ότι όσο παραμένει ζωντανός έστω και ένας Αθηναίος, δε θα υπογραφεί καμιά ειρήνη με τον Ξέρξη. Ωστόσο, είμαστε βαθιά συγκινημένοι από την καλοσύνη και το ενδιαφέρον σας να υποστηρίξετε τις οικογένειες μας αυτή τη δύσκολη ώρα. Η δική σας υποχρέωση έχει εκπληρωθεί. Παρόλα αυτά, προτιμάμε να συνεχίσουμε όπως μπορούμε, χωρίς να σας γίνουμε βάρος. Αφού μάθατε την απόφαση μας, οδηγήστε το στρατό σας στο πεδίο της μάχης με τη μικρότερη δυνατή καθυστέρηση· γιατί, αν δεν πέφτουμε έξω, δε θα περάσει πολύς καιρός πριν εισβάλει ο εχθρός στην Αττική αλλά αμέσως μόλις πάρει την αρνητική μας απάντηση. Γι’ αυτό, λοιπόν, προτού εμφανιστεί πάλι στα εδάφη μας, πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε στη Βοιωτία». Αφού πήραν την απάντηση των Αθηναίων, οι Σπαρτιάτες πρεσβευτές έφυγαν για την πατρίδα τους.
|
ΒΙΒΛΙΟ Θ ΚΑΛΛΙΟΠΗ Ετοιμασίες του Μαρδόνιου, 2η κατάληψη της Αθήνας |
|
- Μαρδόνιος δέ, ὥς οἱ ἀπονοστήσας Ἀλέξανδρος τὰ παρὰ Ἀθηναίων ἐσήμηνε, ὁρμηθεὶς ἐκ Θεσσαλίης ἦγε τὴν στρατιὴν σπουδῇ ἐπὶ τὰς Ἀθήνας. Ὅκου δὲ ἑκάστοτε γίνοιτο, τούτους παρελάμβανε. Τοῖσι δὲ Θεσσαλίης ἡγεομένοισι οὔτε τὰ πρὸ τοῦ πεπρηγμένα μετέμελε οὐδὲν πολλῷ τε μᾶλλον ἐπῆγον τὸν Πέρσην, καὶ συμπροέπεμψέ τε Θώρηξ ὁ Ληρισαῖος Ξέρξην φεύγοντα καὶ τότε ἐκ τοῦ φανεροῦ παρῆκε Μαρδόνιον ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα.
- Ἐπεὶ δὲ πορευόμενος γίνεται ὁ στρατὸς ἐν Βοιωτοῖσι, οἱ Θηβαῖοι κατελάμβανον τὸν Μαρδόνιον καὶ συνεβούλευον αὐτῷ λέγοντες ὡς οὐκ εἴη χῶρος ἐπιτηδεότερος ἐνστρατοπεδεύεσθαι ἐκείνου, οὐδὲ ἔων ἰέναι ἑκαστέρω, ἀλλ᾽ αὐτοῦ ἱζόμενον ποιέειν ὅκως ἀμαχητὶ τὴν πᾶσαν Ἑλλάδα καταστρέψεται. [2] Κατὰ μὲν γὰρ τὸ ἰσχυρὸν Ἕλληνας ὁμοφρονέοντας, οἵ περ καὶ πάρος ταὐτὰ ἐγίνωσκον, χαλεπὰ εἶναι περιγίνεσθαι καὶ ἅπασι ἀνθρώποισι· « Εἰ δὲ ποιήσεις τὰ ἡμεῖς παραινέομεν », ἔφασαν λέγοντες, « Ἕξεις ἀπόνως πάντα τὰ ἐκείνων ἰσχυρὰ βουλεύματα· [3] Πέμπε χρήματα ἐς τοὺς δυναστεύοντας ἄνδρας ἐν τῇσι πόλισι, πέμπων δὲ τὴν Ἑλλάδα διαστήσεις· ἐνθεῦτεν δὲ τοὺς μὴ τὰ σὰ φρονέοντας ῥηιδίως μετὰ τῶν στασιωτέων καταστρέψεαι ».
- Οἳ μὲν ταῦτα συνεβούλευον, ὁ δὲ οὐκ ἐπείθετο, ἀλλά οἱ δεινὸς ἐνέστακτο ἵμερος τὰς Ἀθήνας δεύτερα ἑλεῖν, ἅμα μὲν ὑπ᾽ ἀγνωμοσύνης, ἅμα δὲ πυρσοῖσι διὰ νήσων ἐδόκεε βασιλέι δηλώσειν ἐόντι ἐν Σάρδισι ὅτι ἔχοι Ἀθήνας· [2] Ὃς οὐδὲ τότε ἀπικόμενος ἐς τὴν Ἀττικὴν εὗρε τοὺς Ἀθηναίους, ἀλλ᾽ ἔν τε Σαλαμῖνι τοὺς πλείστους ἐπυνθάνετο εἶναι ἔν τε τῇσι νηυσί, αἱρέει τε ἔρημον τὸ ἄστυ. Ἡ δὲ βασιλέος αἵρεσις ἐς τὴν ὑστέρην τὴν Μαρδονίου ἐπιστρατηίην δεκάμηνος ἐγένετο.
- Ἐπεὶ δὲ ἐν Ἀθήνῃσι ἐγένετο ὁ Μαρδόνιος, πέμπει ἐς Σαλαμῖνα Μουρυχίδην ἄνδρα Ἑλλησπόντιον φέροντα τοὺς αὐτοὺς λόγους τοὺς καὶ Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδὼν τοῖσι Ἀθηναίοισι διεπόρθμευσε. [2] Ταῦτα δὲ τὸ δεύτερον ἀπέστελλε προέχων μὲν τῶν Ἀθηναίων οὐ φιλίας γνώμας, ἐλπίζων δὲ σφέας ὑπήσειν τῆς ἀγνωμοσύνης, ὡς δοριαλώτου ἐούσης τῆς Ἀττικῆς χώρης καὶ ἐούσης ὑπ᾽ ἑωυτῷ.
- Τούτων μὲν εἵνεκα ἀπέπεμψε Μουρυχίδην ἐς Σαλαμῖνα, ὁ δὲ ἀπικόμενος ἐπὶ τὴν βουλὴν ἔλεγε τὰ παρὰ Μαρδονίου. Τῶν δὲ βουλευτέων Λυκίδης εἶπε γνώμην ὡς ἐδόκεε ἄμεινον εἶναι δεξαμένους τὸν λόγον, τόν σφι Μουρυχίδης προφέρει, ἐξενεῖκαι ἐς τὸν δῆμον. [2] Ὃ μὲν δὴ ταύτην τὴν γνώμην ἀπεφαίνετο, εἴτε δὴ δεδεγμένος χρήματα παρὰ Μαρδονίου, εἴτε καὶ ταῦτά οἱ ἑάνδανε· Ἀθηναῖοι δὲ αὐτίκα δεινὸν ποιησάμενοι οἵ τε ἐκ τῆς βουλῆς καὶ οἱ ἔξωθεν ὡς ἐπύθοντο, περιστάντες Λυκίδην κατέλευσαν βάλλοντες, τὸν δὲ Ἑλλησπόντιον Μουρυχίδην ἀπέπεμψαν ἀσινέα. [3] Γενομένου δὲ θορύβου ἐν τῇ Σαλαμῖνι περὶ τὸν Λυκίδην, πυνθάνονται τὸ γινόμενον αἱ γυναῖκες τῶν Ἀθηναίων, διακελευσαμένη δὲ γυνὴ γυναικὶ καὶ παραλαβοῦσα ἐπὶ τὴν Λυκίδεω οἰκίην ἤισαν αὐτοκελέες, καὶ κατὰ μὲν ἔλευσαν αὐτοῦ τὴν γυναῖκα κατὰ δὲ τὰ τέκνα.
- Ἐς δὲ τὴν Σαλαμῖνα διέβησαν οἱ Ἀθηναῖοι ὧδε. Ἕως μὲν προσεδέκοντο ἐκ τῆς Πελοποννήσου στρατὸν ἥξειν τιμωρήσοντά σφι, οἳ δὲ ἔμενον ἐν τῇ Ἀττικῇ· ἐπεὶ δὲ οἳ μὲν μακρότερα καὶ σχολαίτερα ἐποίεον, ὁ δὲ ἐπιὼν καὶ δὴ ἐν τῇ Βοιωτίῃ ἐλέγετο εἶναι, οὕτω δὴ ὑπεξεκομίσαντό τε πάντα καὶ αὐτοὶ διέβησαν ἐς Σαλαμῖνα, ἐς Λακεδαίμονά τε ἔπεμπον ἀγγέλους ἅμα μὲν μεμψομένους τοῖσι Λακεδαιμονίοισι ὅτι περιεῖδον ἐμβαλόντα τὸν βάρβαρον ἐς τὴν Ἀττικὴν ἀλλ᾽ οὐ μετὰ σφέων ἠντίασαν ἐς τὴν Βοιωτίην, ἅμα δὲ ὑπομνήσοντας ὅσα σφι ὑπέσχετο ὁ Πέρσης μεταβαλοῦσι δώσειν, προεῖπαί τε ὅτι εἰ μὴ ἀμυνεῦσι Ἀθηναίοισι, ὡς καὶ αὐτοί τινα ἀλεωρὴν εὑρήσονται.
- Οἱ γὰρ δὴ Λακεδαιμόνιοι ὅρταζόν τε τοῦτον τὸν χρόνον καί σφι ἦν Ὑακίνθια, περὶ πλείστου δ᾽ ἦγον τὰ τοῦ θεοῦ πορσύνειν· ἅμα δὲ τὸ τεῖχός σφι, τὸ ἐν τῷ Ἰσθμῷ ἐτείχεον, καὶ ἤδη ἐπάλξις ἐλάμβανε. Ὡς δὲ ἀπίκοντο ἐς τὴν Λακεδαίμονα οἱ ἄγγελοι οἱ ἀπ᾽ Ἀθηνέων, ἅμα ἀγόμενοι ἔκ τε Μεγάρων ἀγγέλους καὶ ἐκ Πλαταιέων, ἔλεγον τάδε ἐπελθόντες ἐπὶ τοὺς ἐφόρους. 7A. « Ἔπεμψαν ἡμέας Ἀθηναῖοι λέγοντες ὅτι ἡμῖν βασιλεὺς ὁ Μήδων τοῦτο μὲν τὴν χώρην ἀποδιδοῖ, τοῦτο δὲ συμμάχους ἐθέλει ἐπ᾽ ἴσῃ τε καὶ ὁμοίῃ ποιήσασθαι ἄνευ τε δόλου καὶ ἀπάτης, ἐθέλει δὲ καὶ ἄλλην χώρην πρὸς τῇ ἡμετέρῃ διδόναι, τὴν ἂν αὐτοὶ ἑλώμεθα. [2] Ἡμεῖς δὲ Δία τε Ἑλλήνιον αἰδεσθέντες καὶ τὴν Ἑλλάδα δεινὸν ποιεύμενοι προδοῦναι οὐ καταινέσαμεν ἀλλ᾽ ἀπειπάμεθα, καίπερ ἀδικεόμενοι ὑπ᾽ Ἑλλήνων καὶ καταπροδιδόμενοι, ἐπιστάμενοί τε ὅτι κερδαλεώτερον ἐστὶ ὁμολογέειν τῷ Πέρσῃ μᾶλλον ἤ περ πολεμέειν· οὐ μὲν οὐδὲ ὁμολογήσομεν ἑκόντες εἶναι. Καὶ τὸ μὲν ἀπ᾽ ἡμέων οὕτω ἀκίβδηλον νέμεται ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας· 7B. Ὑμεῖς δὲ ἐς πᾶσαν ἀρρωδίην τότε ἀπικόμενοι μὴ ὁμολογήσωμεν τῷ Πέρσῃ, ἐπείτε ἐξεμάθετε τὸ ἡμέτερον φρόνημα σαφέως, ὅτι οὐδαμὰ προδώσομεν τὴν Ἑλλάδα, καὶ διότι τεῖχος ὑμῖν διὰ τοῦ Ἰσθμοῦ ἐλαυνόμενον ἐν τέλεϊ ἐστί, καὶ δὴ λόγον οὐδένα τῶν Ἀθηναίων ποιέεσθε, συνθέμενοί τε ἡμῖν τὸν Πέρσην ἀντιώσεσθαι ἐς τὴν Βοιωτίην προδεδώκατε, περιείδετέ τε προεσβαλόντα ἐς τὴν Ἀττικὴν τὸν βάρβαρον. [2] Ἔς μέν νυν τὸ παρεὸν Ἀθηναῖοι ὑμῖν μηνίουσι· οὐ γὰρ ἐποιήσατε ἐπιτηδέως. Νῦν δὲ ὅτι τάχος στρατιὴν ἅμα ἡμῖν ἐκέλευσαν ὑμέας ἐκπέμπειν, ὡς ἂν τὸν βάρβαρον δεκώμεθα ἐν τῇ Ἀττικῇ· ἐπειδὴ γὰρ ἡμάρτομεν τῆς Βοιωτίης, τῆς γε ἡμετέρης ἐπιτηδεότατον ἐστὶ μαχέσασθαι τὸ Θριάσιον πεδίον».
- Ὡς δὲ ἄρα ἤκουσαν οἱ ἔφοροι ταῦτα, ἀνεβάλλοντο ἐς τὴν ὑστεραίην ὑποκρίνασθαι, τῇ δὲ ὑστεραίῃ ἐς τὴν ἑτέρην· τοῦτο καὶ ἐπὶ δέκα ἡμέρας ἐποίεον, ἐξ ἡμέρης ἐς ἡμέρην ἀναβαλλόμενοι. Ἐν δὲ τούτῳ τῷ χρόνῳ τὸν Ἰσθμὸν ἐτείχεον σπουδὴν ἔχοντες πολλὴν πάντες Πελοποννήσιοι, [2] Καί σφι ἦν πρὸς τέλεϊ. Οὐδ᾽ ἔχω εἰπεῖν τὸ αἴτιον διότι ἀπικομένου μὲν Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος ἐς Ἀθήνας σπουδὴν μεγάλην ἐποιήσαντο μὴ μηδίσαι Ἀθηναίους, τότε δὲ ὤρην ἐποιήσαντο οὐδεμίαν, ἄλλο γε ἢ ὅτι ὁ Ἰσθμός σφι ἐτετείχιστο καὶ ἐδόκεον Ἀθηναίων ἔτι δεῖσθαι οὐδέν· ὅτε δὲ Ἀλέξανδρος ἀπίκετο ἐς τὴν Ἀττικήν, οὔκω ἀπετετείχιστο, ἐργάζοντο δὲ μεγάλως καταρρωδηκότες τοὺς Πέρσας.
- Τέλος δὲ τῆς τε ὑποκρίσιος καὶ ἐξόδου τῶν Σπαρτιητέων ἐγένετο τρόπος τοιόσδε. Τῇ προτεραίῃ τῆς ὑστάτης καταστάσιος μελλούσης ἔσεσθαι Χίλεος ἀνὴρ Τεγεήτης, δυνάμενος ἐν Λακεδαίμονι μέγιστον ξείνων, τῶν ἐφόρων ἐπύθετο πάντα λόγον τὸν δὴ οἱ Ἀθηναῖοι ἔλεγον· ἀκούσας δὲ ὁ Χίλεος ἔλεγε ἄρα σφι τάδε. [2] « Οὕτω ἔχει, ἄνδρες ἔφοροι· Ἀθηναίων ἡμῖν ἐόντων μὴ ἀρθμίων τῷ δὲ βαρβάρῳ συμμάχων, καίπερ τείχεος διὰ τοῦ Ἰσθμοῦ ἐληλαμένου καρτεροῦ, μεγάλαι κλισιάδες ἀναπεπτέαται ἐς τὴν Πελοπόννησον τῷ Πέρσῃ. Ἀλλ᾽ ἐσακούσατε, πρίν τι ἄλλο Ἀθηναίοισι δόξαι σφάλμα φέρον τῇ Ἑλλάδι ».
- Ὃ μέν σφι ταῦτα συνεβούλευε· οἳ δὲ φρενὶ λαβόντες τὸν λόγον αὐτίκα, φράσαντες οὐδὲν τοῖσι ἀγγέλοισι τοῖσι ἀπιγμένοισι ἀπὸ τῶν πολίων, νυκτὸς ἔτι ἐκπέμπουσι πεντακισχιλίους Σπαρτιητέων καὶ ἑπτὰ περὶ ἕκαστον τάξαντες τῶν εἱλώτων, Παυσανίῃ τῷ Κλεομβρότου ἐπιτάξαντες ἐξάγειν. [2] Ἔγίνετο μὲν ἡ ἡγεμονίη Πλειστάρχου τοῦ Λεωνίδεω· ἀλλ᾽ ὃ μὲν ἦν ἔτι παῖς, ὁ δὲ τούτου ἐπίτροπός τε καὶ ἀνεψιός. […]
|
- Όταν γύρισε ο Αλέξανδρος με την απάντηση των Αθηναίων, ο Μαρδόνιος ξεκίνησε από τη Θεσσαλία προς την Αθήνα με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα, επιστρατεύοντας άνδρες απ’ όλες τις περιοχές που διέσχιζε. Οι βασιλικοί οίκοι της Θεσσαλίας διατήρησαν την προηγούμενη ευνοϊκή στάση τους και μάλιστα ενθάρρυναν τους Πέρσες να εξαπολύσουν πολύ σκληρή επίθεση. Ο Θώρακας από τη Λάρισα, μάλιστα, είχε φτάσει σε σημείο να συνοδεύσει τον Ξέρξη κατά την υποχώρηση του και τώρα ενθάρρυνε ανοιχτά τον Μαρδόνιο στη νέα του επιχείρηση ενάντια στην Ελλάδα.
- Όταν ο στρατός έφτασε στη Βοιωτία, οι Θηβαίοι προσπάθησαν να πείσουν τον Μαρδόνιο να σταματήσει. Ήταν, όπως έλεγαν, η καλύτερη περιοχή, για να στρατοπεδεύσει και τον συμβούλευσαν να κάνει βάση του τη Βοιωτία και να πάρει μέτρα για την υποδούλωση της Ελλάδας χωρίς να γίνει ούτε μία μάχη. Αν οι Έλληνες έμεναν ενωμένοι, όπως ήταν και πρωτύτερα, όλος ο κόσμος μαζί θα δυσκολευόταν να τους νικήσει· οι Θηβαίοι συμπλήρωσαν: «Αν κάνεις αυτό που σου προτείνουμε, θα βάλεις ένα τέλος σε όλα τους τα σχέδια χωρίς να κινδυνεύσεις. Στείλε χρήματα στους ηγέτες των διάφορων πόλεων·
έτσι, θα διαλύσεις την ενότητα της Ελλάδας και θα μπορείς πλέον, με τη βοήθεια όσων έρθουν με το πλευρό σου, να διαλύσεις αυτούς που θα σου αντιστέκονται ακόμα».
- Εκείνοι αυτά τον συμβούλευαν, αλλά ο Μαρδόνιος δε δέχτηκε να ακολουθήσει το σχέδιο. Ήταν ολόψυχα δοσμένος στην επικείμενη επίθεση του στην Αθήνα, αναμφίβολα εξαιτίας της ανοησίας του, αλλά και επειδή ήθελε να αναγγείλει τη δεύτερη άλωση της Αθήνας στο βασιλιά στις Σάρδεις με μια αλυσίδα πυρσών ανάμεσα στα νησιά. Φτάνοντας στην Αττική, πάντως, δε βρήκε κανέναν Αθηναίο· όπως έμαθε, οι περισσότεροι ήταν μαζί με το στόλο ή στη Σαλαμίνα. Έτσι, κατέλαβε μια έρημη πόλη. Η άλωση της πόλης από τον βασιλιά έγινε δέκα μήνες πριν από την άλωσή της από τον Μαρδόνιο.
- Όταν ο Μαρδόνιος έφτασε στην Αθήνα, έστειλε το Μουρυχίδη, έναν άνδρα από τον Ελλήσποντο, στη Σαλαμίνα με τη διαταγή να επαναλάβει στους Αθηναίους την πρόταση που τους είχε κάνει ήδη ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας. Αυτό δε σημαίνει ότι αγνοούσε τα αισθήματά τους απέναντι του, απλώς επανέλαβε την απόπειρα με την ελπίδα ότι ίσως σταματούσαν τις ανοησίες, όταν ήξεραν ότι είχε ξανά στην κατοχή του ολόκληρη την Αττική. Γι’ αυτό το σκοπό έστειλε τον Μουρυχίδη στη Σαλαμίνα. Έτσι, ξεκίνησε για την αποστολή του και μετέφερε το μήνυμα του Μαρδόνιου στο συμβούλιο.
- Ένα από τα μέλη του συμβουλίου, κάποιος Λυκίδης, υποστήριξε ότι η καλύτερη οδός θα ήταν να δεχτούν τις προτάσεις που τους έφερνε ο αγγελιαφόρος και να τις υποβάλουν για έγκριση στη συνέλευση του δήμου. Αυτή ήταν η άποψή του· είτε είχε εξαγοραστεί από τον Μαρδόνιο, για να την εκφράσει, είτε την πίστευε πραγματικά. Οι Αθηναίοι, όμως, όσοι ήταν μέσα στην αίθουσα συσκέψεων κι όσοι βρίσκονταν έξω, οργίστηκαν τόσο, όταν την άκουσαν, ώστε περικύκλωσαν τον Λυκίδη και τον λιθοβόλησαν μέχρι θανάτου. Τον Μουρυχίδη τον Ελλησπόντιο τον άφησαν να φύγει χωρίς να τον πειράξουν. Με την οχλοβοή που ξέσπασε στη Σαλαμίνα εναντίον του Λυκίδη οι Αθηναίες έμαθαν τι είχε συμβεί· τότε, συγκεντρώθηκαν και, παρασύροντας η μία την άλλη, μαζεύτηκαν ένα πλήθος στο σπίτι του Λυκίδη και λιθοβόλησαν τη γυναίκα και τα παιδιά του.
- Και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες πέρασαν οι Αθηναίοι στη Σαλαμίνα ήταν οι εξής. Όσο περίμεναν βοήθεια από το στρατό της Πελοποννήσου, έμεναν στην Αττική· όταν, όμως, κατάλαβαν ότι οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοί τους καθυστερούσαν κι ήταν απρόθυμοι να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους κι έφτασε η είδηση ότι οι Πέρσες είχαν φτάσει στη Βοιωτία, έσπευσαν να περάσουν στη Σαλαμίνα μαζί με όλη την κινητή τους περιουσία. Έστειλαν ένα μήνυμα που κατέκρινε τους Σπαρτιάτες, γιατί επέτρεψαν στον εχθρό να εισβάλει στην Αττική, αντί να τον αναχαιτίσουν στη Βοιωτία μαζί με τους Αθηναίους και, παράλληλα, υπενθύμιζε τις προτάσεις που τους είχε κάνει η Περσία, για να αποσχιστούν από τους Έλληνες, καθώς και το αυτονόητο γεγονός ότι, αν δεν προασπίζονταν τους Αθηναίους, θα έπρεπε να βρουν έναν τρόπο να σωθούν από μόνοι τους.
- Η αλήθεια είναι ότι εκείνη την εποχή γιόρταζαν στη Σπάρτη τα Υακίνθια . Ο λαός θεωρούσε σημαντικό καθήκον του να τιμήσει όσο μπορούσε περισσότερο το θεό. Κόντευε σχεδόν να τελειώσει το τείχος που έχτιζαν στον Ισθμό, στο οποίο έμενε να προσθέσουν τις επάλξεις. Οι Αθηναίοι πρέσβεις, που συνοδεύονταν από αντιπροσώπους από τα Μέγαρα και τις Πλαταιές, έφτασαν στη Σπάρτη και ζήτησαν να δουν τους εφόρους. Και τους είπαν τα εξής: «Οι Αθηναίοι μας στέλνουν να σας πούμε ότι ο βασιλιάς των Μήδων προσφέρθηκε να μας επιστρέψει την πατρίδα μας και, ταυτόχρονα, όχι μόνο να γίνει σύμμαχος μας με δίκαιους και ίσους όρους, χωρίς δόλο και απάτη, αλλά και να μας παραχωρήσει όποια άλλη περιοχή θα θέλαμε να προσαρτήσουμε. Εμείς, από σεβασμό στο Δία, που λατρεύει ολόκληρη η Ελλάδα, και από απέχθεια στη σκέψη και μόνο της προδοσίας, αρνηθήκαμε κατηγορηματικά την πρόταση, παρά το γεγονός ότι πέσαμε θύματα προδοσίας των ίδιων των συμμάχων μας και γνωρίζουμε ότι θα έχουμε πολύ μεγαλύτερο κέρδος συμμαχώντας με την Περσία παρά κάνοντας αυτόν τον πόλεμο. Όμως, δε θα συμμαχήσουμε ποτέ με τον εχθρό με τη θέλησή μας. Εμείς τουλάχιστον, πληρώνουμε τα χρέη μας στην Ελλάδα με αληθινά νομίσματα· εσείς όμως, που τρομοκρατηθήκατε μήπως συμμαχούσαμε με την Περσία, τώρα που γνωρίσατε το πνεύμα μας με σαφήνεια και καταλάβατε ότι δεν πρόκειται να προδώσουμε την Ελλάδα —κι ενώ παράλληλα το οχυρό σας στον Ισθμό έχει ολοκληρωθεί σχεδόν, δεν νοιάζεστε πια για την Αθήνα. Συμφωνήσατε μαζί μας να αντιμετωπίσουμε τον εχθρό στη Βοιωτία, αλλά καταπατήσατε τον λόγο σας αφήνοντάς τον να εισβάλει ξανά στην Αττική. Αυτή η στάση σας προκάλεσε την οργή των Αθηναίων γιατί ήταν αταίριαστη με την περίσταση. Το άμεσο καθήκον σας είναι να δεχτείτε το τωρινό τους αίτημα· ετοιμάστε το στρατό σας να αντιμετωπίσουμε μαζί τον βάρβαρο στην Αττική. Τώρα που χάσαμε πλέον τη Βοιωτία, η καλύτερη τοποθεσία, για να τον αντιμετωπίσουμε μέσα σε δικό μας έδαφος είναι το Θριάσιο πεδίο».
- Οι έφοροι, όταν άκουσαν αυτά, δεσμεύτηκαν να δώσουν την απάντηση τους την επόμενη μέρα· την επόμενη μέρα, το ανέβαλαν ξανά και συνέχισαν να το αναβάλλουν, ώσπου πέρασαν με τις συνεχείς αναβολές δέκα μέρες. Στο μεταξύ, όλοι οι Πελοποννήσιοι δούλευαν με γρήγορο ρυθμό το τείχος κατά μήκος του Ισθμού, και πλησίαζε το τέλος. Δεν μπορώ να πω γιατί, όταν ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας επισκέφτηκε την Αθήνα, οι Σπαρτιάτες αγωνιούσαν τότε μήπως οι Αθηναίοι συμμαχήσουν με τους Πέρσες, ενώ τώρα δε φαίνονταν να νοιάζονται ιδιαίτερα. Η μόνη εξήγηση που μπορώ να βρω είναι ότι, αφού ολοκλήρωσαν την οχύρωση του Ισθμού, ένιωθαν ότι η υποστήριξη των Αθηναίων δεν τους ήταν πια απαραίτητη. Όταν έφτασε ο Αλέξανδρος στην Αττική, το τείχος δεν είχε τελειώσει ακόμα, και δούλευαν με ένταση από φόβο μήπως καταφτάσουν οι Πέρσες, πριν προλάβουν να το ολοκληρώσουν.
- Τέλος, όμως, οι Σπαρτιάτες έδωσαν την απάντησή τους κι έστειλαν στρατό στο πεδίο της μάχης. Την παραμονή της μέρας που είχε οριστεί για την τελική ακρόαση των απεσταλμένων, ένας Τεγεάτης που λεγόταν Χίλεος κι είχε το μεγαλύτερο κύρος στη Σπάρτη απ’ οποιονδήποτε άλλο ξένο, ρώτησε τους εφόρους τι ακριβώς είχαν πει οι Αθηναίοι. Αφού άκουσε αυτά ο Χίλεος είπε τα εξής: «Έτσι έχουν τα πράγματα, άνδρες έφοροι. Αν οι Αθηναίοι μάς εγκαταλείψουν και γίνουν σύμμαχοι με τους Πέρσες, τότε, όσο ισχυρή κι αν είναι η οχύρωση του Ισθμού, όλες οι πύλες θα είναι ανοιχτές για τους Πέρσες προς την Πελοπόννησο. Γι’ αυτό, είναι καλύτερα να τους βοηθήσετε προτού αλλάξουν γνώμη και υιοθετήσουν μια πολιτική που θα καταστρέψει την Ελλάδα».
- Αυτός έδωσε τις παραπάνω συμβουλές. Οι έφοροι έλαβαν υπόψη τους αυτή την προειδοποίηση και, χωρίς να πουν τίποτα στους αντιπροσώπους που είχαν έρθει από τις πόλεις, ενώ ήταν ακόμη νύχτα, έστειλαν πέντε χιλιάδες Σπαρτιάτες, που ο καθένας τους συνοδευόταν από επτά είλωτες, με στρατηγό τον Παυσανία, γιο του Κλεόμβροτου. Η ανώτατη εξουσία της Σπάρτης ανήκε εκείνη την εποχή στον γιο του Λεωνίδα, Πλείσταρχο· επειδή ήταν ακόμα ανήλικος, ο Παυσανίας ο ξάδελφος του ήταν και επίτροπός του [κηδεμόνας]. [….]
|
Τα στρατεύματα |
|
- […] Μετὰ δὲ ταῦτα ἐτάσσοντο ὧδε οἱ ἐπιφοιτῶντές τε καὶ οἱ ἀρχὴν ἐλθόντες Ἑλλήνων. Τὸ μὲν δεξιὸν κέρας εἶχον Λακεδαιμονίων μύριοι· τούτων δὲ τοὺς πεντακισχιλίους ἐόντας Σπαρτιήτας ἐφύλασσον ψιλοὶ τῶν εἱλώτων πεντακισχίλιοι καὶ τρισμύριοι, περὶ ἄνδρα ἕκαστον ἑπτὰ τεταγμένοι. [3] Προσεχέας δὲ σφίσι εἵλοντο ἑστάναι οἱ Σπαρτιῆται τοὺς Τεγεήτας καὶ τιμῆς εἵνεκα καὶ ἀρετῆς· τούτων δ᾽ ἦσαν ὁπλῖται χίλιοι καὶ πεντακόσιοι. Μετὰ δὲ τούτους ἵσταντο Κορινθίων πεντακισχίλιοι, παρὰ δὲ σφίσι εὕροντο παρὰ Παυσανίεω ἑστάναι Ποτιδαιητέων τῶν ἐκ Παλλήνης τοὺς παρεόντας τριηκοσίους. [4] Τούτων δὲ ἐχόμενοι ἵσταντο Ἀρκάδες Ὀρχομένιοι ἑξακόσιοι, τούτων δὲ Σικυώνιοι τρισχίλιοι. Τούτων δὲ εἴχοντο Ἐπιδαυρίων ὀκτακόσιοι. Παρὰ δὲ τούτους Τροιζηνίων ἐτάσσοντο χίλιοι, Τροιζηνίων δὲ ἐχόμενοι Λεπρεητέων διηκόσιοι, τούτων δὲ Μυκηναίων καὶ Τιρυνθίων τετρακόσιοι, τούτων δὲ ἐχόμενοι Φλειάσιοι χίλιοι. Παρὰ δὲ τούτους ἔστησαν Ἑρμιονέες τριηκόσιοι. [5] Ἑρμιονέων δὲ ἐχόμενοι ἵσταντο Ἐρετριέων τε καὶ Στυρέων ἑξακόσιοι, τούτων δὲ Χαλκιδέες τετρακόσιοι, τούτων δὲ Ἀμπρακιητέων πεντακόσιοι. Μετὰ δὲ τούτους Λευκαδίων καὶ Ἀνακτορίων ὀκτακόσιοι ἔστησαν, τούτων δὲ ἐχόμενοι Παλέες οἱ ἐκ Κεφαλληνίης διηκόσιοι. [6] Μετὰ δὲ τούτους Αἰγινητέων πεντακόσιοι ἐτάχθησαν. Παρὰ δὲ τούτους ἐτάσσοντο Μεγαρέων τρισχίλιοι. Εἴχοντο δὲ τούτων Πλαταιέες ἑξακόσιοι. Τελευταῖοι δὲ καὶ πρῶτοι Ἀθηναῖοι ἐτάσσοντο, κέρας ἔχοντες τὸ εὐώνυμον, ὀκτακισχίλιοι· ἐστρατήγεε δ᾽ αὐτῶν Ἀριστείδης ὁ Λυσιμάχου.
- Οὗτοι, πλὴν τῶν ἑπτὰ περὶ ἕκαστον τεταγμένων Σπαρτιήτῃσι, ἦσαν ὁπλῖται, σύμπαντες ἐόντες ἀριθμὸν τρεῖς τε μυριάδες καὶ ὀκτὼ χιλιάδες καὶ ἑκατοντάδες ἑπτά. Ὁπλῖται μὲν οἱ πάντες συλλεγέντες ἐπὶ τὸν βάρβαρον ἦσαν τοσοῦτοι, ψιλῶν δὲ πλῆθος ἦν τόδε, τῆς μὲν Σπαρτιητικῆς τάξιος πεντακισχίλιοι καὶ τρισμύριοι ἄνδρες, ὡς ἐόντων ἑπτὰ περὶ ἕκαστον ἄνδρα, καὶ τούτων πᾶς τις παρήρτητο ὡς ἐς πόλεμον· [2] Οἱ δὲ τῶν λοιπῶν Λακεδαιμονίων καὶ Ἑλλήνων ψιλοί, ὡς εἷς περὶ ἕκαστον ἐὼν ἄνδρα, πεντακόσιοι καὶ τετρακισχίλιοι καὶ τρισμύριοι ἦσαν.
- Ψιλῶν μὲν δὴ τῶν ἁπάντων τῶν μαχίμων ἦν τὸ πλῆθος ἕξ τε μυριάδες καὶ ἐννέα χιλιάδες καὶ ἑκατοντάδες πέντε, τοῦ δὲ σύμπαντος τοῦ Ἑλληνικοῦ τοῦ συνελθόντος ἐς Πλαταιὰς σύν τε ὁπλίτῃσι καὶ ψιλοῖσι τοῖσι μαχίμοισι ἕνδεκα μυριάδες ἦσαν, μιῆς χιλιάδος, πρὸς δὲ ὀκτακοσίων ἀνδρῶν καταδέουσαι. Σὺν δὲ Θεσπιέων τοῖσι παρεοῦσι ἐξεπληροῦντο αἱ ἕνδεκα μυριάδες· παρῆσαν γὰρ καὶ Θεσπιέων ἐν τῷ στρατοπέδῳ οἱ περιεόντες, ἀριθμὸν ἐς ὀκτακοσίους καὶ χιλίους· ὅπλα δὲ οὐδ᾽ οὗτοι εἶχον. Οὗτοι μέν νυν ταχθέντες ἐπὶ τῷ Ἀσωπῷ ἐστρατοπεδεύοντο.
- Οἱ δὲ ἀμφὶ Μαρδόνιον βάρβαροι […], παρῆσαν, πυθόμενοι τοὺς Ἕλληνας εἶναι ἐν Πλαταιῇσι, καὶ αὐτοὶ ἐπὶ τὸν Ἀσωπὸν τὸν ταύτῃ ῥέοντα. Ἀπικόμενοι δὲ ἀντετάσσοντο ὧδε ὑπὸ Μαρδονίου. Κατὰ μὲν Λακεδαιμονίους ἔστησε Πέρσας. [2] Καὶ δὴ πολλὸν γὰρ περιῆσαν πλήθεϊ οἱ Πέρσαι, ἐπί τε τάξις πλεῦνας ἐκεκοσμέατο καὶ ἐπεῖχον τοὺς Τεγεήτας. Ἔταξε δὲ οὕτω· ὅ τι μὲν ἦν αὐτῶν δυνατώτατον πᾶν ἀπολέξας ἔστησε ἀντίον Λακεδαιμονίων, τὸ δὲ ἀσθενέστερον παρέταξε κατὰ τοὺς Τεγεήτας. Ταῦτα δ᾽ ἐποίεε φραζόντων τε καὶ διδασκόντων Θηβαίων. [3] Περσέων δὲ ἐχομένους ἔταξε Μήδους· οὗτοι δὲ ἐπέσχον Κορινθίους τε καὶ Ποτιδαιήτας καὶ Ὀρχομενίους τε καὶ Σικυωνίους. Μήδων δὲ ἐχομένους ἔταξε Βακτρίους· οὗτοι δὲ ἐπέσχον Ἐπιδαυρίους τε καὶ Τροιζηνίους καὶ Λεπρεήτας τε καὶ Τιρυνθίους καὶ Μυκηναίους τε καὶ Φλειασίους. [4] Μετὰ δὲ Βακτρίους ἔστησε Ἰνδούς· οὗτοι δὲ ἐπέσχον Ἑρμιονέας τε καὶ Ἐρετριέας καὶ Στυρέας τε καὶ Χαλκιδέας. Ἰνδῶν δὲ ἐχομένους Σάκας ἔταξε, οἳ ἐπέσχον Ἀμπρακιήτας τε καὶ Ἀνακτορίους καὶ Λευκαδίους καὶ Παλέας καὶ Αἰγινήτας. [5] Σακέων δὲ ἐχομένους ἔταξε ἀντία Ἀθηναίων τε καὶ Πλαταιέων καὶ Μεγαρέων Βοιωτούς τε καὶ Λοκροὺς καὶ Μηλιέας τε καὶ Θεσσαλοὺς καὶ Φωκέων τοὺς χιλίους· οὐ γὰρ ὦν ἅπαντες οἱ Φωκέες ἐμήδισαν, ἀλλὰ τινὲς αὐτῶν καὶ τὰ Ἑλλήνων ηὖξον περὶ τὸν Παρνησσὸν κατειλημένοι, καὶ ἐνθεῦτεν ὁρμώμενοι ἔφερόν τε καὶ ἦγον τήν τε Μαρδονίου στρατιὴν καὶ τοὺς μετ᾽ αὐτοῦ ἐόντας Ἑλλήνων. Ἔταξε δὲ καὶ Μακεδόνας τε καὶ τοὺς περὶ Θεσσαλίην οἰκημένους κατὰ τοὺς Ἀθηναίους.
- Ταῦτα μὲν τῶν ἐθνέων τὰ μέγιστα ὠνόμασται τῶν ὑπὸ Μαρδονίου ταχθέντων, τά περ ἐπιφανέστατά τε ἦν καὶ λόγου πλείστου· ἐνῆσαν δὲ καὶ ἄλλων ἐθνέων ἄνδρες ἀναμεμιγμένοι, Φρυγῶν τε καὶ Θρηίκων καὶ Μυσῶν τε καὶ Παιόνων καὶ τῶν ἄλλων, ἐν δὲ καὶ Αἰθιόπων τε καὶ Αἰγυπτίων οἵ τε Ἑρμοτύβιες καὶ οἱ Καλασίριες καλεόμενοι μαχαιροφόροι, οἵ περ εἰσὶ Αἰγυπτίων μοῦνοι μάχιμοι. [2] Τούτους δὲ ἔτι ἐν Φαλήρῳ ἐὼν ἀπὸ τῶν νεῶν ἀπεβιβάσατο ἐόντας ἐπιβάτας· οὐ γὰρ ἐτάχθησαν ἐς τὸν πεζὸν τὸν ἅμα Ξέρξῃ ἀπικόμενον ἐς Ἀθήνας Αἰγύπτιοι. Τῶν μὲν δὴ βαρβάρων ἦσαν τριήκοντα μυριάδες, ὡς καὶ πρότερον δεδήλωται· τῶν δὲ Ἑλλήνων τῶν Μαρδονίου συμμάχων οἶδε μὲν οὐδεὶς ἀριθμόν· οὐ γὰρ ὦν ἠριθμήθησαν· ὡς δὲ ἐπεικάσαι, ἐς πέντε μυριάδας συλλεγῆναι εἰκάζω. Οὗτοι οἱ παραταχθέντες πεζοὶ ἦσαν, ἡ δὲ ἵππος χωρὶς ἐτέτακτο.
- Ὡς δὲ ἄρα πάντες οἱ ἐτετάχατο κατὰ ἔθνεα καὶ κατὰ τέλεα, ἐνθαῦτα τῇ δευτέρῃ ἐθύοντο καὶ ἀμφότεροι. […]
- Μετὰ δὲ τοῦτο τὸ ἔργον ἑτέρας δύο ἡμέρας διέτριψαν, οὐδέτεροι βουλόμενοι μάχης ἄρξαι· μέχρι μὲν γὰρ τοῦ Ἀσωποῦ ἐπήισαν οἱ βάρβαροι πειρώμενοι τῶν Ἑλλήνων, διέβαινον δὲ οὐδέτεροι. Ἡ μέντοι ἵππος ἡ Μαρδονίου αἰεὶ προσέκειτό τε καὶ ἐλύπεε τοὺς Ἕλληνας· οἱ γὰρ Θηβαῖοι, ἅτε μηδίζοντες μεγάλως, προθύμως ἔφερον τὸν πόλεμον καὶ αἰεὶ κατηγέοντο μέχρι μάχης, τὸ δὲ ἀπὸ τούτου παραδεκόμενοι Πέρσαι τε καὶ Μῆδοι μάλα ἔσκον οἳ ἀπεδείκνυντο ἀρετάς.
|
- […] Στα ελληνικά στρατεύματα που βρίσκονταν ήδη στην περιοχή των Πλαταιών προστέθηκαν αργότερα ενισχύσεις τα τμήματα του στρατού κατέλαβαν τις θέσεις τους. Στο δεξιό άκρο ήταν δέκα χιλιάδες Λακεδαιμόνιοι, εκ των οποίων πέντε χιλιάδες Σπαρτιάτες που συνοδεύονταν από τριάντα πέντε χιλιάδες ψιλούς είλωτες — μια αντιστοιχία επτά προς ένα. Δίπλα στους Σπαρτιάτες, ως αναγνώριση της αξίας τους, παρατάχτηκαν οι Τεγεάτες με χίλιους πεντακόσιους οπλίτες. Μετά πήραν θέση οι πέντε χιλιάδες Κορίνθιοι, που είχαν πάρει άδεια από τον Παυσανία να έχουν τους τριακόσιους άνδρες από την Ποτείδαια της Παλλήνης στο πλευρό τους. Δίπλα τους ήταν εξακόσιοι άνδρες από τον Ορχομενό της Αρκαδίας, τρεις χιλιάδες από τη Σικυώνα και οχτακόσιοι από την Επίδαυρο· έπειτα, χίλιοι από την Τροιζήνα, διακόσιοι από το Λέπρεο, τετρακόσιοι από τις Μυκήνες και την Τίρυνθα, χίλιοι από τον Φλειούντα και τριακόσιοι από την Ερμιόνη· μετά, εξακόσιοι από την Ερέτρια και τα Στύρα, τετρακόσιοι από τη Χαλκίδα, πεντακόσιοι από την Αμπρακία, οχτακόσιοι από τη Λευκάδα και το Ανακτόριο και διακόσιοι Πάλεις από την Κεφαλληνία· έπειτα, πεντακόσιοι από την Αίγινα, τρεις χιλιάδες από τα Μέγαρα και εξακόσιοι από τις Πλαταιές. Τελευταίοι, στο αριστερό άκρο της παράταξης, ήταν οι οχτώ χιλιάδες Αθηναίοι, με διοικητή τον Αριστείδη, γιο του Λυσίμαχου.
- Όλοι αυτοί, εκτός από τους επτά είλωτες που αντιστοιχούσαν σε κάθε Σπαρτιάτη, αποτελούνταν από οπλίτες και η συνολική τους δύναμη έφτανε τους τριάντα οχτώ χιλιάδες επτακόσιους άνδρες. Ο αριθμός των οπλιτών, που συγκεντρώθηκαν κατά των βαρβάρων ήταν αυτός. Οι τριάντα πέντε χιλιάδες Σπαρτιάτες είλωτες που ανέφερα, όλοι τους μάχιμοι, και τριάντα τέσσερις χιλιάδες πεντακόσιοι ακόμα, που ανήκαν σε άλλες πόλεις της Λακεδαίμονας και άλλων περιοχών, σε αναλογία ένας βοηθητικός για κάθε πολεμιστή, αποτελούσαν το πλήθος των «ψιλών».
- Ο συνολικός αριθμός των βοηθητικών έφτανε, λοιπόν, τους εξήντα εννιά χιλιάδες πεντακόσιους ανεβάζοντας το σύνολο του ελληνικού στρατού, μαζί με τους οπλίτες και τους ψιλούς, στις Πλαταιές, στους εκατόν δέκα χιλιάδες άνδρες, εκτός από χίλιους οχτακόσιους Θεσπιείς, των οποίων οι άνδρες που επέζησαν είχαν ενωθεί με τον ελληνικό στρατό. Ωστόσο, αυτοί δεν ήταν πλήρως εξοπλισμένοι. Αυτά για τη δύναμη και την οργάνωση του ελληνικού στρατού που παρατάχτηκε κοντά στον Ασωπό.
- Οι άνδρες του Μαρδόνιου, […] απλώθηκαν κι αυτοί προς το ρεύμα του ποταμού μόλις έμαθαν ότι οι Έλληνες ήταν στις Πλαταιές και παρατάχτηκαν ως εξής με τις διαταγές του Μαρδόνιου. Απέναντι από τους Λακεδαιμονίους, ο Μαρδόνιος τοποθέτησε τους Πέρσες, που υπερίσχυαν τόσο σε πλήθος ώστε οι γραμμές τους είχαν μεγαλύτερο βάθος από το συνηθισμένο κι αρκετό άνοιγμα, για να καλύπτουν και τους Τεγεάτες. Αυτή η προφύλαξη οφειλόταν σε συμβουλή των Θηβαίων. Δίπλα στους Πέρσες ήταν οι Μήδοι, που κάλυπταν τα στρατεύματα από την Κόρινθο, την Ποτείδαια, τον Ορχομενό και τη Σικυώνα· μετά οι Βάκτριοι που κάλυπταν τους Έλληνες από την Επίδαυρο, την Τροιζήνα, το Λέπρεο, την Τίρυνθα, τις Μυκήνες και τον Φλειούντα. Δίπλα παρατάχτηκαν οι Ινδοί, απέναντι από τους Ερμιονείς, τους Ερετριείς, τους Στυρείς, και τους Χαλκιδιώτες· μετά οι Σάκες, που κάλυπταν τους Αμπρακιώτες, τους Ανακτορίους, τους Λευκαδίτες, τους Παλείς και τους Αιγινήτες· τέλος, μετά τους Σάκες και απέναντι από τους Αθηναίους, τους Πλαταιείς και τους Μεγαρίτες, παρατάχτηκαν οι Βοιωτείς, οι Λοκροί, οι Μηλιείς και οι Θεσσαλοί, μαζί με τους χίλιους Φωκείς. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχαν συμπαραταχτεί με τους Πέρσες όλοι οι Φωκείς· αρκετοί απ’ αυτούς υπηρετούσαν το σκοπό των Ελλήνων από τη βάση τους στις παρυφές του Παρνασσού, κάνοντας επιδρομές και παρενοχλώντας τον στρατό του Μαρδόνιου και των Ελλήνων που υπηρετούσαν μαζί του. Ο Μαρδόνιος έβαλε επίσης στη δεξιά πτέρυγα, απέναντι από τους Αθηναίους, τους Μακεδόνες και μερικές μονάδες Θεσσαλών.
- Ανέφερα τα σπουδαιότερα και πιο αξιόλογα στρατεύματα από διάφορες εθνικότητες που παρέταξε ο Μαρδόνιος σ’ αυτή τη μάχη. Ο στρατός του περιλάμβανε επίσης λίγους άνδρες από άλλες εθνικότητες· Φρύγες, Μυσούς, Θράκες, Παίονες και άλλους, όπως Αιθίοπες και Αιγυπτίους. Αυτοί οι τελευταίοι ανήκαν στους Ερμοτύβιες και Καλασίριες — τις τάξεις των πολεμιστών της Αιγύπτου που πολεμάνε με όπλο το μαχαίρι. Νωρίτερα, είχαν υπηρετήσει με το στόλο, αλλά ο Μαρδόνιος τους αποβίβασε πριν αποπλεύσουν τα πλοία από το Φάληρο, αφού δεν υπήρχε στρατός ξηράς από την Αίγυπτο στη δύναμη που οδήγησε ο Ξέρξης ενάντια στην Αθήνα. Οι δυνάμεις των βαρβάρων έφταναν, όπως είπα ήδη, τις τριακόσιες χιλιάδες. Ο αριθμός των Ελλήνων που ήταν σύμμαχοι με τον Μαρδόνιο είναι άγνωστος (κανείς δεν τους μέτρησε). Εγώ τους υπολογίζω γύρω στους πενήντα χιλιάδες άνδρες. Όλοι αυτοί που ανέφερα ως τώρα είχαν παραταχτεί στο πεζικό. Το ιππικό σχημάτιζε χωριστή ενότητα.
- Αφού ο Μαρδόνιος ολοκλήρωσε την παράταξη των ανδρών του, καθορίζοντας τη θέση κάθε έθνους, τα δύο στρατεύματα άρχισαν την επόμενη μέρα να προσφέρουν θυσίες […]
- Στις δυο μέρες που ακολούθησαν δεν συνέβη τίποτα. Καμιά πλευρά δεν είχε πρόθεση να ξεκινήσει τη συμπλοκή. Οι Πέρσες προκαλούσαν τους Έλληνες να επιτεθούν μπαίνοντας στα νερά του Ασωπού, αλλά κανείς τους δεν τόλμησε να το διασχίσει πραγματικά. Ωστόσο, το ιππικό του Μαρδόνιου παρενοχλούσε ασταμάτητα τις ελληνικές δυνάμεις και, κυρίως οι Θηβαίοι, οι ακλόνητοι φίλοι της Περσίας ήταν δοσμένοι ολόψυχα σ’ αυτό τον πόλεμο και οδηγούσαν κατ’ επανάληψη το ιππικό σε απόσταση βολής, οπότε οι Πέρσες και οι Μήδοι έμπαιναν στη δράση, για να αποδείξουν ότι ήταν αυτοί οι οποίοι έκαναν τα κατορθώματα.
|
Ο Αλέξανδρος ειδοποιεί τους Αθηναίους. Μετακινήσεις στρατευμάτων |
|
- […] νύξ τε ἐγίνετο καὶ ἐς φυλακὰς ἐτάσσοντο. Ὡς δὲ πρόσω τῆς νυκτὸς προελήλατο καὶ ἡσυχίη ἐδόκεε εἶναι ἀνὰ τὰ στρατόπεδα καὶ μάλιστα οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐν ὕπνῳ, τηνικαῦτα προσελάσας ἵππῳ πρὸς τὰς φυλακὰς τὰς Ἀθηναίων Ἀλέξανδρος ὁ Ἀμύντεω, στρατηγός τε ἐὼν καὶ βασιλεὺς Μακεδόνων, ἐδίζητο τοῖσι στρατηγοῖσι ἐς λόγους ἐλθεῖν. [2] Τῶν δὲ φυλάκων οἱ μὲν πλεῦνες παρέμενον, οἳ δ᾽ ἔθεον ἐπὶ τοὺς στρατηγούς, ἐλθόντες δὲ ἔλεγον ὡς ἄνθρωπος ἥκοι ἐπ᾽ ἵππου ἐκ τοῦ στρατοπέδου τοῦ Μήδων, ὃς ἄλλο μὲν οὐδὲν παραγυμνοῖ ἔπος, στρατηγοὺς δὲ ὀνομάζων ἐθέλειν φησὶ ἐς λόγους ἐλθεῖν.
- Οἳ δὲ ἐπεὶ ταῦτα ἤκουσαν, αὐτίκα εἵποντο ἐς τὰς φυλακάς· ἀπικομένοισι δὲ ἔλεγε Ἀλέξανδρος τάδε. « Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, παραθήκην ὑμῖν τὰ ἔπεα τάδε τίθεμαι, ἀπόρρητα ποιεύμενος πρὸς μηδένα λέγειν ὑμέας ἄλλον ἢ Παυσανίην, μή με καὶ διαφθείρητε· οὐ γὰρ ἂν ἔλεγον, εἰ μὴ μεγάλως ἐκηδόμην συναπάσης τῆς Ἑλλάδος. [2] αὐτός τε γὰρ Ἕλλην γένος εἰμὶ τὠρχαῖον καὶ ἀντ᾽ ἐλευθέρης δεδουλωμένην οὐκ ἂν ἐθέλοιμι ὁρᾶν τὴν Ἑλλάδα. Λέγω δὲ ὦν ὅτι Μαρδονίῳ τε καὶ τῇ στρατιῇ τὰ σφάγια οὐ δύναται καταθύμια γενέσθαι· πάλαι γὰρ ἂν ἐμάχεσθε. Νῦν δέ οἱ δέδοκται τὰ μὲν σφάγια ἐᾶν χαίρειν, ἅμ᾽ ἡμέρῃ δὲ διαφωσκούσῃ συμβολὴν ποιέεσθαι· καταρρώδηκε γὰρ μὴ πλεῦνες συλλεχθῆτε, ὡς ἐγὼ εἰκάζω. Πρὸς ταῦτα ἑτοιμάζεσθε. ἢν δὲ ἄρα ὑπερβάληται τὴν συμβολὴν Μαρδόνιος καὶ μὴ ποιέηται, λιπαρέετε μένοντες· ὀλιγέων γάρ σφι ἡμερέων λείπεται σιτία. [3] Ἢν δὲ ὑμῖν ὁ πόλεμος ὅδε κατὰ νόον τελευτήσῃ, μνησθῆναι τινὰ χρὴ καὶ ἐμεῦ ἐλευθερώσιος πέρι, ὃς Ἑλλήνων εἵνεκα οὕτω ἔργον παράβολον ἔργασμαι ὑπὸ προθυμίης, ἐθέλων ὑμῖν δηλῶσαι τὴν διάνοιαν τὴν Μαρδονίου, ἵνα μὴ ἐπιπέσωσι ὑμῖν ἐξαίφνης οἱ βάρβαροι μὴ προσδεκομένοισί κω. Εἰμὶ δὲ Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδών ». Ὃ μὲν ταῦτα εἴπας ἀπήλαυνε ὀπίσω ἐς τὸ στρατόπεδον καὶ τὴν ἑωυτοῦ τάξιν.
- Οἱ δὲ στρατηγοὶ τῶν Ἀθηναίων ἐλθόντες ἐπὶ τὸ δεξιὸν κέρας ἔλεγον Παυσανίῃ τά περ ἤκουσαν Ἀλεξάνδρου. Ὁ δὲ τούτῳ τῷ λόγῳ καταρρωδήσας τοὺς Πέρσας ἔλεγε τάδε. [2] « Ἐπεὶ τοίνυν ἐς ἠῶ ἡ συμβολὴ γίνεται, ὑμέας μὲν χρεόν ἐστι τοὺς Ἀθηναίους στῆναι κατὰ τοὺς Πέρσας, ἡμέας δὲ κατὰ τοὺς Βοιωτούς τε καὶ τοὺς κατ᾽ ὑμέας τεταγμένους Ἑλλήνων, τῶνδε εἵνεκα· ὑμεῖς ἐπίστασθε τοὺς Μήδους καὶ τὴν μάχην αὐτῶν ἐν Μαραθῶνι μαχεσάμενοι, ἡμεῖς δὲ ἄπειροί τε εἰμὲν καὶ ἀδαέες τούτων τῶν ἀνδρῶν· Σπαρτιητέων γὰρ οὐδεὶς πεπείρηται Μήδων· ἡμεῖς δὲ Βοιωτῶν καὶ Θεσσαλῶν ἔμπειροι εἰμέν. [3] ἀλλ᾽ ἀναλαβόντας τὰ ὅπλα χρεόν ἐστι ἰέναι ὑμέας ἐς τόδε τὸ κέρας, ἡμέας δὲ ἐς τὸ εὐώνυμον ». Πρὸς δὲ ταῦτα εἶπαν οἱ Ἀθηναῖοι τάδε. « Καὶ αὐτοῖσι ἡμῖν πάλαι ἀπ᾽ ἀρχῆς, ἐπείτε εἴδομεν κατ᾽ ὑμέας τασσομένους τοὺς Πέρσας, ἐν νόῳ ἐγένετο εἰπεῖν ταῦτα τά περ ὑμεῖς φθάντες προφέρετε· ἀλλὰ ἀρρωδέομεν μὴ ὑμῖν οὐκ ἡδέες γένωνται οἱ λόγοι. Ἐπεὶ δ᾽ ὦν αὐτοὶ ἐμνήσθητε, καὶ ἡδομένοισι ἡμῖν οἱ λόγοι γεγόνασι καὶ ἕτοιμοι εἰμὲν ποιέειν ταῦτα ».
- Ὡς δ᾽ ἤρεσκε ἀμφοτέροισι ταῦτα, ἠώς τε διέφαινε καὶ διαλλάσσοντο τὰς τάξις. Γνόντες δὲ οἱ Βοιωτοὶ τὸ ποιεύμενον ἐξαγορεύουσι Μαρδονίῳ. Ὃ δ᾽ ἐπείτε ἤκουσε, αὐτίκα μετιστάναι καὶ αὐτὸς ἐπειρᾶτο, παράγων τοὺς Πέρσας κατὰ τοὺς Λακεδαιμονίους. Ὡς δὲ ἔμαθε τοῦτο τοιοῦτο γινόμενον ὁ Παυσανίης, γνοὺς ὅτι οὐ λανθάνει, ὀπίσω ἦγε τοὺς Σπαρτιήτας ἐπὶ τὸ δεξιὸν κέρας· ὣς δὲ οὕτως καὶ ὁ Μαρδόνιος ἐπὶ τοῦ εὐωνύμου.
- Ἐπεὶ δὲ κατέστησαν ἐς τὰς ἀρχαίας τάξις, πέμψας ὁ Μαρδόνιος κήρυκα ἐς τοὺς Σπαρτιήτας ἔλεγε τάδε. « Ὦ Λακεδαιμόνιοι, ὑμεῖς δὴ λέγεσθε εἶναι ἄνδρες ἄριστοι ὑπὸ τῶν τῇδε ἀνθρώπων, ἐκπαγλεομένων ὡς οὔτε φεύγετε ἐκ πολέμου οὔτε τάξιν ἐκλείπετε, μένοντές τε ἢ ἀπόλλυτε τοὺς ἐναντίους ἢ αὐτοὶ ἀπόλλυσθε. [2] Τῶν δ᾽ ἄρ᾽ ἦν οὐδὲν ἀληθές· πρὶν γὰρ ἢ συμμῖξαι ἡμέας ἐς χειρῶν τε νόμον ἀπικέσθαι, καὶ δὴ φεύγοντας καὶ στάσιν ἐκλείποντας ὑμέας εἴδομεν, ἐν Ἀθηναίοισί τε τὴν πρόπειραν ποιευμένους αὐτούς τε ἀντία δούλων τῶν ἡμετέρων τασσομένους. [3] Ταῦτα οὐδαμῶς ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἔργα, ἀλλὰ πλεῖστον δὴ ἐν ὑμῖν ἐψεύσθημεν. Προσδεκόμενοι γὰρ κατὰ κλέος ὡς δὴ πέμψετε ἐς ἡμέας κήρυκα προκαλεύμενοι καὶ βουλόμενοι μούνοισι Πέρσῃσι μάχεσθαι, ἄρτιοι ἐόντες ποιέειν ταῦτα οὐδὲν τοιοῦτο λέγοντας ὑμέας εὕρομεν ἀλλὰ πτώσσοντας μᾶλλον. Νῦν ὦν ἐπειδὴ οὐκ ὑμεῖς ἤρξατε τούτου τοῦ λόγου, ἀλλ᾽ ἡμεῖς ἄρχομεν. [4] Τί δὴ οὐ πρὸ μὲν τῶν Ἑλλήνων ὑμεῖς, ἐπείτε δεδόξωσθε εἶναι ἄριστοι, πρὸ δὲ τῶν βαρβάρων ἡμεῖς ἴσοι πρὸς ἴσους ἀριθμὸν ἐμαχεσάμεθα; καὶ ἢν μὲν δοκέῃ καὶ τοὺς ἄλλους μάχεσθαι, οἱ δ᾽ ὦν μετέπειτα μαχέσθων ὕστεροι· εἰ δὲ καὶ μὴ δοκέοι ἀλλ᾽ ἡμέας μούνους ἀποχρᾶν, ἡμεῖς δὲ διαμαχεσώμεθα· ὁκότεροι δ᾽ ἂν ἡμέων νικήσωσι, τούτους τῷ ἅπαντι στρατοπέδῳ νικᾶν».
- Ὃ μὲν ταῦτα εἴπας τε καὶ ἐπισχὼν χρόνον, ὥς οἱ οὐδεὶς οὐδὲν ὑπεκρίνατο, ἀπαλλάσσετο ὀπίσω, ἀπελθὼν δὲ ἐσήμαινε Μαρδονίῳ τὰ καταλαβόντα. Ὁ δὲ περιχαρὴς γενόμενος καὶ ἐπαερθεὶς ψυχρῇ νίκῃ ἐπῆκε τὴν ἵππον ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας. [2] Ὡς δὲ ἐπήλασαν οἱ ἱππόται, ἐσίνοντο πᾶσαν τὴν στρατιὴν τὴν Ἑλληνικὴν ἐσακοντίζοντές τε καὶ τοξεύοντες ὥστε ἱπποτοξόται τε ἐόντες καὶ προσφέρεσθαι ἄποροι· τήν τε κρήνην τὴν Γαργαφίην, ἀπ᾽ ἧς ὑδρεύετο πᾶν τὸ στράτευμα τὸ Ἑλληνικόν, συνετάραξαν καὶ συνέχωσαν. [3] Ἦσαν μὲν ὦν κατὰ τὴν κρήνην Λακεδαιμόνιοι τεταγμένοι μοῦνοι, τοῖσι δὲ ἄλλοισι Ἕλλησι ἡ μὲν κρήνη πρόσω ἐγίνετο, ὡς ἕκαστοι ἔτυχον τεταγμένοι, ὁ δὲ Ἀσωπὸς ἀγχοῦ· ἐρυκόμενοι δὲ τοῦ Ἀσωποῦ οὕτω δὴ ἐπὶ τὴν κρήνην ἐφοίτων· ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ γάρ σφι οὐκ ἐξῆν ὕδωρ φορέεσθαι ὑπό τε τῶν ἱππέων καὶ τοξευμάτων.
- Τούτου δὲ τοιούτου γινομένου οἱ τῶν Ἑλλήνων στρατηγοί, ἅτε τοῦ τε ὕδατος στερηθείσης τῆς στρατιῆς καὶ ὑπὸ τῆς ἵππου ταρασσομένης, συνελέχθησαν περὶ αὐτῶν τε τούτων καὶ ἄλλων, ἐλθόντες παρὰ Παυσανίην ἐπὶ τὸ δεξιὸν κέρας. ἄλλα γὰρ τούτων τοιούτων ἐόντων μᾶλλον σφέας ἐλύπεε· οὔτε γὰρ σιτία εἶχον ἔτι, οἵ τε σφέων ὀπέωνες ἀποπεμφθέντες ἐς Πελοπόννησον ὡς ἐπισιτιεύμενοι ἀπεκεκληίατο ὑπὸ τῆς ἵππου, οὐ δυνάμενοι ἀπικέσθαι ἐς τὸ στρατόπεδον.
- Βουλευομένοισι δὲ τοῖσι στρατηγοῖσι ἔδοξε, ἣν ὑπερβάλωνται ἐκείνην τὴν ἡμέρην οἱ Πέρσαι συμβολὴν ποιεύμενοι, ἐς τὴν νῆσον ἰέναι. Ἣ δὲ ἐστὶ ἀπὸ τοῦ Ἀσωποῦ καὶ τῆς κρήνης τῆς Γαργαφίης, ἐπ᾽ ᾗ ἐστρατοπεδεύοντο τότε, δέκα σταδίους ἀπέχουσα, πρὸ τῆς Πλαταιέων πόλιος. [2] Νῆσος δὲ οὕτω ἂν εἴη ἐν ἠπείρῳ· σχιζόμενος ὁ ποταμὸς ἄνωθεν ἐκ τοῦ Κιθαιρῶνος ῥέει κάτω ἐς τὸ πεδίον, διέχων ἀπ᾽ ἀλλήλων τὰ ῥέεθρα ὅσον περ τρία στάδια, καὶ ἔπειτα συμμίσγει ἐς τὠυτό. Οὔνομα δέ οἱ Ὠερόη· [3] Θυγατέρα δὲ ταύτην λέγουσι εἶναι Ἀσωποῦ οἱ ἐπιχώριοι. Ἐς τοῦτον δὴ τὸν χῶρον ἐβουλεύσαντο μεταναστῆναι, ἵνα καὶ ὕδατι ἔχωσι χρᾶσθαι ἀφθόνῳ καὶ οἱ ἱππέες σφέας μὴ σινοίατο ὥσπερ κατιθὺ ἐόντων· μετακινέεσθαί τε ἐδόκεε τότε ἐπεὰν τῆς νυκτὸς ᾖ δευτέρη φυλακή, ὡς ἂν μὴ ἰδοίατο οἱ Πέρσαι ἐξορμωμένους καί σφεας ἑπόμενοι ταράσσοιεν οἱ ἱππόται. [4] ἀπικομένων δὲ ἐς τὸν χῶρον τοῦτον, τὸν δὴ ἡ Ἀσωπὶς Ὠερόη περισχίζεται ῥέουσα ἐκ τοῦ Κιθαιρῶνος, ὑπὸ τὴν νύκτα ταύτην ἐδόκεε τοὺς ἡμίσεας ἀποστέλλειν τοῦ στρατοπέδου πρὸς τὸν Κιθαιρῶνα, ὡς ἀναλάβοιεν τοὺς ὀπέωνας τοὺς ἐπὶ τὰ σιτία οἰχομένους· ἦσαν γὰρ ἐν τῷ Κιθαιρῶνι ἀπολελαμμένοι.
- Ταῦτα βουλευσάμενοι κείνην μὲν τὴν ἡμέρην πᾶσαν προσκειμένης τῆς ἵππου εἶχον πόνον ἄτρυτον· ὡς δὲ ἥ τε ἡμέρη ἔληγε καὶ οἱ ἱππέες ἐπέπαυντο, νυκτὸς δὴ γινομένης καὶ ἐούσης τῆς ὥρης ἐς τὴν συνέκειτό σφι ἀπαλλάσσεσθαι, ἐνθαῦτα ἀερθέντες οἱ πολλοὶ ἀπαλλάσσοντο, ἐς μὲν τὸν χῶρον ἐς τὸν συνέκειτο οὐκ ἐν νόῳ ἔχοντες, οἳ δὲ ὡς ἐκινήθησαν ἔφευγον ἄσμενοι τὴν ἵππον πρὸς τὴν Πλαταιέων πόλιν, φεύγοντες δὲ ἀπικνέονται ἐπὶ τὸ Ἥραιον· τὸ δὲ πρὸ τῆς πόλιος ἐστὶ τῆς Πλαταιέων, εἴκοσι σταδίους ἀπὸ τῆς κρήνης τῆς Γαργαφίης ἀπέχον· ἀπικόμενοι δὲ ἔθεντο πρὸ τοῦ ἱροῦ τὰ ὅπλα.
- Καὶ οἳ μὲν περὶ τὸ Ἥραιον ἐστρατοπεδεύοντο, Παυσανίης δὲ ὁρῶν σφεας ἀπαλλασσομένους ἐκ τοῦ στρατοπέδου παρήγγελλε καὶ τοῖσι Λακεδαιμονίοισι ἀναλαβόντας τὰ ὅπλα ἰέναι κατὰ τοὺς ἄλλους τοὺς προϊόντας, νομίσας αὐτοὺς ἐς τὸν χῶρον ἰέναι ἐς τὸν συνεθήκαντο. […]
|
- […] έπεσε το σκοτάδι και τοποθετήθηκαν σκοποί. Κύλησαν λίγες ώρες· όταν στα δύο στρατόπεδα επικράτησε ησυχία, και όλοι έπεσαν σε βαθύ ύπνο, ο Αλέξανδρος, γιος του Αμύντα, βασιλιάς και στρατηγός των Μακεδόνων, κάλπασε με το άλογό του στο φυλάκιο των Αθηναίων και ζήτησε να δει και να μιλήσει με τους στρατηγούς τους. Οι περισσότεροι φρουροί έμειναν στη θέση τους, αλλά μερικοί έτρεξαν να ειδοποιήσουν τους ανωτέρους τους ότι ένας ιππέας είχε φτάσει από το εχθρικό στρατόπεδο και, το μόνο που έλεγε ήταν ότι ήθελε να μιλήσει στους διοικητές του στρατού, των οποίων γνώριζε και τα ονόματα.
- Οι Αθηναίοι ακολούθησαν αμέσως τους σκοπούς στο φυλάκιο τους και συνάντησαν τον Αλέξανδρο. Και αυτός τους είπε: «Άνδρες της Αθήνας, εμπιστεύομαι την τιμή σας γι’ αυτό που έχω να σας πω· κρατήστε το μυστικό απ’ όλους, εκτός από τον Παυσανία, αλλιώς θα με καταστρέψετε. Δε θα βρισκόμουν εδώ, αν δε φρόντιζα για όλη την Ελλάδα. Είμαι κι εγώ Έλληνας στην καταγωγή και δε θέλω να δω την πατρίδα να ανταλλάσσει την ελευθερία της με σκλαβιά. Λέω, λοιπόν, ότι ο Μαρδόνιος κι ο στρατός του δεν έχουν ευνοϊκούς οιωνούς από τις θυσίες τους, αλλιώς η μάχη θα είχε ξεκινήσει πριν καιρό. Ο Μαρδόνιος, πάντως, αποφάσισε να αγνοήσει τους οιωνούς και να σας επιτεθεί με την αυγή, επειδή, φαντάζομαι, ανησυχεί μήπως συγκεντρωθείτε πολλοί στις γραμμές σας. Να είστε έτοιμοι. Αν, πάλι, αναβάλει την επίθεση του ο Μαρδόνιος, σας συμβουλεύω να μείνετε στις θέσεις σας, γιατί δεν έχει προμήθειες παρά για λίγες μόνο μέρες. Στη περίπτωση που δώσετε σ’ αυτό τον πόλεμο αίσιο τέλος, πρέπει να με θυμηθείτε πως συνέβαλα κι εγώ στην ελευθερία σας· διατρέχω μεγάλο κίνδυνο για το καλό της Ελλάδας, θέλοντας να σας ειδοποιήσω για τις προθέσεις του Μαρδόνιου και να σας σώσω από μια αιφνιδιαστική επίθεση των βαρβάρων. Είμαι ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας». Αφού είπε αυτά, ο Αλέξανδρος κάλπασε πίσω στο στρατόπεδο του και γύρισε στη θέση του.
- Οι Αθηναίοι στρατηγοί έτρεξαν στον Παυσανία, στη δεξιά πτέρυγα της ελληνικής παράταξης, και του είπαν τι είχαν ακούσει από τον Αλέξανδρο. Ο Παυσανίας φοβήθηκε τους Πέρσες και είπε τα εξής: «Αν πρόκειται να ξεσπάσει η μάχη την αυγή», είπε, «είναι καλύτερα εσείς οι Αθηναίοι να παραταχτείτε απέναντι από τους Πέρσες, και ν’ αναλάβουμε εμείς την πτέρυγα απέναντι από τους Βοιωτούς και τους άλλους Έλληνες, που βρίσκονται τώρα απέναντι σας. Στο Μαραθώνα γνωρίσατε τους Μήδους και την τακτική τους στη μάχη, αντίθετα από μας, που δεν τους έχουμε συναντήσει ποτέ στο πεδίο της μάχης. Κανένας Σπαρτιάτης δεν έχει πολεμήσει ενάντια σε Μήδο, ενώ έχουμε εξοικειωθεί αρκετά με τους στρατιώτες της Βοιωτίας και της Θεσσαλίας. Γι’ αυτό, πάρτε τα όπλα σας κι ελάτε στη δεξιά πτέρυγα. Εμείς θα πάρουμε τη θέση σας στην αριστερή». Σ’ αυτά οι Αθηναίοι απάντησαν τα εξής: «Σκεφτήκαμε κι εμείς πριν αρκετό καιρό —από τότε, δηλαδή, που είδαμε ότι οι Πέρσες παρατάχθηκαν απέναντι σας—να κάνουμε την ίδια πρόταση, αλλά φοβηθήκαμε μη σας προσβάλουμε. Αφού, όμως, το θίξατε εσείς οι ίδιοι, δεχόμαστε πρόθυμα και θα συμμορφωθούμε αμέσως».
- Το ζήτημα τακτοποιήθηκε ικανοποιητικά και για τα δύο σώματα και, στα πρώτα σημάδια της αυγής οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες άλλαξαν θέση στην παράταξη. Οι Βοιωτοί, όμως, παρατήρησαν την κίνηση και την ανέφεραν στον Μαρδόνιο, ο οποίος μετακίνησε αμέσως τα περσικά στρατεύματα στο άλλο άκρο της παράταξης, φέρνοντας τα πάλι αντιμέτωπα με τους Σπαρτιάτες. Όταν το είδε ο Παυσανίας, γύρισε πάλι στο δεξιό άκρο τους Σπαρτιάτες και, όπως και πριν, ο Μαρδόνιος στο αριστερό.
- Αφού γύρισαν πάλι στις αρχικές τους θέσεις, ο Μαρδόνιος έστειλε έναν αγγελιαφόρο στις γραμμές των Σπαρτιατών και είπε τα εξής: «Άνδρες Λακεδαιμόνιοι, όλοι εδώ γύρω σας θεωρούν γενναίους άνδρες και σας θαυμάζουν, γιατί δεν υποχωρείτε ποτέ στη μάχη και δεν εγκαταλείπετε ποτέ τη θέση σας· μένετε ακλόνητοι, λένε, μέχρι να πέσει κι ο τελευταίος είτε από τον εχθρικό στρατό είτε από σας. Από αυτά όμως τίποτα δεν είναι αλήθεια. Σας είδαμε να τρέχετε εδώ κι εκεί και να εγκαταλείπετε τη θέση σας πριν αρχίσει η μάχη ή ανταλλάξουμε έστω ένα χτύπημα· αφήνετε την πιο επικίνδυνη θέση στους Αθηναίους, ενώ εσείς προσπαθείτε να χτυπηθείτε με τους σκλάβους μας. Αυτή η συμπεριφορά δεν ταιριάζει καθόλου σε γενναίους άνδρες· πράγματι, φαίνεται ότι κάναμε λάθος σχετικά με σας. Με βάση τη φήμη σας, μάλιστα, περιμέναμε ότι θα μας στέλνατε και μια πρόκληση, για να είστε σίγουροι ότι θα αναμετρηθείτε με τους Πέρσες πολεμιστές και κανέναν άλλο. Θα την είχαμε αποδεχτεί πρόθυμα, αν την είχατε στείλει· αλλά δεν το κάνατε. Αντίθετα, σας βλέπουμε να πασχίζετε να μας αποφύγετε. Τέλος πάντων, αφού εσείς δεν έχετε το θάρρος, σας προκαλούμε εμείς. Γιατί να μην χτυπηθεί ίσος αριθμός ανδρών από τις δύο πλευρές, εσείς ως οι πιο γενναίοι της Ελλάδας κι εμείς ως οι πιο γενναίοι της Ασίας; Αν, πάλι, θέλουν να πολεμήσουν και οι υπόλοιποι, ας το κάνουν αφού έχουμε τελειώσει εμείς μεταξύ μας· αλλιώς, ας λύσουμε το θέμα μεταξύ μας κι ας θεωρήσουμε ότι οι νικητές αντιπροσώπευαν όλο το στράτευμά τους».
- Όταν παρέδωσε την πρόκληση, ο αγγελιαφόρος περίμενε λίγο· αφού, όμως, δεν έπαιρνε απάντηση, γύρισε στον Μαρδόνιο και του είπε τι είχε συμβεί. Ο Μαρδόνιος ενθουσιάστηκε και υπερήφανος γι’ αυτή τη νίκη διέταξε το ιππικό του να επιτεθεί. Οι Πέρσες ιππείς, οπλισμένοι με τόξα —δεν ήταν εύκολος αντίπαλος— προκάλεσαν σοβαρές απώλειες, χτυπώντας παράλληλα ολόκληρη την ελληνική παράταξη και με τα βέλη και τα ακόντιά τους· αυτή τη φορά έφραξαν τη Γαργαφία πηγή με χώμα, απ’ όπου έπαιρναν νερό όλοι οι Έλληνες στρατιώτες. Για την ακρίβεια, μόνο οι Σπαρτιάτες βρίσκονταν κοντά στην πηγή, ενώ ο υπόλοιπος στρατός ήταν παραταγμένος σε μεγαλύτερη απόσταση, παράλληλα με τις όχθες του Ασωπού· ωστόσο, ήταν υποχρεωμένοι να παίρνουν κι αυτοί νερό από την πηγή, γιατί το εχθρικό ιππικό, με τα τοξεύματά του, τους εμπόδιζε να πλησιάσουν στο ποτάμι.
- Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, με τους άνδρες τους να παρενοχλούνται διαρκώς από το εχθρικό ιππικό και στερημένοι από νερό, οι στρατηγοί των διαφόρων ελληνικών σωμάτων πήγαν όλοι μαζί στον Παυσανία στη δεξιά πτέρυγα της παράταξης. Η έλλειψη νερού, μολονότι αρκετά σοβαρό θέμα, δεν ήταν το μόνο που έπρεπε να συζητηθεί, αφού, στο μεταξύ, είχαν εξαντληθεί τα τρόφιμα κι οι υπηρέτες που είχαν σταλεί να φέρουν προμήθειες από την Πελοπόννησο είχαν αποκλειστεί από ίλες του περσικού ιππικού και δεν μπορούσαν να γυρίσουν στο στρατόπεδο.
- Στη διάρκεια της συζήτησης οι στρατηγοί αποφάσισαν ότι, αν οι Πέρσες άφηναν τη μέρα να περάσει χωρίς να επιτεθούν, ο στρατός θα αποσυρόταν στο νησί. Η περιοχή αυτή βρίσκεται μπροστά στις Πλαταιές και απέχει δέκα στάδια από τον Ασωπό και την πηγή Γαργαφία, όπου και είχαν στρατοπεδεύσει. Η περιοχή αυτή είναι ένα νησί στην ξηρά· υπάρχει ένα ποτάμι που χωρίζεται σε δύο ρείθρα κοντά στην πηγή του, στον Κιθαιρώνα· στην πεδιάδα, τα δυο ρείθρα έχουν άνοιγμα περίπου τρία στάδια πριν ενωθούν ξανά πιο χαμηλά. Το όνομα της περιοχής είναι Ωερόη και είναι γνωστή στην περιοχή ως κόρη του Ασωπού. Δύο ήταν οι λόγοι που τους οδήγησαν να επιλέξουν το νησί για να παραταχτούν. Κατ’ αρχάς, θα είχαν άφθονο νερό και, δεύτερον, το εχθρικό ιππικό δεν θα ήταν πια σε θέση να τους παρενοχλεί μια και δεν θα ήταν αντιμέτωποι. Το σχέδιο ήταν να μετακινηθούν στη διάρκεια της νύχτας, στη δεύτερη φυλακή μετά τα μεσάνυχτα, για να μην τους αντιληφθεί ο εχθρός, και ν’ αποφύγουν έτσι αψιμαχίες με το ιππικό του στην πορεία τους. Συμφώνησαν, επίσης, ότι, μόλις έφταναν στο νησί, στο σημείο όπου η Ασωπίδα Ωερόη χωρίζεται καθώς πηγάζει από τον Κιθαιρώνα, θα έστελναν, πάντα στη διάρκεια της νύχτας, το μισό στράτευμα στις πλαγιές του Κιθαιρώνα, για να βοηθήσει τις φάλαγγες με τα εφόδια που είχαν αποκλειστεί εκεί.
- Αφού πήραν αυτές τις αποφάσεις, εξακολούθησαν όλη την υπόλοιπη μέρα, χωρίς διακοπή, να υπομένουν παρενοχλήσεις από το ιππικό· γύρω στο απόγευμα, οι επιθέσεις αραίωσαν κι όταν σκοτείνιασε, την ώρα που είχε συμφωνηθεί να γίνει η μετακίνηση, οι περισσότεροι έφυγαν. Όπως αποδείχτηκε, όμως, δεν σκόπευαν ν’ ακολουθήσουν το σχέδιο και να πάνε στο νησί· αντίθετα, μόλις ξεκίνησε η πορεία, έφυγαν με ανακούφιση από το ιππικό και κατευθύνονταν στις Πλαταιές. Εκεί, σταμάτησαν μπροστά στο Ηραίο, που είναι χτισμένο έξω από την πόλη, σε μια απόσταση είκοσι στάδια από τη Γαργαφία. Όταν έφτασαν εκεί, στρατοπέδευσαν μπροστά από τον ναό.
- Αυτοί λοιπόν στρατοπέδευσαν στο Ηραίο. Όταν ο Παυσανίας είδε τα άλλα στρατεύματα να ξεκινούν, διέταξε τους Λακεδαιμονίους να αδειάσουν το στρατόπεδο και να τους ακολουθήσουν, υποθέτοντας ότι αυτοί που είχαν φύγει ήδη κατευθύνονταν για τη θέση που είχαν συμφωνήσει. […]
|
Η μάχη |
|
- Ταῦτα εἴπας ἦγε τοὺς Πέρσας δρόμῳ διαβάντας τὸν Ἀσωπὸν κατὰ στίβον τῶν Ἑλλήνων ὡς δὴ ἀποδιδρησκόντων, ἐπεῖχέ τε ἐπὶ Λακεδαιμονίους τε καὶ Τεγεήτας μούνους· Ἀθηναίους γὰρ τραπομένους ἐς τὸ πεδίον ὑπὸ τῶν ὄχθων οὐ κατώρα. [2] Πέρσας δὲ ὁρῶντες ὁρμημένους διώκειν τοὺς Ἕλληνας οἱ λοιποὶ τῶν βαρβαρικῶν τελέων ἄρχοντες αὐτίκα πάντες ἤειραν τὰ σημήια, καὶ ἐδίωκον ὡς ποδῶν ἕκαστος εἶχον, οὔτε κόσμῳ οὐδενὶ κοσμηθέντες οὔτε τάξι.
- Καὶ οὗτοι μὲν βοῇ τε καὶ ὁμίλῳ ἐπήισαν ὡς ἀναρπασόμενοι τοὺς Ἕλληνας· Παυσανίης δέ, ὡς προσέκειτο ἡ ἵππος, πέμψας πρὸς τοὺς Ἀθηναίους ἱππέα λέγει τάδε. « Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἀγῶνος μεγίστου προκειμένου ἐλευθέρην εἶναι ἢ δεδουλωμένην τὴν Ἑλλάδα, προδεδόμεθα ὑπὸ τῶν συμμάχων ἡμεῖς τε οἱ Λακεδαιμόνιοι καὶ ὑμεῖς οἱ Ἀθηναῖοι ὑπὸ τὴν παροιχομένην νύκτα διαδράντων. [2] Νῦν ὦν δέδοκται τὸ ἐνθεῦτεν τὸ ποιητέον ἡμῖν· ἀμυνομένους γὰρ τῇ δυνάμεθα ἄριστα περιστέλλειν ἀλλήλους. Εἰ μέν νυν ἐς ὑμέας ὅρμησε ἀρχὴν ἡ ἵππος, χρῆν δὴ ἡμέας τε καὶ τοὺς μετ᾽ ἡμέων τὴν Ἑλλάδα οὐ προδιδόντας Τεγεήτας βοηθέειν ὑμῖν· νῦν δέ, ἐς ἡμέας γὰρ ἅπασα κεχώρηκε, δίκαιοι ἐστὲ ὑμεῖς πρὸς τὴν πιεζομένην μάλιστα τῶν μοιρέων ἀμυνέοντες ἰέναι. [3] Εἰ δ᾽ ἄρα αὐτοὺς ὑμέας καταλελάβηκε ἀδύνατόν τι βοηθέειν, ὑμεῖς δ᾽ ἡμῖν τοὺς τοξότας ἀποπέμψαντες χάριν θέσθε. Συνοίδαμεν δὲ ὑμῖν ὑπὸ τὸν παρεόντα τόνδε πόλεμον ἐοῦσι πολλὸν προθυμοτάτοισι, ὥστε καὶ ταῦτα ἐσακούειν ».
- Ταῦτα οἱ Ἀθηναῖοι ὡς ἐπύθοντο, ὁρμέατο βοηθέειν καὶ τὰ μάλιστα ἐπαμύνειν· καί σφι ἤδη στείχουσι ἐπιτίθενται οἱ ἀντιταχθέντες Ἑλλήνων τῶν μετὰ βασιλέος γενομένων, ὥστε μηκέτι δύνασθαι βοηθῆσαι· τὸ γὰρ προσκείμενον σφέας ἐλύπεε. [2] Οὕτω δὴ μουνωθέντες Λακεδαιμόνιοι καὶ Τεγεῆται, ἐόντες σὺν ψιλοῖσι ἀριθμὸν οἳ μὲν πεντακισμύριοι Τεγεῆται δὲ τρισχίλιοι (οὗτοι γὰρ οὐδαμὰ ἀπεσχίζοντο ἀπὸ Λακεδαιμονίων), ἐσφαγιάζοντο ὡς συμβαλέοντες Μαρδονίῳ καὶ τῇ στρατιῇ τῇ παρεούσῃ. [3] Καὶ οὐ γάρ σφι ἐγίνετο τὰ σφάγια χρηστά, ἔπιπτον δὲ αὐτῶν ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ πολλοὶ καὶ πολλῷ πλεῦνες ἐτρωματίζοντο· φράξαντες γὰρ τὰ γέρρα οἱ Πέρσαι ἀπίεσαν τῶν τοξευμάτων πολλὰ ἀφειδέως, οὕτω ὥστε πιεζομένων τῶν Σπαρτιητέων καὶ τῶν σφαγίων οὐ γινομένων ἀποβλέψαντα τὸν Παυσανίην πρὸς τὸ Ἥραιον τὸ Πλαταιέων ἐπικαλέσασθαι τὴν θεόν, χρηίζοντα μηδαμῶς σφέας ψευσθῆναι τῆς ἐλπίδος.
- Ταῦτα δ᾽ ἔτι τούτου ἐπικαλεομένου προεξαναστάντες πρότεροι οἱ Τεγεῆται ἐχώρεον ἐς τοὺς βαρβάρους, καὶ τοῖσι Λακεδαιμονίοισι αὐτίκα μετὰ τὴν εὐχὴν τὴν Παυσανίεω ἐγίνετο θυομένοισι τὰ σφάγια χρηστά· ὡς δὲ χρόνῳ κοτὲ ἐγένετο, ἐχώρεον καὶ οὗτοι ἐπὶ τοὺς Πέρσας, καὶ οἱ Πέρσαι ἀντίοι τὰ τόξα μετέντες. [2] Ἔγίνετο δὲ πρῶτον περὶ τὰ γέρρα μάχη. Ὡς δὲ ταῦτα ἐπεπτώκεε, ἤδη ἐγίνετο ἡ μάχη ἰσχυρὴ παρ᾽ αὐτὸ τὸ Δημήτριον καὶ χρόνον ἐπὶ πολλόν, ἐς ὃ ἀπίκοντο ἐς ὠθισμόν· τὰ γὰρ δόρατα ἐπιλαμβανόμενοι κατέκλων οἱ βάρβαροι. [3] Λήματι μέν νυν καὶ ῥώμῃ οὐκ ἥσσονες ἦσαν οἱ Πέρσαι, ἄνοπλοι δὲ ἐόντες καὶ πρὸς ἀνεπιστήμονες ἦσαν καὶ οὐκ ὅμοιοι τοῖσι ἐναντίοισι σοφίην, προεξαΐσσοντες δὲ κατ᾽ ἕνα καὶ δέκα, καὶ πλεῦνές τε καὶ ἐλάσσονες συστρεφόμενοι, ἐσέπιπτον ἐς τοὺς Σπαρτιήτας καὶ διεφθείροντο.
- Τῇ δὲ ἐτύγχανε αὐτὸς ἐὼν Μαρδόνιος, ἀπ᾽ ἵππου τε μαχόμενος λευκοῦ ἔχων τε περὶ ἑωυτὸν λογάδας Περσέων τοὺς ἀρίστους χιλίους, ταύτῃ δὲ καὶ μάλιστα τοὺς ἐναντίους ἐπίεσαν. Ὅσον μέν νυν χρόνον Μαρδόνιος περιῆν, οἳ δὲ ἀντεῖχον καὶ ἀμυνόμενοι κατέβαλλον πολλοὺς τῶν Λακεδαιμονίων· [2] Ὡς δὲ Μαρδόνιος ἀπέθανε καὶ τὸ περὶ ἐκεῖνον τεταγμένον ἐὸν ἰσχυρότατον ἔπεσε, οὕτω δὴ καὶ οἱ ἄλλοι ἐτράποντο καὶ εἶξαν τοῖσι Λακεδαιμονίοισι. Πλεῖστον γὰρ σφέας ἐδηλέετο ἡ ἐσθὴς ἔρημος ἐοῦσα ὅπλων· πρὸς γὰρ ὁπλίτας ἐόντες γυμνῆτες ἀγῶνα ἐποιεῦντο.
- Ἐνθαῦτα ἥ τε δίκη τοῦ Λεωνίδεω κατὰ τὸ χρηστήριον τοῖσι Σπαρτιήτῃσι ἐκ Μαρδονίου ἐπετελέετο, καὶ νίκην ἀναιρέεται καλλίστην ἁπασέων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν Παυσανίης ὁ Κλεομβρότου τοῦ Ἀναξανδρίδεω· [2] Τῶν δὲ κατύπερθέ οἱ προγόνων τὰ οὐνόματα εἴρηται ἐς Λεωνίδην· ὡυτοὶ γάρ σφι τυγχάνουσι ἐόντες. Ἀποθνήσκει δὲ Μαρδόνιος ὑπὸ Ἀειμνήστου ἀνδρὸς ἐν Σπάρτῃ λογίμου, ὃς χρόνῳ ὕστερον μετὰ τὰ Μηδικὰ ἔχων ἄνδρας τριηκοσίους συνέβαλε ἐν Στενυκλήρῳ πολέμου ἐόντος Μεσσηνίοισι πᾶσι, καὶ αὐτός τε ἀπέθανε καὶ οἱ τριηκόσιοι.
- Ἐν δὲ Πλαταιῇσι οἱ Πέρσαι ὡς ἐτράποντο ὑπὸ τῶν Λακεδαιμονίων, ἔφευγον οὐδένα κόσμον ἐς τὸ στρατόπεδον τὸ ἑωυτῶν καὶ ἐς τὸ τεῖχος τὸ ξύλινον τὸ ἐποιήσαντο ἐν μοίρῃ τῇ Θηβαΐδι. [2] Θῶμα δέ μοι ὅκως παρὰ τῆς Δήμητρος τὸ ἄλσος μαχομένων οὐδὲ εἷς ἐφάνη τῶν Περσέων οὔτε ἐσελθὼν ἐς τὸ τέμενος οὔτε ἐναποθανών, περί τε τὸ ἱρὸν οἱ πλεῖστοι ἐν τῷ βεβήλῳ ἔπεσον. Δοκέω δέ, εἴ τι περὶ τῶν θείων πρηγμάτων δοκέειν δεῖ, ἡ θεὸς αὐτή σφεας οὐκ ἐδέκετο ἐμπρήσαντας τὸ ἱρὸν τὸ ἐν Ἐλευσῖνι ἀνάκτορον.
|
- Μετά απ’ αυτά, ο Μαρδόνιος έδωσε τη διαταγή να ξεκινήσουν. Οι άνδρες του διέσχισαν τον Ασωπό κι ακολούθησαν με ταχύτητα τα ίχνη των ελληνικών δυνάμεων, υποθέτοντας πως είχαν τραπεί σε άτακτη φυγή. Στην πραγματικότητα, μόνο τους Σπαρτιάτες και τους Τεγεάτες καταδίωκε ο Μαρδόνιος, γιατί τους Αθηναίους, που είχαν ακολουθήσει το δρόμο μέσα από τα χαμηλότερα εδάφη, τους κάλυπταν οι ενδιάμεσοι λόφοι και τα βουνά. Όταν οι άλλες βαρβαρικές μονάδες είδαν ότι οι Πέρσες άρχισαν την καταδίωξη των Ελλήνων, διέταξαν αμέσως να υψώσουν τις σημαίες κι όλοι οι άνδρες μπήκαν στο κυνήγι με όση ταχύτητα μπορούσαν να τρέξουν, κάτω από τις διαταγές των στρατηγών τους. Όρμησαν μπροστά χωρίς την παραμικρή μέριμνα να διατηρήσουν τις γραμμές τους, φωνάζοντας κι αλαλάζοντας, σίγουροι ότι θα κατατρόπωναν τους φυγάδες.
- Ο Παυσανίας, όταν δέχτηκε επίθεση από το εχθρικό ιππικό, έστειλε έναν ιππέα στους Αθηναίους καλώντας τους σε βοήθεια: «Άνδρες της Αθήνας», έλεγε το μήνυμα, «η επίθεση έχει εξαπολυθεί τώρα εναντίον μας —σε μια μάχη που θα κρίνει την ελευθερία ή την υποδούλωση της Ελλάδας· οι φίλοι μας όμως, έφυγαν χτες βράδυ από το πεδίο της μάχης, προδίδοντας και τους δυο μας. Τώρα, το καθήκον μας είναι ολοφάνερο. Πρέπει να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας και να προστατευτούμε μεταξύ μας όσο καλύτερα μπορούμε. Αν είχατε δεχτεί εσείς πρώτοι την επίθεση του ιππικού, θα είμαστε υποχρεωμένοι να έρθουμε να σας βοηθήσουμε, μαζί με τους Τεγεάτες, που είναι, όπως εμείς, αφοσιωμένοι στον ελληνικό σκοπό· αφού όμως, όλο το ιππικό έχει έρθει εναντίον μας, είναι καθήκον σας να βοηθήσετε αυτούς που δέχονται τη μεγαλύτερη πίεση. Αν αντιμετωπίζετε οποιοδήποτε πρόβλημα που σας εμποδίζει να ανταποκριθείτε στην έκκληση μας, στείλτε μας τουλάχιστον τους τοξότες σας και θα σας είμαστε ευγνώμονες. Αναγνωρίζουμε ότι σε όλη τη διάρκεια αυτού του πολέμου κανείς δεν μπόρεσε να συναγωνιστεί την ανδρεία σας· δε θα αρνηθείτε, λοιπόν, να μας βοηθήσετε».
- Μόλις έλαβαν αυτό το μήνυμα, οι Αθηναίοι ξεκίνησαν αμέσως να ενισχύσουν τους Σπαρτιάτες, ανυπομονώντας να τους βοηθήσουν με όποιον τρόπο μπορούσαν λίγο μετά, όμως, δέχτηκαν επίθεση από τους Έλληνες, που υπηρετούσαν κάτω από τις διαταγές του Μαρδόνιου, που παρατάχτηκαν απέναντι τους. Η επίθεση ήταν σκληρή και δεν τους άφησε τα περιθώρια να πραγματοποιήσουν τον σκοπό τους· έτσι, οι Λακεδαιμόνιοι και οι Τεγεάτες, οι πρώτοι μαζί με τους ψιλούς ήταν πενήντα χιλιάδες και οι Τεγεάτες ήταν τρεις χιλιάδες (αυτοί ποτέ δεν εγκατέλειπαν τους Λακεδαιμόνιους), έκαναν τις θυσίες σαν να επρόκειτο να συμπλακούν με το Μαρδόνιο και το στράτευμά του. Οι οιωνοί δεν ήταν ευνοϊκοί· στο μεταξύ, αρκετοί από τους άνδρες τους είχαν σκοτωθεί κι είχαν πολλούς τραυματίες, γιατί οι Πέρσες είχαν κάνει φράκτη με τις πλεκτές ασπίδες τους και, προστατευμένοι πίσω απ’ αυτό, πετούσαν τόσα βέλη ώστε τα τμήματα των Σπαρτιατών ήταν σε πολύ δύσκολη θέση· αυτό, μαζί με τους αρνητικούς οιωνούς, έκανε τον Παυσανία να στρέψει το βλέμμα στο Ηραίο στις Πλαταιές, και να καλέσει τη θεά σε βοήθεια, παρακαλώντας τη να μην επιτρέψει να στερηθούν οι Έλληνες την ελπίδα της νίκης.
- Προτού προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, οι Τεγεάτες όρμησαν μπροστά περνώντας στην επίθεση και, την αμέσως επόμενη στιγμή, οι οιωνοί υποσχέθηκαν επιτυχία. Τότε, οι Σπαρτιάτες κινήθηκαν κι αυτοί ενάντια στους Πέρσες, και οι Πέρσες εναντίον τους… και έριχναν τα τόξα. Η πρώτη συμπλοκή έγινε μπροστά στο φράγμα με τις ασπίδες· έπειτα, όταν έπεσε αυτό, ακολούθησε μια σκληρή και παρατεταμένη μάχη, κυριολεκτικά σώμα με σώμα, κοντά στο Δημήτριο [ναό της Δήμητρας], αφού οι βάρβαροι μπορούσαν κι έπιαναν τα δόρατα και τα έσπαγαν σε ανδρεία και θάρρος ήταν ίσοι με τους αντιπάλους τους, αλλά μειονεκτούσαν σε όπλα, ήταν ανεκπαίδευτοι και πολύ κατώτεροι σε ικανότητες. Άλλοτε ένας ένας κι άλλοτε σε ομάδες δέκα ανδρών —και άλλοτε περισσότεροι άλλοτε λιγότεροι— έπεφταν πάνω στις γραμμές των Σπαρτιατών κι αποδεκατίζονταν.
- Ο Μαρδόνιος μπήκε προσωπικά στη μάχη, ιππεύοντας το άσπρο του άλογο και περικυκλωμένος από τους χίλιους επίλεκτους Πέρσες. Όσο ζούσε ο Μαρδόνιος, οι άνδρες συνέχισαν να αντιστέκονται και να υπερασπίζονται τους εαυτούς τους, σκοτώνοντας πολλούς Λακεδαιμονίους· μόλις όμως σκοτώθηκε ο διοικητής τους, μαζί με την προσωπική του φρουρά, που ήταν πολύ γενναία, οι υπόλοιποι υποχώρησαν μπροστά στους Λακεδαιμονίους και τράπηκαν σε φυγή. Ο κυριότερος λόγος των απωλειών τους ήταν η έλλειψη πανοπλίας, όταν βρέθηκαν να πολεμούν χωρίς αυτήν ενάντια σε οπλίτες.
- Έτσι εκπληρώθηκε ο χρησμός κι ο Μαρδόνιος έδωσε ικανοποίηση στους Σπαρτιάτες για τον θάνατο του Λεωνίδα· μ’ αυτό τον τρόπο, ο Παυσανίας, γιος του Κλεόμβροτου και εγγονός του Αναξανδρίδη, κέρδισε την πιο λαμπρή νίκη που έχει γραφτεί στην ιστορία. Τα ονόματα των απωτέρων προγόνων του είναι τα ίδια με των προγόνων του Λεωνίδα, που ανέφερα σε προηγούμενο σημείο του έργου μου. Ο Μαρδόνιος φονεύτηκε από τον Αρίμνηστο , άνδρα φημισμένο στη Σπάρτη, ο οποίος, λίγο μετά τα Μηδικά, βρήκε τον θάνατο, στη Στενύκλαρο, μαζί με τους τριακόσιους άνδρες που είχε στις διαταγές του, πολεμώντας ενάντια στους Μεσσηνίους.
- Στις Πλαταιές, μόλις έσπασε η άμυνα των Περσών από τους Λακεδαιμονίους, οι στρατιώτες τράπηκαν σε άτακτη φυγή και κατέφυγαν στο ξύλινο τείχος που είχαν χτίσει σε Θηβαϊκό έδαφος. Θεωρώ πραγματικό θαύμα το γεγονός ότι, μολονότι η μάχη δόθηκε πολύ κοντά στο άλσος της Δήμητρας, ούτε ένας Πέρσης στρατιώτης δεν βρέθηκε νεκρός πάνω σε ιερό έδαφος κι ούτε πάτησε μέσα, απ’ ό,τι φαίνεται, ενώ έξω από τον ναό και το ιερό έδαφος βρίσκονταν τόσοι νεκροί. Η γνώμη μου είναι —αν μπορεί κανείς να έχει γνώμη σχετικά με τέτοια μυστήρια— ότι η ίδια η θεά τους εμπόδισε να μπουν, επειδή είχαν κάψει το ιερό ανάκτορο στην Ελευσίνα.
|
Το ήθος του Παυσανία |
|
- Ἐν δὲ Πλαταιῇσι ἐν τῷ στρατοπέδῳ τῶν Αἰγινητέων ἦν Λάμπων Πυθέω, Αἰγινητέων ἐὼν τὰ πρῶτα· ὃς ἀνοσιώτατον ἔχων λόγον ἵετο πρὸς Παυσανίην, ἀπικόμενος δὲ σπουδῇ ἔλεγε τάδε. [2] « Ὦ παῖ Κλεομβρότου, ἔργον ἔργασταί τοι ὑπερφυὲς μέγαθός τε καὶ κάλλος, καί τοι θεὸς παρέδωκε ῥυσάμενον τὴν Ἑλλάδα κλέος καταθέσθαι μέγιστον Ἑλλήνων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν. Σὺ δὲ καὶ τὰ λοιπὰ τὰ ἐπὶ τούτοισι ποίησον, ὅκως λόγος τε σὲ ἔχῃ ἔτι μέζων καί τις ὕστερον φυλάσσηται τῶν βαρβάρων μὴ ὑπάρχειν ἔργα ἀτάσθαλα ποιέων ἐς τοὺς Ἕλληνας. [3] Λεωνίδεω γὰρ ἀποθανόντος ἐν Θερμοπύλῃσι Μαρδόνιός τε καὶ Ξέρξης ἀποταμόντες τὴν κεφαλὴν ἀνεσταύρωσαν· τῷ σὺ τὴν ὁμοίην ἀποδιδοὺς ἔπαινον ἕξεις πρῶτα μὲν ὑπὸ πάντων Σπαρτιητέων, αὖτις δὲ καὶ πρὸς τῶν ἄλλων Ἑλλήνων· Μαρδόνιον γὰρ ἀνασκολοπίσας τετιμωρήσεαι ἐς πάτρων τὸν σὸν Λεωνίδην ».
- Ὃ μὲν δοκέων χαρίζεσθαι ἔλεγε τάδε, ὃ δ᾽ ἀνταμείβετο τοῖσιδε. « Ὦ ξεῖνε Αἰγινῆτα, τὸ μὲν εὐνοέειν τε καὶ προορᾶν ἄγαμαί σευ, γνώμης μέντοι ἡμάρτηκας χρηστῆς· ἐξαείρας γάρ με ὑψοῦ καὶ τὴν πάτρην καὶ τὸ ἔργον, ἐς τὸ μηδὲν κατέβαλες παραινέων νεκρῷ λυμαίνεσθαι, καὶ ἢν ταῦτα ποιέω, φὰς ἄμεινόν με ἀκούσεσθαι· τὰ πρέπει μᾶλλον βαρβάροισι ποιέειν ἤ περ Ἕλλησι· [2] Καὶ ἐκείνοισι δὲ ἐπιφθονέομεν. Ἐγὼ δ᾽ ὦν τούτου εἵνεκα μήτε Αἰγινήτῃσι ἅδοιμι μήτε τοῖσι ταῦτα ἀρέσκεται, ἀποχρᾷ δέ μοι Σπαρτιήτῃσι ἀρεσκόμενον ὅσια μὲν ποιέειν, ὅσια δὲ καὶ λέγειν. Λεωνίδῃ δέ, τῷ με κελεύεις τιμωρῆσαι, φημὶ μεγάλως τετιμωρῆσθαι, ψυχῇσί τε τῇσι τῶνδε ἀναριθμήτοισι τετίμηται αὐτός τε καὶ οἱ ἄλλοι οἱ ἐν Θερμοπύλῃσι τελευτήσαντες. Σὺ μέντοι ἔτι ἔχων λόγον τοιόνδε μήτε προσέλθῃς ἔμοιγε μήτε συμβουλεύσῃς, χάριν τε ἴσθι ἐὼν ἀπαθής ».
|
- Μαζί με τους Αιγινήτες στις Πλαταιές υπηρετούσε κι ένας άνδρας που λεγόταν Λάμπωνας. Πατέρας του ήταν ο Πυθέας, κι είχε πολύ καλή φήμη ανάμεσα στους Αιγινήτες. Ο άνδρας αυτός, λοιπόν, πήγε να δει τον Παυσανία και του έλεγε αυτή την πρόταση. «Γιε του Κλεόμβροτου, οι υπηρεσίες που πρόσφερες είναι πέρα από κάθε προσδοκία. Ο θεός σου έδωσε το προνόμιο να γίνεις σωτήρας της Ελλάδας και να γράψεις το όνομά σου στην ιστορία. Τώρα, ως επισφράγιση όλων αυτών, υπάρχει ένα ακόμα πράγμα που απομένει να κάνεις, για να αυξήσεις τη φήμη σου και, ταυτόχρονα, να κάνεις τους ξένους να σκεφτούν καλύτερα την επόμενη φορά που θα προσβάλουν ή θα πειράξουν τους Έλληνες. Όταν ο Λεωνίδας σκοτώθηκε στις Θερμοπύλες, ο Ξέρξης κι ο Μαρδόνιος του έκοψαν το κεφάλι και το κάρφωσαν σ’ έναν πάσσαλο. Ανταποδίδοντας τα ίδια θα κερδίσεις τον θαυμασμό όχι μόνο όλων των Σπαρτιατών αλλά κι όλων των Ελλήνων. Κάρφωσε το σώμα του Μαρδόνιου σ’ έναν πάσσαλο… κι ο Λεωνίδας, ο αδελφός του πατέρα σου, θα έχει πάρει εκδίκηση». Ο Λάμπωνας πίστευε πραγματικά ότι η πρόταση του θα γινόταν δεκτή. Ο Παυσανίας, ωστόσο, απάντησε.
- «Σ’ ευχαριστώ, Αιγινήτη φίλε μου, για την καλή σου πρόθεση και το ενδιαφέρον σου για μένα· όμως, όσον αφορά στην κρίση σου, έκανες λάθος. Πρώτα εκθειάζεις κι εμένα και την πατρίδα μου, με επαίνους για τη νίκη μου, κι έπειτα τα εκμηδενίζεις όλα, συμβουλεύοντάς με να βεβηλώσω το σώμα ενός νεκρού και λέγοντας ότι η φήμη μου θα απλωθεί περισσότερο, αν διαπράξω μια βάρβαρη πράξη που ταιριάζει περισσότερο στους βαρβάρους και που εμείς οι Έλληνες θεωρούμε αποτρόπαια. Η απάντηση μου είναι όχι· σ’ αυτό το θέμα δε θα ικανοποιήσω τους Αιγινήτες ούτε κανέναν άλλο που προτείνει τέτοια. Μου είναι αρκετό να ικανοποιήσω τους Σπαρτιάτες, που εκτιμούν την αξιοπρέπεια και την ευσέβεια στα λόγια και στα έργα. Όσο για τον Λεωνίδα, που για χάρη του μου ζητάς να εκδικηθώ, υποστηρίζω πως έχει πάρει ήδη άφθονη εκδίκηση· ασφαλώς οι αμέτρητες ζωές που χάθηκαν είναι αρκετή αποζημίωση, όχι μόνο για τον Λεωνίδα αλλά και για όλους τους άλλους που έπεσαν στις Θερμοπύλες. Μην ξανάρθεις ποτέ να μου κάνεις παρόμοια πρόταση και να ευγνωμονείς την τύχη σου που φεύγεις ατιμώρητος».
|
στην Αίθουσα “Αρτεμίσιον”, στις 3 Νοεμβρίου 2003
Η Αρχαία Σπάρτη, η αρχαιοτέρα καταστατική Δημοκρατία στην Ελλάδα αλλά και σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα, μία Πολιτεία που εκαλλιέργησε και ετίμησε την έννοια της Ελευθερίας όσο καμμία άλλη Ελληνική πόλη, παρουσιάζεται, δια της προβολής των 2 – 3 μόνον αιώνων ασταθούς ολιγαρχικού πολιτεύματός της επάνω σ’ όλη την Ιστορία της, χύδην ως «ολιγαρχική» και έχει αδικηθεί πολλαπλώς, η δε πραγματική φύση της έχει εντόνως παρεξηγηθεί, σε σημείο που αρκετοί δημοκράτες να την θεωρούν ανοήτως ως παράδειγμα προς αποφυγή και, αντιθέτως, πάμπολλοι μισάνθρωποι και αντιδημοκράτες να την θεωρούν αυθαιρέτως πολιτικώς οικεία τους και άρα εκμεταλλεύσιμη……
……Αυτό που εδίδαξε στην Ανθρωπότητα και τον Ελληνισμό η Αιωνία Σπάρτη, είναι η απόλυτη Ευθύτης και Ελευθεροπρέπεια και μία πρωτοφανής και άπιαστη αρετή, μοιρασμένη ισοπόσως ανάμεσα στην Αγαθότητα και την (όχι μόνον πολεμική) Ανδρεία. Και ηττήθηκε η Σπάρτη, η οργανική και εύνομη Σπάρτη, η Σπάρτη που, όπως σημειώνει ο περιηγητής Παυσανίας, υπήρξε σε όλη την διάρκεια της ελευθέρας ζωής της η μοναδική Ελληνική πόλη που ποτέ δεν επροδόθη κατά την αρχαϊκή και κλασική αρχαιότητα (και όλως «παραδόξως» κανείς δεν μας το υπενθυμίζει αυτό), για τον ίδιο λόγο που ηττώνται διαχρονικώς στην Ιστορία της ανθρωπότητος όλοι οι αγαθοί, ανώτεροι και ευγενείς άνθρωποι. Επειδή η κυρίαρχη φαυλότης, χυδαιότης και κτηνωδία υπερέχει πάντοτε σε αριθμούς, και επειδή είναι φυσικό η πορεία των πραγμάτων προς τα κάτω να είναι ταχυτέρα και ευκολωτέρα της αντιστρόφου της.
Η Ιστορία που συγγράφουν τα δουλικά του Παγκοσμίου Καθεστώτος, θα είναι πάντα η Ιστορία των νικητών, δηλαδή μία Ιστορία που εσχεδίασαν με μεγάλη τέχνη οι πολύμορφοι εκπρόσωποι της κτηνωδίας για να εξυπηρετήσει την περαιτέρω κυριαρχία τους. Στους αιώνες των αιώνων, μέχρι να ξεπερασθεί τουλάχιστον αυτή η αθλία μορφή του ανθρωπίνου είδους και να περάσουμε σε κάτι ανώτερο που να τιμά τα χαρακτηριστικά του αληθινού Ανθρώπου, δηλαδή του Φιλοσόφου υπηρέτου των Μουσών και του Ορθού Λόγου, δεν θα υπάρχει χώρος στην Ιστορία των κολάκων του εκάστοτε επικρατεστέρου, για να τιμηθούν «ακανθώδη» αντικείμενα όπως η Σπάρτη, αλλά και ο Νεώτερος Κάτων, ο Ιουλιανός και ο Πέντα. Θα υπάρχει όμως άφθονος για να τιμηθούν ο Ιούλιος Καίσαρ, ο Ιουστινιανός και ο Καρλομάγνος.
Ο γράφων, για μία ακόμη φορά θα ενοχλήσει με διαφορετική ή ανεπιθύμητη προσέγγιση των θεμάτων. Επί του προκειμένου, η Αιωνία Σπάρτη θα τιμηθεί όχι όπως και όσο το επιθυμούν οι απειράριθμοι απατεώνες που την προσεγγίζουν είτε καταπατητικώς είτε κατασταλτικώς, αλλά όπως και όσο αξίζει στο πελώριο μέγεθός της. Ο γράφων, όπως πάντα έτσι και τώρα, δεν φοβάται μήπως τάχα «εκτεθεί» δείχνοντας «στρατευμένος» επειδή αρνείται ν’ αναμασά τα εντέχνως προκαθορισθέντα και να κρατά ίσες αποστάσεις κατά το γελοίο έθος της εποχής μας, μήπως και ξεκλέψει κάποια μικρή φέτα «εγκυρότητος». Από πού άραγε; Από τους προαναφερθέντες; Όχι βεβαίως. Αυτή η εγκυρότης χάρισμά τους.
Η Αιωνία Σπάρτη ΕΔΩ θα τιμηθεί. Και ας στενοχωρηθεί ο απέραντος κύκλος της αγυρτείας και του ψεύδους. Φίλε αναγνώστη, φίλη αναγνώστρια, καλωσόρισες στον φωτεινό κόσμο όπου κοιμούνται οι νεκροί μας. Οι δικοί μας νεκροί. Οι δικοί μας ήρωες. Οι δικοί μας πρόγονοι.
υπεροχω αθρο